ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΟ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΣΗΜΕΡΑ-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

1. Ἡ εὐρύτερη περιοχή στή Ρωμαϊκή κυριαρχία μέχρι τούς Μεσοβυζαντινούς χρόνους (146 π.Χ. – 1071 μ.Χ.)

Μετά τή Ρωμαϊκή κατάκτηση τό 146 π.Χ., ὅπως ἀναφέραμε παραπάνω
ἀναλυτικά στό κεφάλαιο γιά τήν ᾿Αθαμανία, ἐρχόμαστε τώρα νά συνδέσομε αὐτή τή χρονολογία, γιά νά ἐξετάσουμε τί ἀπέγινε μέ τήν εὐρύτερη
περιοχή της, στήν ὁποία ἀνήκει τό χωριό Μυρόφυλλο.
Οἱ Ρωμαίοι διεύρυναν συνεχῶς τήν κοινότητά τους στά κατακτηθέντα
ἐδάφη τῆς Βαλκανικῆς καί ἑπομένως τῆς Ἑλλαδικῆς χερσονήσου.
Οἱ Ἕλληνες γίνονταν φτωχότεροι καί οἱ Ρωμαῖοι πλούτιζαν εἰς βάρος
των, γιατί δέν ἀρκέστηκαν νά πάρουν ἀλλά καί κατέστρεψαν. Οἱ χῶρες μέ
ἑλληνικό καί ἑλληνίζοντα πληθυσμό μέ τό νά εἶναι πιό προηγμένες καί νά
ἔχουν περισσότερους θησαυρούς ἀπό τίς ἄλλες χῶρες πού ὑπέταξαν οἱ
Ρωμαῖοι, ἔπαθαν τίς πιό μεγάλες καταστροφέςκαί καταληστεύθηκαν πεο03ιd
«Οἱ ἀνώτερες κοινωνικές τάξεις δέν ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τίς Ἑλληνικές παραδόσεις καί διατήρησαν τήν ἐθνική συνείδησή τους. Ἡ στάση τῶν
κατώτερων κοινωνικῶν στρωμάτων ἀπέναντι στή ρωμαϊκή κατοχή ἦταν,
ἀντίθετα, ἑνιαῖα καί ἀδιάκοπα ἐχθρική, ἄλλοτε ὑπόκωφη καί παθητική,
ἄλλοτε ἐνεργητική καί ἐκρηκτική»
Ἡ Ρωμαϊκή κατάκτηση δέν ἔθιξε τίς προϋφιστάμενες κοινωνικές τάξεις ἀλλά τίς ἐνσωμάτωσε στό ρωμαϊκό κοινωνικό σύστημα. Οἱ τάξεις τῶν
ἐλεύθερων Ἑλλήνων ἔγιναν ὑποδιαιρέσεις μιᾶς κατηγορίας ὑπηκόων, τῶν
«ξένων» (peregrini), ἔτσι ὥστε καί ἕνας Ρωμαῖος πληβεῖος νά ἔχη νομική
ὑπεροχή ἀπέναντι στόν πιό πλούσιο καί ἔγκριτο Ἕλληνα, ἄρχοντα πόλεως, πού δέν εἶχε πάρει ἀκόμη τήν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου. Ὅσοι Ρωμαῖοι
κατοικοῦσαν σε ἑλληνικές πόλεις σχημάτιζαν παροικίες πού διοικοῦνταν
ἀπό τίς συνελεύσεις τῶν μελῶν τους. Αὐτές ἄρχισαν νά ἐνδιαφέρωνται γιά τίς ὑποθέσεις τῶν πόλεων, ὅπου ἕδρευαν, καί νά παίρνουν σχετικές ἀποφάσεις. Αὐτό ἦταν τό πρῶτο βήμα πρός τήν ἀφομοίωση ἀπό τό περιβάλλον, πού ὁλοκληρωνόταν ἀργότερα μέ τόν γλωσσικό καί πολιτιστικό ἐξελληνισμό. ᾿Αντίθετα οἱ Ἕλληνες δέν ἐκρωμαΐζονταν γλωσσικά καί πολιτιστικά ἀκόμη καί ὅταν εἶχαν ἀπό καιρό τήν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτη.
Περισσότερο εὐνοϊκά ἦταν γιά τούς κατοίκους τῆς ὑπαίθρου καί ἀσυγκρίτως καλύτερα γιά τούς κατοίκους στήν ὀρεινή Ἑλλάδα. Ὅσο γιά τήν
δύσβατη ὀρεινή ᾿Αθαμανία, ὅπου οἱ πόλεις ἦταν μικρές καί ὁ πλοῦτος
ὀλίγος, οἱ Ρωμαῖοι θά ἀρκοῦνταν στό φόρο καί μόνον. Πάντοτε τά βουνά
ἔσωσαν τούς Ἕλληνες ἀπό τότε μέχρι σήμερα καί θά τό ἰδοῦμε αὐτό στή
συνέχεια τῆς ἱστορίας τῆς περιοχῆς ἐξετάζοντας τή θέση καί τό ρόλο τοῦ
Μυροφύλλου ἀνά τούς αἰῶνες.
Ὁ ἀπόμερος χῶρος τῆς ὀρεινῆς ᾿Αθαμανίας ἀνήκει στή Ρωμαϊκή ἐπαρχία τῆς ᾿Αχαΐας τουλάχιστον μέχρι τό 14 μ.Χ. ὅταν πέθανε ὁ αὐτοκράτωρ Αὔγουστος3.
Αὐτός ὁ χῶρος ἔμεινε περισσότερο ἐλεύθερος σε ἀντίθεση μέ τόν
πεδινό τῆς Θεσσαλίας πού ἡ παραγωγή τοῦ ἐδάφους ἦταν ἐκείνη πού
προσείλκυε περισσότερο τούς κατακτητές.
Ἕνεκα αὐτῆς τῆς ἐκμετάλλευσης ἔχουμε καί ἐλάχιστες μαρτυρίες ἄλλων γεγονότων στόν πεδινό χῶρο ἀπό τά ὁποῖα ἀντλοῦμε καί συνθέτουμε
τήν ἱστορία. Ὁ ὀρεινός χῶρος εἶναι ἐγκατελειμένος στή φτωχή του ἐπιβίωση καί γι’ αὐτό μένει ἀνέπαφος.
᾿Αργότερα ὁ χῶρος τῆς ᾿Αθαμανίας ἀνήκει τουλάχιστον στίς ἀρχές τοῦ
2ου αἰώνα μ.Χ. στό θέμα τῆς Ἠπείρου καί σπουδαιότητα ἔχει μόνο γιά
τήν περιοχή μας τό ὁδικό δίκτυο πού ἀνακαινίστηκε καί ὁλοκληρώθηκε
ἀπό τόν Τραϊανό τό 117 μ.Χ.
Ρόλο παίζει στήν προκείμενη περίπτωση ἡ ὁδική ἕνωση τῆς ᾿Αμβρακίας (=Αρτας) μέ τή μεγαλύτερη πόλη τῆς δυτικῆς Θεσσαλίας τούς Γόμφους (=σημερινόχωριό Ραψίστα) κοντά στήν Πύλη Τρικάλων.
Ἡ περιοχή εὑρίσκεται στήν κυριαρχία τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἠπείρου μέχρι τά μέσα τοῦ 2ου μ.Χ. αἰώνα καί συνεχίζεται μέχρι τόν Διοκλητιανό
ἀρχές τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ.5 μέ βάση τόν ᾿Αχελῶο πού τοποθετεῖ τήν περιοχή τοῦ Μυροφύλλου (στό περίπου)- στούς ἱστορικούς χάρτες.
Ἡ ἱστορία στόν ὀρεινό εὐρύτερο χῶρο τῆς ᾿Αθαμανίας στούς αἰῶνες
πού προανέφερα εἶναι ἰσχνή ὡς σκοτεινή ἀπό τίς μέχρι σήμερα πηγές πού διαθέτουμε.
Στούς τρεῖς πρώτουςμετά Χριστόν αἰῶνες ἡ ἱστορία τῆς περιοχῆς εἶναι
βουβή, γνωρίζουμε ὅτι ἐξαπλοῦται ταχύτατα ὁ Χριστιανισμός. Ἔχουμε
ὅμως ταυτόχρονα, τουλάχιστον μέχρι τό τέλος τοῦ 4ου αἰώνα, τή λειτουργία τοῦ μουσείου τῆς Δωδώνης πού θά σιγήση ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου τελειωτικά.
Ὁρόσημο γιά τήν ἱστορία εἶναι ἡ ἵδρυση τοῦ βυζαντινοῦ κράτους ἀπό
τόν Μέγα Κων/νο (314-337), ἡ κατάλυση τῆς Ρωμαϊκῆς ἐπικράτειας καί ἡ
ἐλεύθερη λατρεία τοῦ Χριστιανισμοῦ (Religio licita) μετά ἀπό τρεῖς αἰῶνες διωγμῶν. Κατά τά τέλη τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κων/νου ἡ περιοχή
ἀνήκει στήν ἐπαρχία τῆς Παλαιᾶς Ηπείρου.
Ἡ ἴδια κατάσταση τῆς περιοχῆς ᾿Αθαμανίας πού ἀνήκει στή Διοίκηση
Μακεδονίας, ἐπαρχία τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου, εἶναι καί ἐπί τῆς βασιλείας
τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου (+395). Τό ἀνατολικό Ρωμαϊκό κράτος ὡς βυζαντινή πιά αὐτοκατορία ἀνθεῖ στή βασιλεία τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὅπου κατασκευάζονται πολλά ἔργα.
Ἡ περιοχή τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου ἀνήκει τώρα στήν ἐπαρχία τοῦ Ἰλλυριοῦ πού περιλαμβάνει ὁλόκληρη τή σημερινή Ἑλλάδα (ἐκτός Θράκης),
τήν ᾿Αλβανίαν καί τό μισό ἔδαφος τῆς πρώην Γιουγκοσλαβίας. Στά τέλη
τοῦ 6ου αἰῶνος καί ἀρχές τοῦ 7ου αἰώνα ἡ Ἑλληνιστική ᾿Ανατολή ἄρχισε
νά ἔχη προβλήματα ἀπό τό βορρᾶ ἔνεκα ἐπιδρομῶν Σλαβικῶν φύλων καί
ἄλλων βουλγαρικῶν λαῶν.
Στή μεσοβυζαντινή ἐποχή ἀπό τό (600-800) «ἡ Ἑλλάδα ἐκτός ἀπό τή
Θεσσαλονίκη, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος καθώς καί ἡ Ἑλλαδική περιοχή
νότια ἀπό τόν Ὄλυμπο μαζί μέ τά νησιά τοῦ Αἰγαίου καί τοῦ Ἰονίου
πελάγους, περνᾶ τήν περίοδο αὐτή τό λεγόμενο «μεγάλο χάσμα» τοῦ ἱστορικοῦ της βίου καί τῆς πολιτισμικῆς της ἐξέλιξης. Ὡς τόσο δέν σταματοῦν
νά κτίζονται ἐκκλησίες καί ἄλλα ἔργα πού ἀπαιτοῦν οἰκονομικά μέσα,
τεχνίτες καί ἐμπειρίες τεχνικές. Ὁ ρυθμός μέ τόν ὁποῖον κτίζονται καθώς
καί ἡ πυκνότητά τους μέσα στό χῶρο παραμένουν οἱ μόνες ἀναμφισβήτητες μαρτυρίες γιά τή μορφή καί τό ἐπίπεδο τοῦ πολιτισμοῦ τῆς περιοχῆς σέ
ὁρισμένη ἐποχή, ὅταν σωπαίνουν οἱ γραπτές πηγές».
Ἡ περιοχή τῆς ᾿Αθαμανίας εὑρίσκεται κάτω ἀπό τή διοίκηση τῆς περιοχῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου μέχρι τόν 10ο αἰῶνα τουλάχιστον ὥσπου ἀρχίζουμε νά ἐξετάζουμε τήν ἱστορία τῆς περιοχῆς ἀπό γραπτές μαρτυρίες πού ἀγγίζουν αὐτή τήν ἐποχή.

Ὅμως, ἐπειδή πολλή μελάνη χύθηκε ἀπό πολλούς καί γιά πολλούς
λόγους ὡς ἀναφορά μέ τή διείσδυση καί ἐγκατάσταση τῶν Σλάβων στήν
Ἑλλάδα, ὁ ἀναγνώστης θά τό ἤθελε ἔστω καί περιληπτικά νά ἀσχοληθοῦμε λίγο μέ τό θέμα.
᾿Από τόν 7ον αἰώνα ἔχουμε ἐθνολογικά προβλήματα στά Βαλκάνια καί
ἡ σλαβική διείσδυση εἶναι γεγονός. Ἡ ὑπερβολή ὅμως τῆς ἐγκατάστασης
καί κυριαρχίας στόν Ἑλληνικό χῶρο ἀπό Σλάβους «ἱστορικούς» καί μή
εἶναι καί αὐτό γεγονός. «Ἡ πενιχρότητα τῶν πηγῶν τοῦ 7ου αἰώνα διαπιστώνεται κυρίως κατά τήν ἐξέταση τῶν ἐθνολογικῶν θεμάτων τῆς βαλκανικῆς, ὅπου ἐκδηλώθηκε ἡ ᾿Αβαρική ἐπεκτατική πολιτική καί ἡ σλαβική
διείσδυση. Ἡ ἔλλειψη μαρτυριῶν ἤ ἡ ἀοριστία καί ἡ σύγχυση, πού διέπει
τίς λιγοστές πού ὑπάρχουν, ἀποτέλεσαν τήν ἀφορμή γιά νά διατυπωθῆ ἀπό
τόν J.P.H. Fallmerayer (1830) μιά καινοφανής θεωρία, σύμφωνα μέ τήν
ὁποία ἡ Πελοπόννησος περιῆλθε γιά μακρό χρονικό διάστημα στά χέρια
τοῦ σλαβικοῦ στοιχείου, τό ὁποῖο ἀπορρόφησε σέ μεγάλο βαθμό τό γηγενή ἑλληνικό πληθυσμό. ᾿Από τήν ἐποχή πού διατυπώθηκε ἡ θεωρία αὐτή
ὡς σήμερα, τά ζητήματα πού δημιουργήθηκαν ἀπό τήν κάθοδο τῶν Σλάβων στά ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας ἐξετάσθησαν ἀπό Ἕλληνες, Σλάβους
καί Δυτικοευρωπαίους ἐπιστήμονες κυρίως ἱστορικούς καί γλωσσολόγους,
ἄλλοτε μέ μεγαλύτερη νηφαλιότητα καί ἐπιστημονική ἀκρίβεια καί ἄλλοτε
μέ προκατάληψη ὀφειλόμενη στήν ἀτυχή μεταφορά τῶν ἐθνικῶν ἀντιθέσεων, πού ἀναπτύχθηκαν κατά τόν 19ον αἰώνα μεταξύ τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς, στό ἱστορικό πεδίο τοῦ 7ου καί τοῦ 8ου αἰώνα.
Κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες ἐπικράτησε κριτικότερο πνεῦμα τόσο
στήν ἔρευνα ὅσο καί στήν ἑρμηνεία τῶν πηγῶν χωρίς ὅμως τό γεγονός
αὐτό νά ἀποκλείει τίς ἀκραῖες περιπτώσεις, ὅπως τῶν R.J.H. Jenkinis, C.
Mango καί D. Obolensky, οἱ ὁποῖοι παραμένουν ἀμετακίνητοι στίς παλαιές
θέσεις τῆς «σλαβικῆς σχολῆς»7.
Ἡ μαρτυρία γιά τή σύνθεση τῆς ἱστορίας τῆς εἰσβολῆς καί ἐγκατάστασης τῶν Σλάβων εἶναι κυρίως «τά θαύματα τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου», ὅπου ἡ
ὑπερβολή τοῦ ἁγιογράφου γιά νά καταδείξη προφανῶς τό μέγεθος τῆς
προστασίας τοῦ ῾Αγίου καί γιά νά ἐξάρη τή δύναμή του καί τήν ἀξία τοῦ
θαύματος; Εἶναι πάντως χρήσιμο νά ἐπισημανθῆ ἡ ἀπουσία ἀπό τή μιά πλευρά ὁποιουδήποτε ἀρχαιολογικοῦ ἤ τοπονομαστικοῦ τεκμηρίου «ὅτι ὁ
σλαβικός λαός ἦταν ποιμενικός καί ἀγροτικός».
Δέν ἔχουμε καμιά ἀρχαιολογική μαρτυρία στόν ἑλλαδικό χῶρο ἰδιαίτερα στήν περιοχή τῆς ᾿Αθαμανίας. Τά τοπωνύμια σίγουρα παίζουν ρόλο
αρκεῖ νά συγκεντρωθοῦν καί ταξινομηθοῦν ἱστορικά καί γλωσσολογικά μέ
γνώμονα τήν ἀλήθεια, πέρα ἀπό κάθε ἄλλη ἑρμηνεία ἴσως καί θεληματική
παραχάραξη στήν ἐξυπηρέτηση κάποιων σκοπῶν.
Ἡ σημασία τῶν τοπωνυμίων φάνηκε μόλις ἐπιχειρήθηκε ἡ πρώτη συστηματική συγκέντρωση ἀπό τόν M. Vasmer (1941), ὁ ὁποῖος ἔγινε νουνός
«βαπτίζοντας σλάβικα» ὅ,τι ὁμοίαζε μέ ἔτυμο σλάβικο στόν Ἑλληνικό χῶρο. Δέν εἶμαι γλωσσολόγος οὔτε εἰδήμων ἱστορικός ἀλλά μερικά εὐλογοφανῆ ὀνόματα δέν μποροῦν νά βαπτιστοῦν σλαβικά στό δυτικο-Θεσσαλικό
χῶρο, ἄν δέν γίνει διασάφηση στήν ὀρθογραφία τους, στήν προέλευσή
τους, ἄν εἶναι Τουρκικά, ᾿Αλβανικά, Βλάχικα ἤ σκωπτικά (Κουτσελιό,
Καψαλοδιαλεγμένο κ.τ.λ.). Στό ἁπλό ἄκουσμα φαίνεται ξενικό λ.χ. ἡ Μήγερι πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τό βυζαντινό χωριό Μύαρη ἤ Μυαρή πού οἱ
κάτοικοί της στήν παραδοσιακή μας ἐτυμολογία ἀναφέρονται Μυαρίτες
καί ὄχι Μηγερίτες. Ἐπίσης τό σημερινό ᾿Αθαμάνιο (Λειψίστα)11 ἤ Λιψό
γιατί ὄχι ἀπό τό ἑλληνικό λειψό (=μισό) τοῦ λαμβάνω; Τό Γρεβενοσέλλη ή
Γρεβενό12 (=γρίβο + σέλλωμα), τό Τυφλοσέλλη (τυφλό + σέλλωμα), ἄν
γνωρίζει κανείς τήν μορφολογία τοῦ ἐδάφους του, εἶναι ἑλληνικότατα τοπωνύμια ἀλλά μέ ἀλλαγή ὀρθογραφίας σε Γρεβενοσέλι καί Τυφλοσέλι καί
μέ ἀρκετή φαντασία γίνονται σλάβικα. Παραγνωρίζεται ἡ περιοχή πού
γέμει ἀπό τοπωνύμια Σελλειό13, Σέλλας, Σέλλωμα14, ἀρχαιότατα καί ἀκραιφνῶς ἑλληνικά, ἀπ’ ὅπου καί τό ὄνομα τῶν Ἑλλήνων καί ἕως σήμερα
συνεχίζουν τήν ἀναφορά τους σέ σλάβικα15 ἀπό σλάβικους ἐποικισμούς
καί ὄχι σέ ἄλλες θεωρίες.
Συμπερασματικά, σίγουρα οἱ Σλάβοι πέρασαν ὡς ὁμάδες στόν Ἑλληνικό χῶρο πού ἀργότερα ἀπωθήθηκαν ἤ ἐξοντώθηκαν ἀλλά καί ἀφομοιώθηκαν16 ἀπό τό ὑπέρτερο ἑλληνικό στοιχεῖο, θά τολμούσαμε δέ νά ποῦμε
ὅτι τό ἀνώτερο πολιτισμικό ἑλληνικό φύλο κράτησε καί σλαβικά τοπωνύμια πού πέρασαν ἀπό τό χῶρο, γιατί ἴσως οἱ νομάδες σλάβοι δέν μποροῦσαν κἄν νά τό προφέρουν τό ἑλληνικό τοπωνύμιο λ.χ. οἱ Γόμφοι λέγονταν
Ραψίστα. Διανοεῖται κανείς τούς ἀρχαίους Γόμφους νά εἰπεῖ ὅτι εἶναι
σλαβικός ἐποικισμός; Ἡ φειδώ στά «σλάβικα» βαπτίσια χρειάζεται ὅπωσδήποτε.

Μετά τούς Σλάβους στό χῶρο διεισδύουν κατά τόν11ον αἰ. οἱ Νορμανδοί, οἱ Καταλανοί ἀργότερα, καί στή συνέχεια, Τοῦρκοι, ᾿Αλβανοί, πού
κάνουν συχνές ληστρικές ἐπιδρομές, Φράγκοι καί λοιποί πού πάντοτε ἀπωθοῦνται ἀπό τούς Βυζαντινούς στήν τεράστια αὐτοκρατορία τους ἐκτιθεμένη σε τρεῖς Ἠπείρους.
2. Τό Μυρόφυλλο (Μερόκοβο) μέσα ἀπό τίς γραπτές μαρτυρίες (900 –
1800) μετά Χριστόν
Ἡ πρώτη γραπτή μαρτυρία γιά τό Μυρόφυλλο εἶναι στό ἔτος 1336 στό
χρυσόβουλλο τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα ᾿Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου
πού ἐκδίδεται γιά τήν κατοχύρωση τῶν περιουσιακῶν στοιχείων τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν (=Καλαμπάκας) μετά ἀπό αἴτηση τοῦ ἐπισκόπου της. Σίγουρα προϋπῆρχε τό χωριό πού μνημονεύεται ὡς Μυρόκοβον καί εἶναι
στό χρυσόβουλλο ὡς ὅριο τῆς ἐπισκοπῆς στήν ὁριοθέτησή της στό νοτιοδυτικό ἄκρο αὐτῆς. Παραθέτω τό κείμενο15 τοῦ Χρυσόβουλλου 1336 στό 17
ὁποῖο διαβάζουμε (ὅπως ἀκριβῶς ἔχει μέ τά ὀρθογραφικά του):
«Ἐπιδή ὁ θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος καί οἱ κληρικοί τῆς ἁγιωτάτης
ἐπισκοπῆς Σταγῶν ἀνέφερον ὅτι κέκτηνται διά χρυσόβουλλα τοῦ ἀοιδίμου
καί μακαρίου ἁγίου αὐθέντου καί βασιλέως κῦρ Νικηφόρου τοῦ Βοτανοιἄτου καί ἕτερον χρυσόβουλλον τοῦ ἀοιδίμου βασιλέως κῦρ Αλεξίου
τοῦ Κομνηνοῦ δωρούμενον τη αὐτῆ ἐπισκοπῆ (…) ὡσαύτως ἐνεφάνισαν
τῇ ἐμῆ βασιλεία ὁ αὐτός ἀρχιερεύς μετά τῶν ἑκόισε κληρικῶν προσταγμτικόν βασιλικόν καί αὐθεντικόν ἡμῶν διἄφορον ἐπικυροτικόν ἄν τις φαίη
οἶναι τῶν ἀναγεγραμμένων ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων· (…) ἀκολούθως
δέ τούτοις ἐνεφανίσθησαν ὑπ’ αὐτῶν καί πρακτικά οὐκ ὀλίγα σιγίλλια
πάντων τῶν προσόντων τῇ ἁγιωτάτη ἐπισκοπῆ Σταγών ἐπίκυρωτικα· μετά χρυσοβούλλων τῶν πρό ἡμῶν βασιλέων καί ἑτέρων ἀναγραφέων (…)
ἔτι δέ εὑρομεν ἐν τῷ αὐτῶ πρακτικῶ καί τά ἐν τῇ ἐπαρχία αὐτοῦ μονύδρια, οἷς μετόχια ὄντα τῆς αὐτῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς· ἥτις μονή τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἡ Δούπιανη καί ἡ μονή τῆς Θεοτόκου οἷς τό Λυμπόχοβον καί ἡ μονή τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου οἰς τό ᾿Ασπροπόταμον ἦσαν οὔτως οἰς μετόχια ταύτης τούτων πάντων δεσπόζουσαν τήν ἁγιωτάτην ἐπισκοπήν Σταγών διώρισται ἐν ἐκείνω τῶ πρακτικῶ, εὕρομεν δέν ἐν τῶ αὐτώ πρακτικῶ καί τήν περιοχήν τῆς τοιαύτης ἐπαρχίας ἀρχομένης ἐκ τοῦ χωρίου Τζηρνίτζόβου (=Βασιλική Καλαμπάκας) λεγομένου καί (…) ἀνέρχεται πρός δυσμάς εἰς τήν Μηλέαν καί εἰς τόν Ζυγόν (=Κατάρα) καί καταβαίνοι πρός νότον εἰς χωρίον τό λεγόμενον Χαλίκι καί ἀναβαίνοι εἰς τά
Λευκά Ὄρη καί εἰς βουνόν τῆς Μοτζάρας καταντά εἰς τό Γρεβενοσέλ(λ)η
καί περά τόν ᾿Αχιλῶον ποταμόν καί καταντά εἰς τό χωρίον τό λεγόμενον
Μοσίντα καί ἀνέρχεται εἰς τό Μυρόκοβον καί εἰς τά Κορνίσια (=Κορνέσι) καί ἀναβαίνοι εἰς τό βουνόν καί καταβαίνοι εἰς χωρίον λεγόμενον
Βαρδάνι (=Βαρδάρι, σημερινό Παράμερο) (…) ἐπεχωρηγήθη καί ἐπιβραβεύθη τη διαλειφθήση ἁγιωτάτη ἐπίσκοπή Σταγών ὁ παρῶν χρυσόβουλλος
τῆς βασιλείας μου· ἀποχυθείς κατά μήνα μάρτιον, τῆς νήν τρεχούσης τετάρτης ἰνδικτιῶνος τοῦ ς ὀκτασιοστοῦ τεσσαρακοστοῦ τετάρτου ἔτους· ἐν
ὦ καί τό ἡμέτερον εὐσεβές καί θεοπρόβλητον ἐπέσωμήνατο κράτος εἶχε
δέ καί δι’ ἐρυθρῶν γραμμάτων τό
᾿Ανδρόνικος ἐν Χριστῶ τῶ Θεῶ πιστός βασιλεύς
καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ὁ Παλαιολόγος»
Στό χρυσόβουλλο τοῦ 1336, τό ὁποῖο ἀπέσπασε ὁ ἐπίσκοπος Καλαμπάκας ἀπό τόν Αὐτοκράτορα ᾿Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, καταμαρτυροῦνται
δύο προηγούμενα χρυσόβουλλα καί «οὐκ ὀλίγα σιγίλλια», τά ὁποῖα προσκόμισε γιά νά ἐκδοθεῖ αὐτό τό χρυσόβουλλο. Τό ἕνα εἶναι τό χρυσόβουλλο τοῦ ᾿Αλεξίου Α΄ τοῦ Κομνηνοῦ (1081 -1118) καί τό ἄλλο τό χρυσόβουλλο τοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078 – 1081), τά ὁποῖα
ἐπεκύρωναν τά ἴδια περιουσιακά στοιχεῖα τῆς ἐπαρχίας τῆς ἐπισκοπῆς
Σταγών. Ἔτσι μέ τά παραπάνω χρυσόβουλλα ἔμμεσα φθάνουμε στή μαρτυρία ὅτι τό χωριό Μερόκοβο ὑπῆρχε ὡς σύνορο στή νοτιοδυτική πλευρά
τῆς περιφέρειας τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών μέχρι τίςπαραπάνω χρονολογίες.
Μία ἄλλη ἀναφορά στά παραπάνω χρυσόβουλλα τῶν Αὐτοκρατόρων
Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη, ᾿Αλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ καί τοῦ Μανουήλ Α΄
Κομνηνοῦ εἶναι ὁ «ὁρισμός» γιά τήν κατοχύρωση πάλι τῶν ὁρίων τῆς
ἐπισκοπῆς Σταγών καί τή βρίσκουμε στό πρακτικό ἀναγραφῆς «διάγνωσις» τῶν ὁρίων, δικαίων καί κτημάτων τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών τόν ᾿Απρίλιον τοῦ 116319.
Στό ἔγγραφο αὐτό μνημονεύονται διάφορα παλαιγενῆ γράμματα,
αὐτοκρατορικά χρυσόβουλλα, ὁρισμοί καί προστάγματα καθώς καί προγενέστερα πρακτικά, πού ἔχουν ἐκδοθεῖ ὑπέρ τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών (=Καλαμπάκας) ἤ σχετίζονται καθ’ όποιονδήποτε τρόπο μέ τήν ἐπιχειρούμενη
ἀναψηλάφηση καί νέα ἀναγραφή τῶν δικαίων τῆς ἐπισκοπῆς20
᾿Αργότερα ὅλα τά παραπάνω ἔγγραφα τά λαβαίνει ὑπ’ ὄψη του ὁ
Πατριάρχης ᾿Αντώνιος Δ΄ τό 1393, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω καί ἐκδίδει
γιά τόν ἴδιο λόγο σιγίλλιο ὑπέρ τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών μνημονεύοντας
ἐνδιάμεσα χωριά στά ὄρια πού προϋπῆρχαν, γιά νά μήν ὑπάρχει κανένα
κενό.
Ἐπί αἰῶνες οἱ ἐπίσκοποι Καλαμπάκας, πού ἐποίμαιναν θεοφιλῶς τήν
ἐπαρχίαν τους, φρόντιζαν γιά τήν ὀργάνωσή της. ᾿Αβίαστα μποροῦμε νά
ἀνατρέξουμε στήν ἵδρυση τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών (=Καλαμπάκας), ἡ ὁποία καί ὁριοθετήθηκε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς συγχρόνως μέ τήν ἵδρυσή της, ὅπως
συμβαίνει στόν Ὀρθόδοξο χώρο. Μέ αὐτό τό δεδομένο, ὅτι τό Μυρόφυλλο
ἦταν ὅριο στήν ἐπισκοπική περιφέρεια τῆς Σταγών, ἀνατρέχουμε στήν
ἵδρυσή της ὅσον δυνατόν στίς πρῶτες μαρτυρίες.
Ἡ ἐπισκοπή Σταγών (=Καλαμπάκας) εἶναι μία ἀπό τίς παλαιότερες,
τήν πρώτη ἀσφαλή μνεία τήν ἀπαντοῦμε στή Διατύπωσιν21 μητροπόλεων
καί ἐπισκοπῶν (τῶν ἐτῶν 901/907) τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τοῦ Σοφοῦ καί τοῦ Πατριάρχη Νικολάου Α΄ Μυστικοῦ στή 10η θέση ὑπό τήν
Μητρόπολη Λαρίσσης. Στήν ἴδια θέση στά «Νέα Τακτικά» (930-940) καί
στό «Τακτικόν» μέ ἀριθμόν 3 τοῦ Parthey22. Στό σιγίλλιο τοῦ Βασιλείου
Β΄ ὑπέρ τῆς Αρχιεπισκοπῆς τῆς ᾿Αχρίδας (1020) βρίσκεται στή 2η θέση.
Μέ βάση τά παραπάνω φθάνουμε στό ἔτος 900, πού θά προϋποθέτει
καί κάποια χρόνια κτισμένο χωριό τό Μυρόφυλλο, στίς ἕως σήμερα γραπτές μαρτυρίες πού ἔχουμε ἐρευνήσει.
Μετά τό χρυσόβουλλο τοῦ ᾿Ανδρονίκου Γ΄ τοῦ 1336 ἔχουμε μία ἔμμεση
μαρτυρία στό σιγίλλιο τοῦ Οἰκουεμενικού Πατριάρχη ᾿Αντωνίου Δ΄ τοῦ
1393 πού ἐκδίδεται γιά τήν κατοχύρωση καί ἐπιβεβαίωση γιά ἀκόμη μία
φορά ὑπέρ τῶν περιουσιακῶν στοιχείων τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών.
Τό σιγίλλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ᾿Αντωνίου Δ΄ τοῦ 1393
ὑπάρχει στό πρωτότυπό του στήν Ἱ. Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων καί ἔχει
ἐκδοθεῖ τελευταία23. Τό παραθέτω ἀποσπασματικά, γιατί θά τό ἀναλύσουμε παρακάτω ὡς ἀναφορά τήν ἴἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ῾Αγίου Γεωργίου σήμερα, πού εἶναι ἔμμεση μαρτυρία γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Μυροφύλλου
τόσο ἐδῶ ὅσο καί στό χρυσόβουλλο τοῦ 1336 καί τῶν ὑπολοίπων πού
καταμαρτυροῦνται ἔμμεσα. Τό σιγίλλιο ἀπό τό πρωτότυπο κατά τόν βυζα ντινολόγο Δημήτριο Σοφιανό ἔχει ὡς ἑξῆς:
«† ᾿Αντώνιος ἐλέω Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας
Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης:
Ἐπειδή ὁ θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Σταγῶν ἐνεφάνισε τῇ ἡμῶν μετριότητι γράμματα τοῦ πανσεβάστου οἰκείου τῷ κραταιῷ καί ἁγίῳ
ἡμῶν αὐθέντῃ βασιλεῖ ἐπάρχου κῦρ Μιχαήλ τοῦ Μονομάχου τοῦ εἰς
κεφαλήν εὑρισκομένου τῆς χώρας Βλαχίας ὅς παρέδωσε μετά τῶν ἄλλων
καί πρός τό μέρος τῆς ἁγιωτάτη ἐπισκοπῆς Σταγῶν (…) καί τά περί τήν
ἐνορίαν αὐτῆς εὑρισκόμενα μονύδρια εἰς μετόχια τῆς αὐτῆς ἐπισκοπῆς τό
τε λεγόμενον Δουπίανην· καί τό Λυμπόχοβον καί ἕτερον εἰς ὄνομα τιμώμενον τοῦ ἐν ἁγίοις παμμάκαρος Νικολάου τό επικεκλημένον Κνῖνον· ἕτερον τό εἰς τό αὐτό ὄνομα τιμώμενον καί επικεκλημένον Πέτρα· ὁμοίως
ἀνέθηκε τῆ τοιαύτη ἁγιωτάτη ἐπισκοπῆ Σταγών καί τό τῆς Παναγίας μου
μονύδριον τό εὑρισκόμενον ἐν τῷ ᾿Ασπροποτάμῳ ἤγουν ἡ λεγομένη
Ασπρη Ἐκκλησία ἐζήτησε δέ ὁ τῆς τοιαύτης ἐκκλησίας θεοφιλέστατος
ἐπίσκοπος ἵνα γένηται αὐτῶ καί ἡμέτερον γράμμα συγγιλιῶδες πλείονος
ἕνεκεν ἀσφαλείας καί ἀνενοχλησίας· ἡ δέ ἐμή μετριότης (…) ἰδούσα καί
ὁρισμόν ἐπέχοντα τάξιν χρυσοβούλλου τοῦ πορφυρογεννήτου βασιλέως
κυρ Μανουήλ Κομνηνοῦ (…) διαλαμβάνοντα ἵνα κατέχη καί διέπη τήν
ἐνορίαν αὐτῆς ἅπασαν ἀνενοχλήτως καί ἀσκανδαλίστως καί τά ἑαυτῆς
μετόχια καθώς ἐδήλωσαν ἡμῖν τά βασιλικά προστάγματα καί χρυσόβουλλα καί τοῦτο ἡ ἐμή μετριότης ἐν τῶ παρόντι σιγγιλιώδει γράμματι, (…) τά
ὑποκείμενα ὅρια ταῦτα τῆ ἁγιωτάτη ἐπισκοπή Σταγών ἐκ χωρίου (…) καί
ἀναβαίνουσιν εἰς τήν Μηλαίαν καί τό βουνίον τό λεγόμενον Ζυγόν καί
καταβαίνουσιν εἰς χωρίον τό λεγόμενον Χαλίκι καί ἀναβαίνουσιν εἰς τήν
Μοτζάραν καί καταντῶνται εἰς τό Γρεβενοσέλ(λη)24 καί περῶσι τόν ᾿Ασπροπόταμον καί καταντῶσιν εἰς τήν χώραν τήν λεγομένην Μουσίντα καί
ἀνέρχεται ἕως τοῦ Κοθώνι καί ἕως τοῦ χωρίου τοῦ λεγομένου Βαρδάνι
(=Βαρδάρι σημερινό Παράμερο) καί ἀναβαίνουσι εἰς τά διάρραχα (…)
ὅσα ἠρρέθησαν ἄνωθεν κατά τήν παροῦσαν συγιλλιώδη παρακέλευσιν τῆς
ἡμῶν μετριότητος, ἀπολυθῆσαν αὐτοῖς εἰς μόνομον καί διηνεκῆ τήν ἀσφάλειαν κατά μῆνα μάρτιον τῆς πρώτης ἰνδικτιῶνος τοῦ ζοῦ ἐννακοσιοστοῦ
πρώτου ἔτους.
† ᾿Αντώνιος ἐλέω Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καί οἰκουμενικός Πατριάρχης»
Τό σιγίλλιο αὐτό ἐπαναπροσδιορίζει καί ἐπιβεβαιώνει τά δικαιώματα
τοῦ ἐπισκόπου Σταγών στήν περιφέρειά του, τήν ὁποία ἔχει ὑπό τήν δικαιοδοσίαν του ἐπί αἰῶνες. Στή συγκεκριμένη περίπτωση τῆς νοτιοδυτικῆς
πλευρᾶς τῶν συνόρων τῆς περιφέρειας τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών, ὅπου καί τό
χωριό Μυρόφυλλο (Μερόκοβο), γιά μεγαλύτερη καί λεπτομερέστερη ἀσφάλεια ἀναφέρονται τά ἐνδιάμεσα χωριά Κοθώνι καί Βαρδάρι (=Παράμερο) πού παραλείφθηκαν στό χρυσόβουλλο τοῦ ᾿Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου τοῦ 1336. Ἐδῶ στό σιγίλλιο ἀναφέρεται μόνο ἡ σημερινή Ἱερά μονή
Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου ὡς μοναστήρι τῆς Παναγίας στόν Ασπροπόταμο στό ὁποῖο ἀμέσως παρακάτω θά ἀναφερθοῦμε σε ξεχωριστό κεφάλαιο.
Αὐτή τή χρονιά τό 1393 ἡ Θεσσαλία κατακτεῖται ἀπό τούς Τούρκους,
τόν Βαγιαζίτ Α΄ τό σουλτάνο, τοῦ ὁποίου τά στρατεύματα τήν κυριεύουν.
Ἡ πλούσια πεδιάδα της πόλος ἕλξεως τραβᾶ τόν ἐποικισμό της μέ ἄποικους βαρβαρους τῆς ἀνατολῆς πού τούς μεταφέρει ὁ σουλτάνος. Ἔκτοτε ἡ
Θεσσαλία μένει κάτω ἀπό τόν Τουρκικό ζυγό, ἕως τήν ἀπελευθέρωσή της
τό 1881.
Ἡ ὀρεινή Θεσσαλία δέν ἔχει τήν ἴδια τύχη μέ τήν πεδινή λόγῳ τῆς
μορφολογίας τοῦ ἐδάφους της. Πτωχό, δύσβατο ὅπως εἶναι δέν προσελκύει τόν κατακτητή χωρίς ὅμως νά ξεφύγη τῆς φορολογίαςτοῦ σουλτάνου,
ὁ ὁποῖος μετά τήν κατάκτηση καί αὐτῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἔκανε
τήν περίφημη ἀπογραφή23 τοῦ 1454 ἕνα χρόνο μετά γιά νά ἀπομυζᾶ τούς
κατακτημένους.
Ἔρχεται λοιπόν ἡ τουρκική ἀπογραφή τοῦ 1454, ἡ ὁποία ἀπογράφει
συνοικισμούς σημερινούς τοῦ Μυροφύλλου ἤτοι τήν Γκαβαλλιώρα καί τό
Μυλογόζι. «Στό Ὀθωμανικό κατάστιχο τῶν τιμαρίων τῆς Θεσσαλίας τοῦ
1454 συναντᾶμε ὡς αὐτοτελή χωριά στήν περιοχή τοῦ ᾿Ασπροποτάμου τούς
σημερινούς συνοικισμούς τοῦ χωριοῦ Μυρόφυλλο, Γκαβαλλιώρα (Γλύστρα) καί Μυλογόζι (Μηλότοπο), ὅπως σημειώνεται στούς στρατιωτικούς
χάρτες δέν ἀπογράφηκε ξανά ὡς αὐτοτελής οἰκισμός πρίν τό 1940 ἐνῶ ὁ
δεύτερος, λόγῳ τοῦ μικροῦ του μεγέθους, δέν συμπεριλήφθηκε ποτέ στίς
σύγχρονες ἀπογραφές»2
Τό Μυρόφυλλο (Μερόκοβο) τό 1454 ὑπάγεται σύμφωνα μέ τό Τουρκικό ἀπογραφικό κατάστιχο τῆς Θεσσαλίας τοῦ 1454 στό χάσι τοῦ σαντζάκ(=διοίκηση) Μπέη Τρικάλων.

Μετά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως διαλύεται ἡ βυζαντινή
αὐτοκρατορία στήν οὐσία ἐκτός ἀπό διάφορα «θέματα» πού ἐπιζοῦν ἀρκετά χρόνια ἕως τήν τελική ὑποταγή. Διάφορες περιοχές ἐπαναστατοῦν, μερικές πέφτουν στά χέρια τῶν Βενετῶν καί διαμορφώνουν ποικιλομορφία
διοικήσεων.
Στήν Πίνδο, ὅπου καί τό Μυρόφυλλο, διαμορφώνονται προνομιακές
κοινότητες. Αξίζει να δοῦμε αὐτές τίς μεταβολές γιά νά ἔχουμε ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τοῦ χώρου μας.
Ποιές μεταβολές σημειώθηκαν κατά τήν προσαρμογή τῶν κοινοτήτων
πρός τό νέο πολιτικό καί κοινωνικό καθεστώς τῶν Τούρκων στήν Ἠπειρωτική Ἑλλάδα εἶναι θέμα δύσκολο πού ἀξίζει ὅμως νά μελετηθῆ. Φαίνεται
πάντως βέβαιο ὅτι ἐκτός ἀπό τίς ἀστικές κοινότητες λειτουργοῦσαν καί
ἀγροτικές καί καθαρά ὀρεινές γιά τίς ὁποῖες οἱ γνώσεις μας περιορίζονται
σέ ἐλάχιστες μαρτυρίες πού διέσωσε ἡ παράδοση. Ὁρισμένες ἀσφαλῶς
προέρχονταν, ὅπως καί ἐλάχιστες ἀστικές, ἀπό τή βυζαντινή περίοδο. Εἰδικός λόγος πρέπει νά γίνη γιά μερικές προνομιακές περιοχές τῆς Πίνδου
καί συγκεκριμένα τοῦ Ζαγορίου, Μαλακασίου καί ᾿Αγράφων27. Το Μυρόφυλλο εἶναι ἀνάμεσα τουλάχιστον στίς δύο τελευταίες περιοχές, γιατί οὔτε
κἄν μπορεῖ νά γίνη λόγος γιά τά ἀκριβῆ ὅρια τῆς κάθε περιοχῆς. Δέν
ξέρομε ποῦ ἀκριβῶς ὑπαγόταν τό Μυρόφυλλο. Ἡ τοποθεσία του ὅμως στό
κέντρο τῆς Πίνδου ἀνάμεσα στίς παραπάνω περιοχές δίνει ὅλο τό δικαίωμα νά πιστεύουμε ὅτι ἔχει τά ἴδια προνόμια μέ αὐτές. Οἱ εἰδήσεις μας γιά
τίς περιοχές αὐτές ἀναφέρονται σε διάφορα συμβάντα πού ἔγιναν αἰτία νά
δοθοῦν ἤ νά ἀρθοῦν τά προνόμια τῶν παραπάνω περιοχῶν.
Ἡ παροχή τῶν προνομίων ἑρμηνεύεται ἱκανοποιητική, ἄν ἀναχθεῖ στίς
πρῶτες ἀρχές τῆς ὑποταγῆς τῆς ὀροσειρᾶς τῆς Πίνδου.
Οἱ βλαχόφωνοι κάτοικοι στά ὀρεινά ὑποτάχθηκαν ὁριστικά στό Μουράτ Β΄ κατά τά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνος ἀφοῦ προηγουμένως ἐξασφάλισαν
διάφορα προνόμια, κυρίως διοικητικά. Τά προνόμια αὐτά, ὅπως ἄλλωστε
συνέβαινε συχνά στά διάφορα μέρη τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, φρόντιζαν οἱ κάτοικοι κατά καιρούς νά τά ἀνανεώνουν. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή
ἐνδιαφέρον εἶναι τό κείμενον τῆς λεγομένης «συνθήκης τοῦ Ταμασίου»
(ἀπό τό χωριό Ταμάσι, ὅπου ὑπογράφηκε στίς 19 Μαΐου τοῦ 1525), τό
παλαιότερο σχετικά κείμενο πού ἔχει σωθεῖ ὡς σήμερα.

Μέ τήν συνθήκη αὐτή:
1) ᾿Αναγνωρίζεται ἡ αὐτονομία τῶν χωριῶν τῶν ᾿Αγράφων.
2) ᾿Απαγορεύεται νά κατοικοῦν Τοῦρκοι σ’ αὐτά ἐκτός ἀπό τό Φανάρι,
πού εἶναι στά ριζά στό Θεσσαλικό κάμπο.
3) Ἐπιτρέπεται ἡ ἐπικοινωνία πεδινῶν καί ὀρεινῶν τόπων πού εἶναι
ἀπαραίτητη γιά τούς ὀρεινούς γενικά πληθυσμούς καί εἰδικά γιά τούς
νομάδες τῆς Πίνδου.
4) Κάθε κοινότητα ὑποχρεώνεται νά πληρώνη στήν Πύλη 50.000 γρόσια τόν χρόνο, πού θά στέλνωνται σ’ αὐτήν ἀπό τό συμβούλιο μέ ἔμπιστο
πρόσωπο. Ἡ λακωνική αὐτή συνθήκη ὑπογράφηκε κατά τήν παράδοση.
ἀπό τόν τότε μπεηλέρμπεη τῆς Ρούμελης, ἀφοῦ ἐκστρατεύοντας ἀπό τήν
Λάρισα ἀπέτυχε νά ὑποτάξη τούς κατοίκους τῆς Πίνδου.
«Ὑπάρχει ἄραγε κάποιος ἱστορικός πυρήνας στήν παράδοση αὐτή; Τό
πρόβλημα μένει. Πάντως ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά θεωρηθεῖ βέβαιο
εἶναι ὅτι οἱ ᾿Αγραφιῶτες δέν ἀπέκτησαν τότε γιά πρώτη φορά αὐτά τά
προνόμια ἀλλά ἁπλῶς κατόρθωσαν νά τά ἀνανεώσουν ὕστερα ἀπό ἀνεπιτυχῆ ἀπόπειρα τῶν Τούρκων νά τά περιορίσουν ἤ νά τά ἄρουν»28.
Προνόμια εἶχαν τά βλαχοχώρια τῆς περιοχῆς Μαλακασίου δηλαδή ἡ
βορεινή πλευρά ᾿Ασπροποτάμου (περιοχῆς) πού ὑποτάχθηκαν μετά τό
1478 καί ἦταν αὐτόνομα, αὐτοδιοίκητα, ὑπαγόμενα στή Βαλιδέ σουλτάνα
(=βασιλομήτορα) καί οἱ κάτοικοί της πλήρωναν τρεῖς μόνον φόρους, τόν
προσωπικό, τόν προβατονόμιο καί τό χαράτσι. Ἐπίσης προνόμια εἶχε καί
τό Μέτσοβο, τά στενά γενικῶς τοῦ Μετσόβου, τά ὁποῖα μάλιστα αὐξήθηκαν ἀργότερα τό 1659.
Τά εὐλογημένα δύσβατα βουνά μας, ὅταν τά περπάτησε ἀπό κοντά καί
περιέγραψε τό Μυρόφυλλο ὁ Ν. Κασομούλης στά 1820 τόν ἔκανε θαυμάζοντας νά ὁμολογήσει «ὅτι ἡ Ἐλευθερία ἀληθῶς ἐνυπάρχει ἀφ’ ἑαυτοῦ της
εἰς ἐκεῖνα τά μέρη»29. Οἱ Ὀθωμανοί σουλτάνοι ἀντιμετώπισαν τίς κοινότητες σάν ἔνα θαυμάσιο ὄργανο γιά τήν εἴσπραξη τῶν φόρων καί ἀκόμη
γιά τήν ἀπερίσπαστη καί ἀκοπώτερη διοίκηση τῶν ἑκατομμυρίων ραγιάδων τῆς αὐτοκρατορίας τους. Γιά αὐτό καί τίς ἀνέχθηκαν παντοῦ σέ ὅλες
τίς Βαλκανικές χῶρες.
«Χωρίς ἀμφιβολία κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας ἐμπρός στίς
κοινότητες παρουσιάστηκε μιά νέα κατάσταση μέ πρόσφορο ἔδαφος γιά
νέες ζυμώσεις καί νέους προσανατολισμούς, πού ἔμελλαν νά διαγράψουν τήν πορεία καί τήν τύχη τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ. Πραγματικά καθώς ἡ κοινότητα ἀπέμεινε ὁ μόνος πολιτικός ὀργανισμός τῶν Ἑλλήνων, ἀπέκτησε
μεγαλύτερη ἑλκτική δύναμη καί συνεκτικότητα ἐφ’ ὅσον μάλιστα οἱ κάτοικοι ἀπομακρύνονταν γενικά ἀπό τά πεδινά μέρη καί ἀπομονώνονταν ἑκούσια στά ὀρεινά»30.
Κοντά στίς ἀετοφωλιές, τά χωριά τῆς Πίνδου, παρηγοριά τῶν χριστιανῶν, ἔρχονται τά μοναστήρια πού ἔσωσαν τόν Ἑλληνισμό ἀπό τήν λαίλαπα
τοῦ Μωαμεθανισμοῦ πού σάρωσε τήν Βαλκανική. Στήν περιοχή τῶν Μετεώρων τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών, στήν ὁποία ὑπαγόταν καί τό Μυρόφυλλο,
εἶχε ἀναπτυχθεῖ τό δεύτερο μοναστικό κέντρο μετά τό ῞Αγιον Ὄρος. Στήν
περιοχή τῶν ᾿Αγράφων λειτουργοῦσαν ὡς τά χρόνια τῆς Ἐπαναστάσεως
πάνω ἀπό εἴκοσι μοναστήρια μέ πρῶτο τῆς ῾Αγίας Παρασκευῆς Βραγγιανῶν ὅπου καί ἡ Σχολή τῶν ᾿Αγράφων μέ τούς περίφημους διδασκάλους
τοῦ Γένους Εὐγένιο Γιαννούλη τόν Αἰτωλό καί τοῦ ᾿Αναστασίου Γορδίου
ὅπου φοίτησαν λόγιοι Μεροκοβίτες πού θά ἀναφέρουμε παρακάτω στό
σχετικό κεφάλαιο.
Γεγονότα πού νά καταμαρτυροῦν τό Μυρόφυλλο μετά τήν ἀπογραφή
τοῦ 1454 δέν ἔχουμε. Μόνο ὅτι ὑπάρχει καί χτυπάει ἡ καρδιά του, πού
εἶναι ἡ Ἱερά μονή Αγίου Γεωργίου σήμερα, ἔχουμε πρώτη τήν ἐνθύμηση
τοῦ 1541 καταγραμμένη31 στό λειτουργικό βιβλίο, μηνιαῖο, τοῦ μοναστηριοῦ ῾Αγίου Γεωργίου. Ὅτι ὑπάρχει ἡ Ἱερά Μονή ἀπό τήν ὁποία ξεφυτρώνουν λόγιοι, κωδικογράφοι εἶναι ἀξιόπιστο, ὅπως θά ἀναλύσουμε στό
κεφάλαιο λογίων Μεροκοβιτῶν. ᾿Ανθεῖ στό Μυρόφυλλο ὁ Ἑλληνισμός μέ
ἀφετηρία τήν Ἱερά Μονή Ὑπεραγίας Θεοτόκου τότε, μετόχι τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών καί ἴσως συνδέεται μέ τή σχολή Τρίκκης, τό Μοναστῆρι Δουσίκου καί τίς Μονές τῶν Μετεώρων.
Μία γραπτή μαρτυρία εἶναι στήν Πρόθεση 39 τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ῾Αγίου
Βησσαρίωνος τοῦ Δουσίκου31α Τρικάλων. Ἡ πρόθεση 39 τῆς Ἱερᾶς Μονῆς εἶναι τοῦ 1500-1600 μέ μεταγενέστερες προσθῆκες. Σ’ αὐτήν, ἀνάμεσα
στά 205 Θεσσαλικά χωριά, ἀναφέρεται καί τό «χωρίον Μυρόκωβον» στά
χωριά τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών (Καλαμπάκας) καί μάλιστα δύο φορές. Τήν
μία στό φύλλο 56α μέ 15 ἀφιερωτές καί τήν ἄλλη στο φύλλο 56β «χωρίον
πάλλιν τό αὐτό Μυρόκοβον» μέ 21 ἀφιερωτές. Καί οἱ δύο ἀναφορές εἶναι
τῆς ἀρχικῆς γραφῆς τῆς πρόθεσης τοῦ 1500-1600. Ἔχουν ὡς ἑξῆς στό
φύλλο 56α: «Εὐστάθιος, ᾿Αθανάσιος ἱερέας, Δημήτριος, Γεώργιος, Θεόδωρος,
Ἰωάννης, Γεώργιος, Ζηνοβία μοναχή, Χρῆστος, Παναγιώτης, Δημήτριος,
Ἰωάννης, ᾿Αγόρω, Δῆμος, Σοφία».
Στό ἑπόμενο φύλλο 56β ἔχουμε τά ὀνόματα:
«Πύργος, Παναγιώτης, Ἰωάννης, Γεώργιος, Αθανάσιος, Ἰωάννης, Χριστόφορος ἱερομόναχος, Κοθώνω πρεσβυτέρα, Χριστόδουλος, Χριστόφορος ἱερομόναχος, Χρηστίνα, Θεοδόσιος, Ἰωάννης, Εὐαγγελῆ, Ρίζος, ᾿Αγόρω, Ζωγράφω, Δαμασκηνός ἱερομόναχος, Στράτος, Αθανάσιος, ἸωάνΣτό περιθώριο τοῦ φύλλου 56β εἶναι γραμμένο μεταγενέστερα, τό ὄνομα, Χριστόδουλος ἱερομόναχος.
Τά ὀνόματα εἶναι συνηθισμένα στό ντόπιο λεξιλόγιο τοῦ Μεροκόβου
μέχρι σήμερα τά ἴδια. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ τό ὄνομα Κοθώνω πού δηλώνει
τήν καταγωγή τῆς πρεσβυτέρας ἀπό τό χωριό Κοθώνη (σημερινό Πολυνέρι) ὅμορο τοῦ Μεροκόβου. Συνηθιζόταν τότε νά μπαίνει τό τοπωνυμικό ὡς
βαπτιστικό ἤ ἐπίθετο ἀργότερα, ὅταν καθιερώθηκαν κατά τόν 18ο ἤ καί
τόν 19ο αἰώνα στό λαό.
Ἐπίσης τό ὄνομα Πύργος ἴσως δόθηκε σέ Μεροκοβίτη ἀπό τό συνοικισμό Πύργου πού ἔχουμε σήμερα ἤ καί τό ἀντίθετο ἄν καί τά προχριστιανικά ἐρείσματα ὅπως ἀνάφερα παραπάνω ἀποκλείουν κάτι τέτοιο.
Τά ὀνόματα Θεοδόσιος, Ἰωάννης, Χριστόδουλος ἱερομόναχος ἔχουν
σχέση, ἴσως μέ τά ὁμώνυμα τῶν λογίων Μεροκοβιτῶν πού συναντοῦμε τήν
ἴδια ἐποχή στό Μερόκοβο ὅπου ἀργότερα μερικοί λόγιοι μόνασαν στή
μονή Δουσίκου. Ἐπίσης τόν Δαμασκηνό ἱερομόναχο τόν συνναντοῦμε στό
Μερόκοβο στίς ἐνθυμήσεις τῶν λειτουργικῶν βιβλίων (βλ. ἐνθυμήσεις ἀπό
να΄-νη΄).
Στή συνέχεια ἀναφέρουμε γιά τήν ἱστορική συνοχή ἐπιλεγμένες χρονολογίες γιά νά παρακολουθοῦμε ὅτι τό χωριό ὑπάρχει, προκόβει μέσα
στή σκλαβιά, δίνει τό παρόν στήν ἱστορία τοῦ τόπου ἀλλά καί γενικώτερα
στόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία. Στή συνέχεια χρονολογημένη μαρτυρία γιά τό Μυρόφυλλο ἔχουμε τό ἔτος 1612 ὅπου ὁ λόγιος κωδικογράφος
Θεοδόσιος ἱερομόναχος Μεροκοβίτης ἀντέγραψε τόν 184 κώδικα τῆς Ἱ.
Μονῆς τοῦ Βαρλαάμ τῶν Μετεώρων. Τή μαρτυρία ὅτι ἦταν ἀντιγραφεύς
κωδίκων τήν ἀναφέρει ὁ Νικόλαος ἱερεύς στόν κώδικα ΙΙ 2406 τῶν Βρυξελλῶν. Ὁ Θεοδόσιος τό 1612 πού ἀντιγράφει τόν κώδικα πρέπει νά εἶναι κάποιας σεβαστῆς ἡλικίας ἔτσι πού μᾶς ἐπιτρέπει νά ὑποθέσουμε ὅτι γεννήθηκε τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 16ου αἰώνα. Μάλιστα ζεῖ στό Μυρόφυλλο, εἶναι κάτοχος τοῦ 222 κώδικα τοῦ Βαρλαάμ, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω σέ ἐπιστολή τοῦ 1639 στό κεφάλαιο γιά τούςλόγιους.
Στή συνέχεια τῶν χρονολογιῶν ἔχουμε τό πρῶτο κτίσμα τῆς Παναγίας
τό 1614, πού ὑπάρχει σήμερα ἐντός τῆς Ἱ. Μονῆς καί ἀποτελεῖ μέρος τοῦ
συγκροτήματος πρώτων κτισμάτων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μέ τή μικρή εἴσοδο
ἀριστερά τῆς κυρίας εἰσόδου, ὅπως εἶναι σήμερα34. Εἶναι τό πρῶτο σέ
ἀρχαιότητα κτίσμα τοῦ χωριοῦ.
Τό 1617 ἔχουμε ἐπιστολή τοῦλόγιου ᾿Αββακούμ ἀπό τό Τιργοβίστι τῆς
Ρουμανίας πρός τό Μάξιμο Πελοποννήσιο στό Μυρόκοβο, ὅπου διδάσκει
ἀνώτερες φιλοσοφικές ἐπιστῆμες. Εἶναι μιά ἔμμεση μαρτυρία τῆς ὕπαρξης
τῆς Ἱ. Μονῆς ὅπου ἐγκαταβιώνουν μοναχοί τουλάχιστον ἀρκετά χρόνια
ζωῆς ἀλλά ἀκόμη ἐνισχύουν καί τόν συλλογισμό μας, πού κάναμε παραπάνω γιά τό Θεοδόσιο ἱερομόναχο.
᾿Αλλως τε μικρή διαφορά ἐτῶν ἔχουμε καί ἀπό τήν καταστροφή33 τῆς
Ἱερᾶς Μονῆς ῾Αγίου Γεωργίου τό ἔτος 1611 μέ τήν Ἠπειροθεσσαλική
Ἐπανάσταση τοῦ Διονυσίου Φιλοσόφου ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης, πού ἑδρεύει τότε στά Τρίκαλα καί πού πάλι προϋποθέτει κάποια χρόνια λειτουργίας του, ἔτσι πού ἐρχόμαστε στίς παραπάνω ὑποθέσεις στό μισό τοῦ
16ου αἰῶνος (1550).
Ὁλόκληρος ὁ 17ος αἰώνας ἔχει πάρα πολλές μαρτυρίες ἀπό χρονολογημένες ἐπιστολές τῶν λογίων Μεροκοβιτῶν, τίς ὁποῖες θά διαβάσουμε
ἀναλυτικά στό ὁμώνυμο κεφάλαιο παρακάτω. Ἐδῶ ἁπλῶς γιά τήν συνοχή
τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς τοῦ χωριοῦ Μυροφύλλου θά σημειώσουμε μερικές
χρονολογίες.
Τό 1639 στό Μυρόφυλλο βρίσκεται ὁ λόγιος ἱερομόναχος Θεοδόσιος
Μεροκοβίτης καί τοῦ στέλνει γράμμα ἀπό τήν ῎Αρτα ὁ ἱερομόναχος καί
λόγιος Λεόντιος. Τό διέσωσε ὁ Νικόλαος Μεροκοβίτης ἱερεύς κωδικογράSod
Τό 1674 ὁ σχολάρχης τῆς σχολῆς ῎Αρτας Γρηγόριος Σκιαδόπουλος
γράφει γράμμα (1-2-1674) στό Νικόλαο Μεροκοβίτη, ὁ ὁποῖος μέχρι τό
1683 ἀνταλλάσσει ἐπιστολές μέ ἐπιφανεῖς λόγιους τῆς ἐποχῆς του ἀπό
ὁλόκληρα τά Βαλκάνια. Ἔτσι ἔχομε ἀλληλογραφία τοῦ Νικολάου Μεροκοβίτη μέ τό λόγιο ᾿Αθανάσιο Λιοντάρη ἀπό τήν Κων/λη, μέ τόν Εὐγένιο Γιαννούλη τό λόγιο τοῦ 17ου αἰῶνος ἀπό τά Βραγγιανά, τόν ἐπίσης λόγιο
᾿Αναστάσιο Γόρδιο τῆς σχολῆς Βραγγιανῶν. Στό Μερόκοβο εἶναι ὁ πνευματικός ἱερομόναχος Παΐσιος, δυνατή φυσιογνωμία πού δεσπόζει στήν
περιοχή, ἐγκαταβιώνει στό μοναστῆρι τοῦ χωριοῦ καί ἀλληλογραφεῖ μέ
πολλούς λόγιους τῆς ἐποχῆς του.
Ἔχουμε ἄλλες μαρτυρίες ἀπό τήν ἀλληλογραφία τῶν λογίων Μεροκοβιτῶν τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 17ου αἰῶνα ἕως τίς πρῶτες δεκαετίες
τοῦ 18ου αἰῶνα πού τίς βρίσκουμε παρακάτω στά γράμματά τους.
Ξεχωριστό γεγονός ἱστορικό γιά τό χωριό Μυρόφυλλο εἶναι ἡ μάχη 36
Μεροκόβου στά 1714 πού ἔδωσε ὁ ἁρματωλός τῶν ᾿Αγράφων Μεϊντάνης
τόν μῆνα Μάϊο κυνηγώντας τούς Τουρκαλβανούς ληστάς μέ ἀρχηγό τόν
Μετσοΐσου. Στή μάχη αὐτή σκοτώθηκε ὁ Μεϊντάνης καί τή διακυβέρνηση
τοῦ ἁρματωλικίου τῶν ᾿Αγράφων ἀναλαμβάνει ὁ Μπουκουβάλας ἀπό τήν
οἰκογένειά του ξεπηδᾶ ἡ μεγάλη οἰκογένεια τῶν ἁρματωλῶν Μπουκουβαλαίων πού κυβερνοῦν τήν περιοχή μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 19ου αιώνα.
Στόν κώδικα 8 τῆς μονῆς ῾Αγίου Στεφάνου Μετεώρων φύλλο 41 βρίσκουμε ἀπό τό χωριό «Μηρόκοβο» στή Λάρισα ἕνα ράφτη. Εἶναι μαζί μέ
ἄλλα ὀνόματα στή στήλη: «Τά ὀνόματα τῶν ψιλῶν ραυτάδων τῆς λάρρησας». Μερικά ὀνόματα φέρουν καί τήν καταγωγήν τῆς πατρίδας των, ὅπως
ἐδῶ, ὡς «Ἀποστόλης ἀπό Μηρόκοβον». Ἡ χρονολογία πού γράφτηκε τό
κατάστιχο36α τῶν μετεώρων στόν κώδικα εἶναι στην περίοδο τῶν ἐτῶν
(1716-1732).
Επόμενη μαρτυρία ἡ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἔτους (ΑΨΙΘ΄=1719) στό τέμπλο τοῦ ναοῦ ῾Αγίου Νικολάου πολιούχου τοῦ χωριοῦ. ᾿Αμέσως ἑπόμενη μαρτυρία ἡ χρονολογία (ΑΨΛΗ=1738) τῆς κτητορικῆς ἐπιγραφῆς τοῦ ναοῦ τῶν Ταξιαρχῶν συζευγμένον μέ τόν ναόν τῆς
Παναγίας στό συγκρότημα τῆς Μονῆς ῾Αγίου Γεωργίου. Ἡ σύζευξη τῶν
δύο ναῶν εἶναι συνέχεια καί ὑπολοίπων κτιρίων τῆς Μονῆς, ἔτσι ἐπιβεβαιώνεται ὄχι ἡ παρουσία τῆς Μονῆς ἀλλά καί ἡ οἰκονομική της εὐρωστία.
Ὁρόσημο ἐπιβεβαίωσης τῆς οἰκονομίας εἶναι στή συνέχεια ἔγγραφα
τῆς μονῆς πού δείχνουν τό σφρῖγος τῆς ζωῆς στό Μυρόφυλλο μέ ἐπίκεντρο
τό μοναστῆρι του. Εἶναι ἕνα πωλητήριο συμβόλαιο τοῦ 1755 τοῦ δάσους
τῆς Μεσούντας πρός τό μοναστήρι ἀντί 4.000 γροσίων, ἕνα σημαντικώτατο
ποσό χρημάτων γιά ἐκείνη τήν ἐποχή.
᾿Αμέσως ἑπόμενη μαρτυρία γιά τό χωριό ἔρχεται ἡ χαραγμένη ἐνθύμη ση στό σουβᾶ πάνω ἀπό τό πρῶτο στασίδι τοῦ δεξιοῦ ἀναλογίου, ἰδιόγραφη ἐνθύμηση τοῦ παπα-Κοσμᾶ8 πού ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Εἰς (τ)ους 1783
π(α)πα Κοσμᾶς
ἐ(κα)ρη κ(αι) ἔγινε
(κα)λόγιρο
1773
17 »
8
Ἡ ἡμερομηνία 17 Αὐγούστου 1773 ἡμέρα κουρᾶς τοῦ Παπακοσμᾶ,
πού σημειώνει τό 1773, προϋποθέτει κάποια ἡλικία τουλάχιστον ἕνα ἐλάχιστο ὅριο εἴκοσι ἐτῶν. Δηλαδή γεννήθηκε μέ αὐτά τά δεδομένα γύρω στά
1750. Ἐπίσης ἡ ἐνθύμηση συζευγνύει τήν ὕπαρξη τῆς Ἱ. Μονῆς ῾Αγίου
Γεωργίου τουτέστιν καί τοῦ χωριοῦ Μυροφύλλου. Στή συνέχεια ἔχουμε
πολλές ἐνθυμήσεις, ἱστορικά γεγονότα τῆς προσωπικότητας τοῦ Παπα-Κοσμᾶ ὡς τά 1840, πού φανερώνουν μέ τίς δραστηριότητές του τή ζωή στό
Μυρόφυλλο. Πλησιάζοντας τόν 19ο αιώνα (1800), γιά νά προσθέσω ἕνα
μικρό κρίκο, ἀναφέρω τόν κώδικα 104 τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Αγίου Στεφάνου
τῶν Μετεώρων τοῦ ἔτους 1798, κατάστιχο μέ τά ὀνόματα τῶν ἀφιερωτῶν
πολλῶν χωριῶν39. Κατά τήν ἐκεῖ ἔρευνά μας ἐντοπίσαμε ὅτι ἀνάμεσα στά
ἄλλα χωριά συμπεριλαμβάνονται καί τό «χωρίον μυρόκοβον» στό φύλλο
54α καί τό «μοναστήριον μυρό/κοβον» στό φύλλο 55α.
Γιά ἄλλη μιά φορά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἐξάρτηση τοῦ χωριοῦ ἤ καλύτερα
ἡ ἁρμονική συμβίωση μέ τό μοναστῆρι τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου ἀλλά καί τῶν
Μετεώρων μέ τήν ἐπισκοπή Σταγών καί οἱ παραπέρα οἰκονομικές ὅσο καί
πνευματικές σχέσεις τους.
3. Ἵδρυση τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μυροφύλλου40
᾿Αρχεῖο τῆς Ἱ. Μονῆς Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου (Μεροκόβου) δέν
ὑπαρχει. Μετά τήν κατάργηση τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών τό 1899, ἡ ἐπισκοπή
συγχωνεύθηκε στή μητρόπολη Τρίκκης καί Σταγών. Σέ ἔρευνά μας στή
Μητρόπολη Τρίκκης ὁ σεβασμιώτατος μᾶς ἀνέφερε ὅτι εἶναι ἀτακτοποίητο τό ἀρχεῖο καί ὅτι ἰδιαίτερο ἀρχεῖο τῆς Ἱ. Μονῆς δέν ὑπάρχει. Μετά τή
διάλυση τῆς Ἱ. Μονῆς τό 1936 τό ἀρχεῖο παραδόθηκε4 τό ἔτος 1940 στόν
ἡγούμενο Θεοφάνη ᾿Αμβράζη τῆς Ἱ. Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Γκούρας ἐνώπιον τοῦ ἀστυνόμου Θωμᾶ Τίγκα καί τοῦ Μυροφυλλίτη ἰατροῦ
᾿Αθανασίου Παπαγεωργίου στόν ᾿Αστυνομικό Σταθμό Μυροφύλλου μετά ἀπό διαταγή τῆς Μητροπόλεως Τρίκκης καί Σταγών. Ἡ Ἱ. Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Γκούρας πυρπολήθηκε ἀπό τούς Ἰταλούς τό 1941 ὁλοσχερῶς3. ᾿Από τότε χάθηκε τό ἀρχεῖο τῆς Ἱ. Μονῆς ῾Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου ἤ βρίσκεται κάπου ἀλλοῦ; Εἶναι ἐρώτημα πού ὑπάρχει. Ἐρευνήσαμε ὅλους τούς πιθανούς χώρους χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα γιά τό ἀρχεῖο.
Ἔτσι συνθέσαμε τήν ἱστορία τῆς Ἱ. Μονῆς μέ ὅλα τά ὑπόλοιπα στοιχεῖα πού εὑρήκαμε πλήν τοῦ ἀρχείου πού θά διεφώτιζε πλήρως τήν ἱστορία τῆς ἔνδοξης Ἱ. Μονῆς Αγίου Γεωργίου. Τά στοιχεῖα πού ἔχουμε καί ἡ
παράδοση δέν εἶναι βέβαια ἱκανά νά διαφωτίσουν τήν αἴγλη αὐτῆς τῆς Ἱ.
Μονῆς. Φρονοῦμε ὅτι ὁ χρόνος θά δώσει καινούργια στοιχεία. ῎Ασχετα
ὅμως μέ τίς παραπάνω ἐπιφυλάξεις ἐμεῖς θά παραδώσουμε στό κοινό
αὐτά τά στοιχεῖα πού διαθέτουμε, ὅπως τά συλλέξαμε ἀπό τήν ἔρευνά μας.
Ἡ ἔρευνα μᾶς ὁδήγησε στά παρακάτω στοιχεῖα γιά τήν ἵδρυση τῆς Ἱ.
Μονῆς: Ὑπάρχουν τά τρία ἔγγραφα: τό πρακτικό τοῦ 1163, τό χρυσόβουλλο τοῦ ᾿Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου τοῦ 1336 καί τό σιγίλλιον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ᾿Αντωνίου Δ΄ τοῦ 1393, πού κατοχυρώνουν τά δικαιώματα τοῦ ἐπισκόπου Σταγών (Καλαμπάκας) στήν περιφέρειά του. Στό κείμενο αὐτῶν, ὅπως παραπάνω ἀνέφερα, περισσότερο μᾶς ἐνδιαφέρουν τά
δύο τελευταῖα, ὅπου ρητά ἀναφέρεται τό μοναστῆρι τοῦ χωριοῦ. Μάλιστα
τό χρυσόβουλλο ἀριθμεῖ μέχρι σήμερα ὀκτώ ἐκδόσεις πού ἔγιναν μεταξύ
τῶν ἐτῶν 1867 καί 1993. Ἡ τελευταία ἔκδοση τοῦ 1993 ἀπό τόν βυζαντινολόγο Δημήτριο Ζ. Σοφιανό ἀποφεύγει τίς ἀτέλειες τῶν ἄλλων καί φέρνει
πολλά στοιχεῖα νέα γιά τό Μυρόφυλλο καί τό μοναστῆρι του, τά ὁποῖα θά
ἐπισημάνουμε στή συνέχεια.
Στό χρυσόβουλλο τοῦ ᾿Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου τοῦ 1336 ὁ Ἐπίσκοπος Καλαμπάκας παρουσίασε στόν αὐτοκράτορα ὅτι κατεῖχε προηγούμενα χρυσόβουλλα «προσταγματικόν βασιλικόν καί αὐθεντικόν ἡμῶν διάφορον (στ 4-5)» ἐπικυρωτικό τῶν προγενεστέρων ἐγγάφων «οὐκ ὀλίγα»
σιγίλλια καί πρακτικά ἄλλων ἀναγραφέων, πού ἀπάλλασσαν ἀπό κάθε
φορολογική καί οἰκονομική ὑποχρέωση πρός τό δημόσιο κάθε τι ποσό
ἀνήκει στήν ἐπισκοπή, κτήματα, ἐκκλησίες, μοναστήρια.
Ἐπισημαίνονται ὅμως περισσότερο στά ἔγγραφα: «Καί τά ἐν τῆ ἐπαρχία αὐτοῦ μονύδρια οις μετόχια ὄντα τῆς αὐτῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς».

Δηλαδή μνημονεύονται ὀνομαστικά τά μονύδρια τουτέστιν τά μοναστήρια34, τά ὁποῖα ἦταν «μετόχια» δηλαδή πόροι ἐσόδων γιά νά ἐπιβιώση
ἡ ἐπισκοπή. ᾿Αναφέρονται τρία μοναστήρια καί μεταξύ αὐτῶν ὡς πρώτη
μαρτυρία:
«Καί ἡ μονή τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου οις το ᾿Ασπροπόταμον ἦσαν
οὕτως οις μετόχια ταύτης».
Συνεχίζοντας ὁ ἀντιγραφέας στό χρυσόβουλλο περιγράφοντας τά σύνορα τῆς ἐπισκοπῆς κατεβαίνει τήν ραχοκοκκαλιά τῆς Πίνδου ὅπως γέρνουν τά νερά πρός τήν Θεσσαλία καί Ἤπειρο ἀπό τήν Κατάρα (Ζυγό)
μέχρι τό Γρεβενό ἤ Γρεβενοσέλλη ἀλλιῶς:
«καί καταντᾶ εἰς τό Γρεβενοσέλ(λη) περᾶ τόν ᾿Ἀχιλῶον ποταμόν· καί
καταντᾶ εἰς τό χωρίον τό λεγόμενον Μοσίντα καί ἀνέρχεται εἰς τό Μυρόκοβο καί εἰς τά Κορνίσια (σημερινό Κορνέσι -Μοσχόφυτο)».
Αὐτή ἡ δεύτερη μαρτυρία τοῦ χρυσόβουλλου γιά τό χωριό μας Μυρόφυλλο τότε μέ τήν παλιά του ὀνομασία.
Αὐτές τίς δύο μαρτυρίες τίς ξαναβρίσκουμε μετά ἀπό (57) χρόνια στό
1393 στό σιγίλλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ᾿Αντωνίου Δ΄ πού χορήγησε στόν ἐπίσκοπο Καλαμπάκας ὡς ἕνα ἀκόμη ἐπικυρωτικό ἔγγραφο τῶν
προηγουμένων γιά τόν ἴδιο λόγο πού χορηγήθηκαν καί τά ἄλλα δηλαδή
τῆς προστασίας τῶν δικαιωμάτων του ὑπέρ τῶν περιουσιακῶν στοιχείων
τῆς ἐπισκοπῆς. Ἡ πρώτη πάλι μαρτυρία μέ διαφορετικά λόγια ἔχει ὡς
ἑξῆς στό σιγίλλιο:
«…. καί τά περί τήν ἐνορίαν αὐτῆς εὑρισκόμενα μονύδρια εἰς μετόχια
τῆς αὐτῆς ἐπισκοπῆς (…) καί τό τῆς Παναγίας μου μονύδριον τό εὑρισκόμενον ἐν τῷ ᾿Ασπροποτάμῳ ἤγουν ἡ λεγομένη ῎Ασπρη Ἐκκλησία (….)
Στό ἴδιο κείμενο παρακάτω συνεχίζεται ἡ περιγραφή τῶν ὁρίων τῆς
ἐπισκοπῆς ὅπως καί στά προηγούμενα ἔγγραφα, βρίσκουμε τήν δεύτερη
μαρτυρία γιά τό Μυρόφυλλο (Μερόκοβο) ἔμμεσα πιά μνημονεύοντας τά
ὅμορα χωριά.
«καί καταντῶσι εἰς τό Γρεβενοσέλ(λη) καί περῶσι τόν ᾿Ασπροπόταμον
καί καταντῶσιν εἰς τήν χώραν τήν λεγομένην Μουσίντα καί ἀνέρχεται ἕως
τοῦ Κοθώνι (…)»
Ποιά εἶναι ἡ Ἱερά Μονή ὑπεραγίας Θεοτόκου ᾿Ασπροποτάμου πού
ἀναφέρεται στίς δύο αὐτές πηγές; πρῶτα πρέπει νά διευκρινήσουμε, ὅταν
λέμε ᾿Ασπροπόταμον τί ὀνομαζόταν τότε καί τί σήμερα στή γλώσσα τῶν ντόπιων καί τῆς περιοχῆς.
᾿Απροπόταμο4 ὀνομάζονταν ὁ ᾿Αχελῶος ποταμός στή βυζαντινή ἐποχή
ἀπό τίς ἄσπρες πέτρες τῆς κοίτης του, ἀπό τή γέφυρα τοῦ Κοράκου καί
ἐπάνω ὁ ᾿Ανω ᾿Αχελῶος, ὅπως τόν ὀνομάζει ὁ ἀρχαιολόγος Hammond
Nikolas στίς πολύχρονες ἐπιτόπιες ἔρευνές του στό βιβλίο του «Ἤπειρος».
Πολύ ἀργότερα στό 18ο ἀιῶνα τουλάχιστον ἔλαβε τό ὄνομα ᾿Ασπροπόταμο ἡ περιοχή ὡς ὁμώνυμο ἁρματολίκι μέ πρώτους ἁρματωλούς Δημάκη,
Λάππα, Στρογγύλη πού πῆρε καί τό ὄνομα Στουρνάρης ἀπό τή σύναξη πού
ἔγινε στό βουνό Στουρνάρι Μεσοχώρας, γιατί τότε δέν εἶχαν ἐπίθετα καί
ὅλη ἡ σύναξη τόν ἔβγαλε στό ὄνομα αὐτό ὅπου τό δόξασαν ὅλες οἱ γενεές
μετέπειτα μέ κορυφαῖο τόν Νικολό Στουρνάρη, στρατηγό στήν ἔξοδο τοῦ
Μεσολογγίου, ὅπου καί φονεύθηκε.
Ἐδῶ στό σιγίλλιο διευκρινίζεται «ἤγουν ἡ λεγομένη ῎Ασπρη Ἐκκλησία». Πιστεύω ὅτι εἶναι σέ ἀντίθεση τῆς «Κόκκινης Ἐκκλησιας»40 στήν
ἀπέναντι περιοχή τῶν Τζουμέρκων, στό Βουργαρέλι, πού κτίστηκε ἀπό
τόν κτίτορα Τσιμισκῆ Ἰωάννη καί τῆς συζύγου του ῎Αννας μπροστά ἀπό τό
ἔτος 1281.
Εἶναι κοντά δύο μοναστήρια, ἄν πάρουμε τήν ἀπόσταση ἀπό τό Βουργαρέλι στό Μερόκοβο διά μέσου Γκουρφαριοῦ εἶναι περίπου δέκα χιλιόμετρα καί μάλιστα οἱ ἀποστάσεις στά ὀρεινά, ἐπειδή βαδίζονται μέ τά
πόδια εἶναι πολύ γνωστές στήν ντόπια μας γλώσσα. ῎Αρα καλῶς διευκρινίζει τό σιγίλλιο σέ ἀντίθεση «λοιπόν ἡ λεγομένη ῎Ασπρη Ἐκκλησία», γιατί
βρίσκεται δίπλα στόν ᾿Ασπροπόταμο (᾿Αχελῶο), ὅπως ὀνομάζεται ὁ ποταμός στή βυζαντινή ἐποχή.
Κάτι ἀνάλογο γιά αὐτή τήν ἐποχή ἀναφέρεται στήν πρόθεση τῆς Μονῆς ῾Αγίου Βησσαρίωνος στό Δούσικον, ὁ ποταμός Πορταϊκός ὀνομάζεται
«Μαυροποταμιά ὡς ἀντίποδας ἀσφαλῶς τοῦ ᾿Ασπροποτάμου». Οἱ χρο- 48 νολογίες ἱδρύσεώς των45 σχεδόν συμπίπτουν, γιατί τόν 13ο αἰῶνα ἡ ἔνδοξη δυναστεία τῶν Κομνηνοδουκάδων κατέσπειρε πολυάριθμα μνημεῖα ἐλαυνομένη ἀπό ἀκράτητο οἰκοδομικό καί καλλιτεχνικό ζῆλο στήν Ἤπειρο, Θεσσαλία καί ᾿Ακαρνανία. Ἴσως καί νά προηγεῖται ἀπό τό μονοαστήρι τοῦ Μεροκόβου ἡ «Κόκκινη Ἐκκλησιά» πού ἀλλιῶς λέγεται στή ντόπια
γλῶσσα μέχρι σήμερα καί «Βασιλομανάστηρο» ἀπό τούς κτίτορές του.
Ὁ ᾿Ασπροπόταμος περικλείεται μέσα στήν περιοχή ὁρίων τῆς ἐπισκοπῆς Σταγών. Τέμνεται ὅμως ἀπό τήν ὁριοθετική γραμμή στό Μυρόφυλλο κατεβαίνει στή Μεσούντα Αρτας πού τήν περιλαμβάνει στήν ἐπισκοπή
Καλαμπάκας (αὐτό θά τό βροῦμε ἀργότερα στίς ἐνθυμήσεις στά 1814,
βλέπε ἐνθύμηση λθ΄). Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού καί στίς δύο μαρτυρίες πού ἀναφέραμε λέει «περά τόν ᾿Αχιλῶον», περνάει ἤ περάει, ὅπως τό λέμε στή
ντόπια μας γλῶσσα, τό ποτάμι καί ἡ ὁριοθετική γραμμή ξαναεπιστρέφει
στό νομό Τρικάλων γιά νά συνεχίσει τόν κύκλο ὡς τήν ἀφετηρία πού
περικλείει τήν ἐπισκοπή Σταγών. Τό σιγίλλιο ἀναφέρει στήν ὁριοθέτηση
τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν τά ἐνδιάμεσα χωριά πού παραλείφθηκαν στό χρυσόβουλλο τοῦ 1336 γιά περισσότερη κατοχύρωση τοῦ ἐπισκόπου.
᾿Από τήν ἔρευνά μας δέ βρήκαμε μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου δίπλα στόν ᾿Ασπροπόταμο (Αχελῶο) ποταμό καί συγκεκριμένα ὅπου τοποθετεῖται στά δύο αὐτά ἔγγραφα, ἄλλως τε τήν περιοχή τή διατρέξαμε πεζή
πολλές φορές στή δεκαετία τοῦ ’60. Ὑπάρχει στήνπεριοχή, στά βορεινά, ή
Μονή τῆς Παναγίας στό χωριό Γαρδίκι, πολύ μεταγενέστερη*, ἀρκετά
μακριά περίπου 10 ὧρες δρόμο μέ τά πόδια ἀπό τήν ὑποδεικνυόμενη θέση
στό χρυσόβουλλο καί τό σιγίλλιο.
Πολλές ἐνθυμήσεις στά σωζόμενα ἔντυπα τῆς Ἱ. Μονῆς (βλ. κεφ. Θ, παράγραφο 8) ἀπό τόν 16ο ἀιῶνα σημειώνουν τήν Ἱερά Μονή «πλησίον
τοῦ ἀχηλώου» καί ἡ ἀχρονολόγητη σφραγῖδα τῆς Μονῆς ῾Αγίου Γεωργίου
«…ΜΙΡΟΚΟΒΟΥ ΑΧΙΛΟΟΥ» ἐπιβεβαιώνει, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω,
τό ἴδιο. Ἐπίσης τόσο στό χρυσόβουλλο ὅσο καί στό σιγίλλιο ἀναφέρουν
ὅτι:
«… τά ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ αὐτοῦ μονύδρια … καί ἡ μονή ὑπεραγίας Θεοτόκου οις τό ᾿Ασπροπόταμον ἦσαν οὔτως οις μετόχια ταύτης» δηλαδή τῆς
ἐπισκοπῆς Σταγῶν, ὅπως τονίζεται. Συνηγορεῖ πάλι ὁ ἀδιάψευστος μάρτυρας ἡ παράδοση ὅτι ἡ Ἱ. Μονή τοῦ Μυροφύλλου (Μεροκόβου) εἶναι μετόχι τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν μέ ἐνθύμηση τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς ἐπισκοπῆς
στά 1814 (βλ. κεφ. Θ, μηνιαῖον Αὐγούστου 1625). Μνημονεύεται ἀπό τήν
ἐπισκοπή Σταγῶν ὡς μετόχι ὅπως στό παρελθόν.
Στό διπλανό χωριό, Πολυνέρι (Κοθώνη), ὑπάρχει μικρή ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆροςο πού εἶναι παλαιό μετόχι τῆς Μονῆς ῾Α- γίου Γεωργίου Μυροφύλλου καί στή γλώσσα τήν ντόπια ἔχει τό τοπωνύμιο, στό μετόχι ἤ στήν Παναγία. Εἶναι ἄραγε μιά ἀκόμη συνηγορία ὡς
μετόχι τῆς μεγάλης Μονῆς ᾿Ασπροποτάμου Μεροκόβου; Μία ἀκόμη συνη- γορία εἶναι ὁ μικρός ναός πού ἀνακαινίστηκε τίς τελευταῖες δεκαετίες στό Μυρόφυλλο στό συνοικισμό Τσεκαλέϊκα ἀφιερωμένος στήν κοίμηση τῆς
Παναγίας σέ ἀνάμνηση τῆς καταστραφείσας Μονῆς τοῦ χωριοῦ;
Σημαντικώτατο ὅμως τεκμήριο στίς παραπάνω συνηγορίες γιά τή Μονή ὑπεραγίας Θεοτόκου ᾿Ασπροποτάμου ὅτι εἶναι ἡ σημερινή τοῦ ῾Αγίου
Γεωργίου Μυροφύλλου (Μεροκόβου) εἶναι ὁ ἐντός τοῦ συγκροτήματος
Ἱερός Ναός τῆς Παναγίας51 τοῦ ἔτους (ΖPΚΒ – 1614). Ὁ Ναός τῆς Παναγίας κτίστηκε ἀκριβῶς μετά τήν καταστροφή τῆς Ἱ. Μονῆς τό 1611 μέ
τήν Ἠπειροθεσσαλική ἐπανάσταση τοῦ Διονυσίου Φιλοσόφου ἐπισκόπου
Τρίκκης. ᾿Αργότερα τό 1738 (ΑΨΛΗ) συζευγνύεται μέ τό παρεκκλήσι τῶν
Ταξιαρχῶν ἐνσωματούμενο στό συγκρότημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μεταγενέστερο οἰκοδόμημα, λεπτομέρειες θά ἀναπτύξουμε παρακάτω σέ εἰδικό
κεφάλαιο.
᾿Αλλά παραμένει τό ἐρώτημα γιατί μετωνομάστηκε ἡ Ἱερά μονή τῆς
Θεοτόκου στή μνήμη τοῦ Αγίου Γεωργίου καί πότε;
Μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου καί τή σταδιακή κατάληψη τῶν περιοχῶν τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου ἰδιαίτερα τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τῆς Ἑλλάδος ἀπό τούς Τούρκους, «τά βουνά ἔσωσαν τόν Ἑλληνικό λαό ἀπό τήν
ἐξόντωση καί τόν ἐκφυλισμό, ἀπό ἐκεῖ πάνω ξεχύθηκε ἡ πνοή τῆς ἐλευθερίας»3, ὅπως ἀναφέρει ἐπί λέξει ὁ μεγάλος νεοέλληνας ἱστορικός ᾿Απ.
Βακαλόπουλος. Ὅλος ὁ ὀρεινός ὄγκος τῆς Πίνδου, τῶν ᾿Αγράφων, τῶν
Τζουμέρκων, γίνεται καταφύγιο τῶν κατατρεγμένων ἀλλά καί τοῦ Ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ γενικῶς, γιατί τά εὔφορα μέρη καταλαμβάνουν οἱ τιμαριοῦχοι «σπαχῆδες», Ὀθωμανοί συνήθως. Ἡ ὀροσειρά τῆς Πίνδου ἀπό τό
βόρειο καί νότιο μέρος αὐτῆς ἀποτελοῦσε χῶρο ἀναπτύξεως καί οἰκονομικῆς δράσης τῆς κτηνοτροφίας ἀπό τά πανάρχαια χρόνια. Ἡ παράδοση τῆς
κτηνοτροφίας συνεχίστηκε κατά τούς Ρωμαϊκούς χρόνους ὅπως καί στή
Βυζαντινή ἐποχή καί ἀποτελοῦσε κύρια βιοτική ἀπασχόληση τῶν κατοίκων. Κατά τό 1335 ὑπῆρχαν στό βορειότερο μέρος τῆς Πίνδου ἕνα ἑκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες γιδοπρόβατα καί τριακόσιες πενῆντα χιλιάδες 54 μεγάλα ζῶα4. Τά Τζουμέρκα ἤ «τό Τζουμέρνικον» κατά τούς βυζαντινούς
εἶναι μιά περιοχή ὀρεινή πού συγκροτεῖ ἕνα εὐρύτερο βιοτικό χῶρο πολλά
χωριά μέ φυσικά ὅρια. Πρός βορρᾶ τό ὄρος Περιστέρι, δυτικά ἔχει τόν
ροῦ τοῦ ᾿Αράχθου ποταμού, νότια τό βάλτο καί τά ῎Αγραφα καί ἀνατολικά
τό βουνό Κόζιακας, ὅριο μέ τη Θεσσαλική πεδιάδα. Βρίσκεται ἀνάμεσα
στή Θεσσαλία, Ἤπειρο, Μακεδονία καί Στερεά Ἑλλάδα. Εἶναι ἀκριβῶς ἡ περιοχή τῆς ἀρχαίας ᾿Αθαμανίας πού περιγράψαμε στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου
μας. ᾿Αργότερα στούς 18ο – 19ο αἰῶνα ἡ περιοχή αὐτή ἐλαττούμενη τῆς
περιοχῆς μεταξύ ᾿Αράχθου καί ᾿Αχελώου ἀποτελεῖ τό ἁρματολίκι τοῦ ᾿Ασπροποτάμου ἐπεκτεινόμενο πρός ἀνατολάς στίς ὑπώρειες τοῦ Κόζιακα
μέχρι τόν ροῦν τῆς Σαλαμβριᾶς (=Πηνειού) καί συμπεριελάμβανε ἕνα
μικρό κομμάτι τῆς πεδιάδας τῶν Τρικάλων, ὅπου εἶχε χωράφια ἡ ἁρματολική οἰκογένεια τῶν Στουρναραίων 55. Οἱ κάτοικοι τῶν Τζουμέρκων διακρίνονται «γιά τήν ἀνδρεία, φιλομουσία καί φιλοκαλία»56. ᾿Ακόμη καί ἡ
δημοτική μοῦσα ὕμνησε μέ στίχους τήν περιοχή αὐτή «… κι’ ἐσεῖς Τζουμέρκα κι ῎Αγραφα παλληκαριῶν λημέρια…».
Στή διόγκωση τοῦ μεταναστευτικοῦ ρεύματος πρός τίς ὀρεινές περιοχές δέν ὤθησαν μόνο οἱ κοινωνικές αἰτίες τοῦ συστήματος. Ἐπίδραση
ἄσκησαν καί διάφορα ἐξωπαραγωγικά γεγονότα, πού εἶχαν ὅμως ἄμεσες
συνέπειες γιά τήν παραγωγή: οἱ συνθῆκες πολιτικῆς, κοινωνικῆς ἀνασφάλειας στούς πεδινούς χώρους καί τά ἀστικά κέντρα, ἡ συνεχής παρουσία
τῶν σουλτανικῶν στρατευμάτων πού ἐπιβαρύνουν ποικιλοτρόπως τούς
πληθυσμούς, ἡ αὐθαίρετη φορολογία τῶν γεωργικῶν οἰκισμῶν, ἡ εὔκολη
στρατολογία τῶν παιδιῶν τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ γιά γενίτσαρους, οἱ
ἀναγκαστικές ἤ βίαιες περιπτώσεις ἐξισλαμίσεων καθώς καί «οἱ ἐποικισμοί Τούρκων» σέ βασικά γεωργοπαραγωγικά κέντρα τῆς χώρας. Πολυάριθμοι ἀγροτικοί πληθυσμοί ἀπό τή Μακεδονία, τήν Ἤπειρο καί τή
Θεσσαλία ἀκολούθησαν τό δρόμο πρός τίς ὀρεινές περιοχές ἐνῶ ἄλλοι
μετανάστευσαν πρός τίς ἐξωτερικές ἤ φραγκοκρατούμενες χῶρες, νησιά
Ἰονίου καί σέ αὐτή τήν ἴδια τήν Ἰταλία. Οἱ κάτοικοι τῶν ὀρέων τῆς Πίνδου
«εἶχαν αὐτονομίαν τινά ἀπό τό 1450-1650»58. ᾿Αναφέραμε τά προνόμια
πού εἶχαν τά ῎Αγραφα μέ τή συνθήκη τοῦ Ταμασίου, ἡ περιοχή Μαλακασίου καί τά Ζαγοροχώρια. Σχεδόν τά ἴδια προνόμια ἀπολαμβάνουν καί οἱ
κάτοικοι τοῦ δυτικοῦ ὄγκου τῆς Πίνδου ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἠπείρου μέ
τήν ἀνάληψη τῆς περιοχῆς ἀπό τούς Σπαχῆδες ἕως τό 1635 πού γίνεται
βίαιος ἐξισλαμισμός. ᾿Από τά πρῶτα χρόνια τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ οἱ κάτοικοι χριστιανοί τῆς Ἠπείρου καί τῶν ὀρεινῶν χωρίων
τῆς Πίνδου διατηροῦσαν τή χριστιανική των σημαία «πού τήν κοσμοῦσε ὁ
“Αγιος Γεώργιος καί ἅμα διήρχοντο τόν Πίνδον ἐτύλισσον τήν θρησκευτικήν των σημαίαν καί ἤνοιγον τήν Ὀθωμανικήν».
Ὁρόσημο στήν ἱστορία εἶναι ἡ περιφανής νίκη τῶν χριστιανικῶν στρατευμάτων ἀποτελουμένων ἐξ Ἑλλήνων στά 1635 στόν πόλεμο τοῦ σουλτάνου Μουράτ Δ΄ πρός τούς Πέρσας ὅπου κρίθηκε ἡ ἔκβαση τῆς νίκης ἀπό
τήν ὁρμή τῶν χριστιανῶν στήν ὕψωση τῆς σημαίας των μέ τόν Αγιο Γεώργιο προστάτη των. Τό γεγονός ἀποτέλεσε καί τή διαταγή τοῦ βίαιου ἐξισλαμισμοῦ, ὅπως ἀνέφερα. Οἱ Stradioti (=στρατιῶτες), ὅπως ἀποκαλοῦνταν, εἶχαν προστάτη τους τόν ῞Αγιο Γεώργιο καί γιά νά γλυτώσουν τό
βίαιο ἐξισλαμισμό καταφεύγουν στή Βενετία. Ἐκεῖ ζητοῦν νά τούς παραχωρηθή ναός γιά τίς θρησκευτικές τους ἀνάγκες. Τούς παραχώρησαν τόν
Ἱερό Ναό τοῦ ῾Αγίου Βλασίου καί ἀπό εὐλάβεια τόν μετωνόμασαν σέ
“Αγιο Γεώργιο πρός τιμή τοῦπροστάτη τους. Ἔκτοτε ὑπάρχει μέχρι σήμερα μέ τήν τόσο πλούσια δράση αὐτῆς τῆς παροικίας σε ὁλόκληρη τή μακραίωνη σκλαβιά τοῦ Ἔθνους μας.
Στό φυσικό τους χῶρο δέν ἔπαψαν οἱ ὀρεινοί πληθυσμοί νά ἐυλαβοῦνται τόν ῞Αγιο Γεώργιο, τόν προστάτη τους, κτίζοντας Ἱ. Ναούς ἀλλά καί
μοναστήρια. Τό ὄνομα Γεώργιος δίνεται κατά κόρο στά παιδιά τῶν ὀρεινῶν πού τόσο πολύ εὐλαβοῦνται τόν ῞Αγιο Γεώργιο. Ἔχουμε νεομάρτυρας ἀπό τήν περιοχή πού φέρνουν τό ὄνομά του ὅπως ὁ νεομάρτυς Γεώργιος τῶν Ἰωαννίνων. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν ὀρεινῶν συνεχίζουν να κοσμοῦν τίς σημαίες των μέχρι τήν εθνική παλιγγενεσία τοῦ 1821 μέ τόν
῞Αγιο Γεώργιο5.
Μέχρι σήμερα οἱ ἀπόγονοι τῶν Stradioti καί τῶν κλεφτῶν – ὁπλαρχηγῶν τῶν ὀρεινῶν καταδρομέων πού κράτησαν τήν Ἑλληνική φυλή, τό ἔνδοξο Ἑλληνικό πεζικό, συνεχίζει αὐτή τήν παράδοση. Προστάτης του ὁ
῞Αγιος Γεώργιος πού κοσμεῖ ἀκόμη τή σημαία του καί τόν ὁδήγησε σέ
τρόπαια νίκης.
Στό χῶρο τοῦ ᾿Ασπροποτάμου καί μόνο στή δυτική πλευρά ἔχουμε
τρεῖς κιόλας Ἱερές Μονές τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου πού ἐμφανίζονται τήν ἰδια
σχεδόν ἐποχή καί μερικούς Ἱερούς ναούς, ὅπως τόν ῞Αγιο Γεώργιο Ξηροβουνίου, τόν ῞Αγιο Γεώργιο Βουργαρελίου, τόν ῞Αγιο Γεώργιο Μυροφύλλου, τόν ῞Αγιο Γεώργιο Καστανιᾶς, τόν ῞Αγιο Γεώργιο Χαλικίου, τόν ῞Αγιο Γεώργιο Καλομοίρας.
Ἡ Ἱερά Μονή ὑπεραγίας Θεοτόκου Μυροφύλλου (Μεροκόβου) καταστρέφεται ἀπό θεμέλια τό 1611, ὅπως ἀναφέραμε, στήν Ἠπειροθεσσαλική
ἐπανάσταση. Μετά τήν καταστροφή του αὐτή τό μοναστήρι ἐπανακτίστηκε, ἄγνωστο πότε ἀκριβῶς, εἰς τιμή τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου καί τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν σφραγίδα τῆς Μονῆς. Αὐτή
εἶναι ἀποτυπωμένη στό Φ 1β τοῦ Εὐαγγελίου ἔτους αχηζ΄ – (1697) μαζί μέ
ἐνθύμηση τοῦ κτίτορα Παπᾶ-Κοσμᾶ πού εἶναι στό ἴδιο φύλλο. Τό εὐαγγέλιο εὑρίσκεται σήμερα στό ναό Αγίου Νικολάου Μυροφύλλου. Ἡ ἐνθύμηση ἀναφέρει:
«† τῶ παρών ἱερῶν καί ἁγηων Εὐαγγέληων ὑπάρχη
τῆς ἱερᾶς καί σεβασμίας μονῆς τῆς κατά σάρκα γεννήσεως/
τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τοῦ αγήου
μεγαλομάρ/τηρος γεωργίου του υποκάτουθεν
μιροκόβου πλησίων/τοῦ αχηλώου/
(συμπλεγματική ὑπογραφή δυσανάγνωστη)
Κοσμᾶς ὁ γράψας ἕροσθε/επη ἔτους 1796».
Κάτω ἀπό τήν ἐνθύμηση ἡ ἀποτυπωμένη σφραγῖδα τῆς Μονῆς:
«ΣΦΡ(ΑΓΙΔ)ΟΣ Γ(Ε)Ν(ΝΗ)ΣΣ(Ε)ΟΣ ΣΩ(ΤΗΡΟΣ) –
ΑΓΙΟΥ ΜΕ(ΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ) ΓΕΩΡΓΙΟΥ (ΧΩΡΙ)ΟΝ
ΜΙΡΟΚΟΒΟΥ ΑΧΥΛΟΟΥ †»

Δέν εἶναι ἀποτυπωμένη καλά ἀλλά μέ μεγάλη δυσκολία μπορέσαμε νά
τή διαβάσουμε καί νά τήν ἀποκρυπτογραφήσουμε σωστά. Ἡ γραφή τῆς
σφραγῖδος εἶναι 17ου-18ου αἰῶνα. Πρόσφατο ἄρθρο60 γιά τό μοναστήρι
τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου ἀναφέρει χωρίς ἀποδείξεις ὅτι ἦταν τῆς Γεννήσεως
Σωτῆρος Χριστοῦ προτοῦ λάβει τή σημερινή του ὀνομασία. Μιά τέτοια
διαδοχή λόγῳ τῶν γεγονότων μετά τήν καταστροφή του δικαιολογεῖται
πλήρως καί συμβιβάζεται μέ τίς διαδοχικές ὀνομασίες.
Μέ αὐτά τά δεδομένα ὑποθέτουμε ὅτι μετωνομάστηκε σε Ἱερά Μονή
‘Αγίου Γεωργίου λόγῳ τῆς μεγάλης του αἴγλης ὡς στρατιωτικοῦ Αγίου
καί ἴσως γιά νά λησμονηθῆ ἡ ἀνάμειξη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς στήν ἐπανάσταση
τοῦ Διονυσίου Β΄ Τρίκκης τοῦ Φιλοσόφου.