«ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ»

Στήν Ἐκκλησία τῶν Κορινθίων ἀπευθύνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί δι-δάσκει τήν ἀξία πού ἔχουν ή ζωή καί τά ἔργα μας, στην προοπτική τῆς αἰωνιότητας. Καθενός τὰ ἔργα θά γίνουν φανερά, γιατί ἡ ἡμέρα τῆς Κρί-σεως φανερώνεται μέ φωτιά, πού τα δοκιμάζει καί τά ἀποκαλύπτει. Ἄν τὰ ἔργα μας εἶναι ἀπό καθαρό χρυσάφι, θα μείνουν ἀνέπαφα καί ἀναλ-λοίωτα. Ἄν εἶναι κίβδηλα καί νοθευμένα, τότε θα καοῦν καί θ’ ἀποκαλύ-ψουν τήν ἀσχήμια τους.

Τα ἀνθρώπινα ἔργα

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ μιά θαυμάσια παρομοίωση γιά νὰ ἐξεικονίσει τήν πραγματική ἀξία τῶν ἀνθρώπινων ἔργων πάνω στη γῆ. «Μοιάζουμε σάν τούς ήθοποιούς, πού πάνω στη σκηνή, ἄλλος παρι-στάνει τόν ἔνδοξο βασιλιᾶ, ἄλλος τόν πλούσιο ἡγεμόνα, ἄλλος τόν σπουδαῖο σοφό. Όλα αυτά κατά τη διάρκεια τοῦ ἔργου. “Οταν πέφτει ή αυλαία, τότε ὁ ἠθοποιός άποσύρεται στα παρασκήνια, αποβάλλει την ψεύτικη ἰδιότητά του καί ξαναγίνεται αὐτό πού εἶναι, ἁπλός βιοπαλαι-στής πού μασκαρεύεται για να βγάλει το ψωμί του».

Ἔτσι κι ἐμεῖς· ἀνεβαίνουμε στη σκηνή αὐτῆς τῆς ζωῆς καί παριστάνουμε ἄλλος τόν δυνατό, ἄλλος τόν ἅγιο, ἄλλος τόν σοφό. Ὅταν, ὅμως, μέ τόν θάνατο, πέσει ή αυλαία τῆς ζωῆς, τότε ἀποκαλύπτεται το άληθι-νό πρόσωπο τοῦ καθενός. Τότε, ὁ καθένας κρίνεται κατά τά ἔργα του, κατά πῶς στάθηκε ἀπέναντι στόν Θεό, στόν συνάνθρωπο καί στόν έαυ-τό του.

Ἡ νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μᾶς ἀποπροσανατολίζει από την προοπτική τοῦ τέλους. Γιατί, τελικά, αὐτό πού ζοῦμε ἔχει ἕνα τέλος, πού, ταυτό-χρονα, σηματοδοτεῖ τήν ἀρχή τῆς αἰωνιότητας. Τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς Επανάληψη περιστροφής

μᾶς παρασύρει σε μια ζωή γήινη καί ψεύτικη, κάνει τό 5 μοιάζει μόνιμο, τό ἀτελές τέλειο, τό κίβδηλο χρυσό. Μᾶς εμποδίζει να καταλάβουμε ὅτι διανύουμε ἕνα δρόμο μέ ἀρχή καί τέλος, πού κάποια στιγμή διασταυρώνεται μέ ἕναν ἄλλο δρόμο, μέ ἀρχή, ἀλλά δίχως τέ-λος. Κι ἔτσι, ὅ,τι πράττουμε, καλό ἤ κακό, δέν ἔχει προοπτική, ἤ κι ἄν ἔχει, γίνεται μέ νοοτροπία συναλλαγῆς μέ τόν Θεό. Άλλά, δέν ἀρκοῦν τά καλά ἔργα· χρειάζονται ἄλλα ἔργα γιά νά μᾶς ἀνοίξουν τήν πόρτα τοῦ Παραδείσου.

Ο Παπουλάκος γιά τά καλά ἔργα

Ὁ Παπουλάκος, ὅταν μιλούσε στόν λαό γιά τά ἔργα πού ἀντέχουν στή δοκιμασία τῆς φωτιᾶς, χρησιμοποιοῦσε μιά ζωντανή παραβολή: «Ἕνας εἶχε τρεῖς φίλους, πού θυσιαζόταν γι’ αὐτούς. Κάποτε, ὅμως, ὁ ἴδιος ἔτυχε νά κατηγορηθεῖ, νά συρθεῖ στά δικαστήρια καί νά κινδυνεύ-σει νά καταδικαστεῖ. Ἀπό τούς τρεῖς φίλους, ὁ ἕνας ἔμεινε ψυχρός καί ἀδιάφορος, άσυγκίνητος μπροστά στήν κρίση τοῦ φίλου του. Ο δεύτε-ρος τόν λυπήθηκε, πῆγε μέχρι τήν πόρτα τοῦ δικαστηρίου, ἀλλά δέν τοῦ ἐπέτρεψαν νά μπεῖ μέσα κι ἔφυγε. Ὁ τρίτος, ὅμως, ἀγωνίστηκε γιά τή σωτηρία τοῦ φίλου του. Παρουσιάστηκε ὁ ἴδιος ώς μάρτυρας ὑπεράσπι-σης καί κατάφερε νά τόν δικαιώσει».

«Κι ὁ καθένας μας –ἔλεγε ὁ Παπουλάκος- ἔχει τρεῖς φίλους σ’ αὐτή τή ζωή καί θυσιάζεται γι’ αὐτούς. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ περιουσία μας, ό δεύτερος ἡ οἰκογένειά μας καί ὁ τρίτος τά ἔργα τῆς ἀγάπης μας. Ὅταν, ὅμως, πέφτει ἡ αὐλαία αὐτῆς τῆς ζωῆς καί παρουσιαζόμαστε στό δικα-στήριο τοῦ Δικαίου Κριτοῦ, ὁ πρῶτος φίλος μας, ή περιουσία μας, μένει ψυχρή καί ἀδιάφορη γιά τήν τύχη μας. Ο δεύτερος, οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι μας, ἔρχονται μέχρι τόν τάφο μας, άλλά, μή μπορώντας νά δια-βοῦν πιό πέρα, φεύγουν καί μᾶς ξεχνούν. Καί μένει ὁ τρίτος, ἄν ἔχουμε, βέβαια, τέτοιον φίλο. Εἶναι τά ἔργα τῆς ἀγάπης μας, ὄχι ἁπλῶς τά καλά μας ἔργα, ἐκεῖνα πού γίνονται άπό καλοσύνη ή συμπόνια, γιατί ἔτσι ύπο-δεικνύει ή συνείδησή μας, άλλά ἐκεῖνα πού προέρχονται ἀπό τήν ἀγαπῶσα καρδιά μας, πού ἔγιναν πρός τόν πάσχοντα συνάνθρωπό μας, πρός τό ὀρφανό, τόν δυστυχισμένο, τόν άδικημένο, τόν κουρασμένο, τόν ἀπογοητευμένο, ἐκεῖνον, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου εἴδαμε τόν ἴδιο τόν Θεό».

Αὐτό εἶναι τό νόημα τῶν καλῶν ἔργων. Εἶναι ἐκεῖνα, πού, επειδή εἶναι καθαρά σάν τό χρυσάφι, θ’ ἀντέξουν στή φωτιά τῆς δοκιμασίας καί θά μαρτυρήσουν γιά ἐμᾶς τήν ὥρα τῆς Κρίσεως. Τέτοια έφόδια, ὅποιος διαθέτει, ἀσφαλῶς καί μπορεῖ νά περιμένει ἀτάραχος νά πέσει ἡ αὐλαία αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ὅποιος δέν τά διαθέτει, ἄς πράξει, ὅ,τι εἶναι δυνατό, γιά νά τ’ ἀποκτήσει, ὅσο εἶναι καιρός. Ἀμήν!

Ἀρχιμ. Ε. Οἰκ.

www.pelasgoskoritsas.gr