ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ: Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΦΑΓΗ 9 ΜΙΚΡΟΣΠΗΛΙΩΤΩΝ ΣΤΟ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ


Είκοσι ένας άνθρωποι, απλοί χωρικοί και οικογενειάρχες, οδηγήθηκαν δεμένοι από τα χωριά των Κεντρικών Τζουμέρκων σε μια εκτέλεση που θα άφηνε ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορία της περιοχής. Ανάμεσα τους ήταν δέκα Μικροσπηλιώτες, που βρέθηκαν, εντελώς αθώοι, μπλεγμένοι σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο.

Οι Μικροσπηλιώτες ήταν:

– Χρηστός Κορδούλας, 55 ετών, πολύτεκνος, κτίστης.

– Απόστολος Κορδούλας, 45 ετών, κτίστης.

– Αναστάσιος Κορδούλας, 40 ετών, παντρεμένος, κτίστης.

– Ευστράτιος Κορδούλας, 35 ετών, κτίστης, παντρεμένος.

– Γεώργιος Παπάς, 50 ετών, πολύτεκνος, κτίστης.

– Κωνσταντίνος Μούτσιος ή Αθανασίου, 50 ετών, μικρόσωμος κρεοπώλης.

– Ιωάννης Κρεμπούνης, 22 ετών, κτίστης, φτωχός, με ανάπηρο πατέρα.

– Αλέξανδρος Τσιρώνης, 45 ετών, κτίστης.

– Γεώργιος Μόσιαλος, 24 ετών, κτίστης, ανύπανδρος, εργάτης, ο οποίος σώθηκε χάρη στην παρέμβαση του πατέρα του, Λεωνίδα Μόσιαλου, που πήρε τη θέση του και δέχθηκε να μείνει αιχμάλωτος αντί του γιου του. Όπως περιγράφει ο Κωνσταντίνος Μόσιαλος, όταν ήρθε η σειρά του Γιώργου Μόσιαλου κατά την ανάκριση του στο σχολείο της Μικροσπηλιάς, ο πατέρας του Λεωνίδας ζήτησε να μείνει στη θέση του: «Ωρέ, καλόπαιδο, εδώ έχετε το παιδί μου, τον Γιώργο. Θέλω να τον αφήσετε να πάει να ταΐσει τα ζωντανά, να κόψει κλαρί, για να μην ψοφήσουν από την πείνα, γιατί εγώ δεν μπορώ και μέχρι να γυρίσει αυτός θα καθίσω εγώ εδώ». Ο Πάλλας συμφώνησε και έτσι σώθηκε ο νεαρός Γιώργος.

– Κωνσταντίνος Μόσιαλος του Δημητρίου, ετών 20, επάγγελμα εργάτης, ο μοναδικός επιζών. Ο ίδιος, είχε χρηματίσει για λίγο αντάρτης του ΕΔΕΣ. Όπως περιγράφει ο ίδιος «Πήγα αντάρτης, γιατί μου πήρε τα παπούτσια ο Κωνσταντίνος Πάλλας από τους Μελισσουργούς, μικροκαπετάνιος του Ε.Α.Μ.».

Οι αιχμάλωτοι, δεμένοι δύο-δύο με σύρματα και τριχιές, μεταφέρθηκαν μέσα από απόκρημνα μονοπάτια, περνώντας φαράγγια και ορμητικά νερά, μέχρι το Μυρόφυλλο. Η πορεία αυτή ήταν εξουθενωτική: οι άνθρωποι κουβαλούσαν τον φόβο και τον πόνο, με τραυματισμένα χέρια και πρόσωπα από τις δεσμά τους. Στο δρόμο συνάντησαν άλλους 11 αιχμαλώτους από γειτονικά χωριά, όλοι σε άθλια κατάσταση, πολλοί με αίματα και πληγές, κάποιοι να βογκούν από τον πόνο, άλλοι να ζητούν να «τελειώσει» το μαρτύριό τους.

Στο Μυρόφυλλο, οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν σε ένα σχολείο και στη συνέχεια σε ένα χώρο όπου εκτελέστηκαν από τους εκτελεστές τους, γνωστούς από την περιοχή για την σκληρότητά τους.

Την σφαγή την περιέγραψε ο μοναδικός επιζών Κωνσταντίνος Μόσιαλος: «Θυμούμαι  σε  ένα  λάκκο  δυο  αντάρτες του ΕΛ.ΑΣ.:  τον  φουστανελοφόρο Υψηλάντη και τον  αδύνατο  Διαμαντή, να  έχουν τους  ανθρώπους γονατισμένους  και  να  τους  κόβουνε  το  λαιμό σαν  κατσίκια…  και με  μια  κλωτσιά  τους  έριχναν  μέσα  στο  λάκκο…  Τα  χέρια  μου  είχαν  λυθεί  από  το  δεμένο  καλώδιο.  Μου  έβγαλαν  και  την  τριχιά από  το  μπράτσο  μου  και κατάφερα  και  πήδηξα  να  φύγω.  Μου έριξαν  μια  ριπή  με  αυτόματο.  Έτρεξα  σαν  αγρίμι  και  βρέθηκα κάτω στον  Αχελώο.  Ήμουν  ελεύθερος».      

Ο τόπος όπου συνέβη η σφαγή ήταν φυσικά απομονωμένος και δύσβατος. Το Μυρόφυλλο βρίσκεται ανάμεσα σε φαράγγια με ορμητικά νερά, ενώ η μοναδική γέφυρα που συνδέει τον οικισμό με τους νομούς Άρτας και Τρικάλων καθιστούσε την περιοχή εύκολα αποκλεισμένη και ελεγχόμενη από τους αντάρτες.

Η σφαγή των Μικροσπηλιωτών αποτελεί μια από τις πολλές τραγωδίες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, όπου αθώοι πληρώσανε με τη ζωή τους τις ιδεολογικές διαμάχες των οργανώσεων. Η ιστορία τους παραμένει σχεδόν άγνωστη, παρά την αδιαμφισβήτητη σημασία της, ως φόρος τιμής στη μνήμη των θυμάτων και υπενθύμιση των συνεπειών του αδελφοκτόνου πολέμου στην ελληνική ύπαιθρο.

Φωτογραφία: AI

© Ta Nea tis Mikrospilias 24