Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
«Οι θεοποιείς δωρεές της Αγίας Αναστάσεως»
Η Ανάσταση του Κυρίου είναι κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «η ανανέωση της ανθρώπινης φύσεως και η ανάπλαση και επάνοδός μας προς την αθάνατη ζωή του πρώτου Αδάμ. Εκείνος καταβροχθίστηκε από τον θάνατο, λόγω της αμαρτίας και με τον θάνατο παλινδρόμησε προς τη γη, από την οποία πλάσθηκε. Ο Παντοδύναμος Υιός του Θεού μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο από τη θνητότητα και τη δουλεία, χωρίς την Ενανθρώπησή του. Όμως, ο καταλληλότερος προς τη φύση και την ασθένειά μας τρόπος ήταν αυτός, ο διά της Ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού. Ο άνθρωπος εγκαταλείφθηκε από τον Θεό, αφού αυτός πρώτος τον εγκατέλειψε. Έτσι, μπήκε στον κόσμο ο θάνατος. Ο Θεός ήθελε, πρώτα, να καταβληθεί ο διάβολος (από έναν άνθρωπο) και, ύστερα, να συντριβεί με τη δύναμη της Αναστάσεώς Του και τη Μέλλουσα Κρίση. Ήταν απαραίτητο ο νικητής να νικηθεί από τη νικημένη φύση και, γι αυτό ακριβώς, ήταν αναγκαίο να γίνει ένας νέος άνθρωπος, που θα ήταν άγευστος της αμαρτίας. Έτσι, ο μόνος αναμάρτητος ο Υιός και Λόγος του Θεού, γίνεται ο Υιός του ανθρώπου. Δεν έλαβε μόνον την ανθρώπινη φύση, αλλά ενώθηκε με αυτήν, αδιαίρετα. Μένει, αναλλοίωτα, Θεός και γίνεται, από ευσπλαχνία, τέλειος άνθρωπος. Έτσι, νικιέται από άνθρωπο ο διάβολος, που, αρχικά, είχε νικήσει τον άνθρωπο. Ο (Θεάνθρωπος), με την ταπείνωσή Του, έγινε δάσκαλός μας και μας δείχνει τον δρόμο, που οδηγεί στη Ζωή. Ο Ουρανός ανοίχθηκε για μας. Η θυσία του Χριστού μας συμφιλίωσε με τον Πατέρα και μας καθάρισε. Η ελευθερία της Αναστάσεως χαρίστηκε και εξασφαλίστηκε για μας και για όλους, που ήρθαν και θα έρθουν αργότερα. Ελευθερωθήκαμε, αφού νικήθηκε ο διάβολος. Η Ανάσταση, μας ελευθέρωσε από τον θάνατο».
Η ημέρα της Αναστάσεως αποτελεί το τέλος του δρόμου, που ορίζει η Εκκλησία μας στους πιστούς με το άνοιγμα του Τριωδίου.
Ωστόσο, το Τριώδιο σε κάθε εορταστικό έτος, αναπαριστάνει, όχι μονάχα τον καιρό του Τριωδίου, αλλά όλα τα χρόνια της ζωής μας, καθώς οι εντολές και οι αρετές του Χριστού αποτελούν τον τρόπο και τους κανόνες ζωής, σε μία διαρκή πάλη μας με την αμαρτία και τον πατέρα της τον σατανά.
Όσοι σταυρώνουν τον εαυτό τους, μαζί με τα πάθη και τις αμαρτωλές επιθυμίες, περνούν, μέσα από μια ανεκδιήγητη ευφροσύνη, στην ανεξάντλητη χαρά της Αναστάσεως, διότι, μαζί με τις σεμνές Μυροφόρες, μπορούν να ακούν, στο βάθος της ψυχής τους, από τον ίδιο τον Αναστάντα, το ‘Χαίρετε’!
Αγωνιζόμενοι κατά του ανθρωποκτόνου αρχέκακου, έχουν την ευλογία να βρίσκονται κοντά στον Κύριό τους σε όλη την πένθιμη περίοδο. Τον είδαν κρεμάμενο επί ξύλου, να υπομένει ταπεινωτικά τα πάθη, τους εξευτελισμούς και τα ραπίσματα, για τη δική μας σωτηρία και την ημέρα της Αναστάσεως αξιώνονται να τον δουν να εξέρχεται Αναστάς εκ του Τάφου και να λάμπει όπως ο ήλιος.
Η αρχή του κανόνα του Όρθρου της Αναστάσεως μας εισάγει στην ουσία του νοήματος του Πάσχα, καθώς το εξυμνεί, ως ένα πέρασμα, εκ του θανάτου στη ζωή και, ως ένα ανέβασμα, εκ της γης στον Ουρανό.
Στην Ιστορία του Ισραήλ, το Πάσχα θύμιζε τη θαυμαστή απελευθέρωση των Ισραηλιτών από τους Αιγύπτιους και το πέρασμά τους, μέσω της θαυματουργικής διάβασής τους από την Ερυθρά θάλασσα, στη γη της Επαγγελίας, που προεικόνιζε και συμβόλιζε, προφητικά, τη διάβαση, μέσω της Αναστάσεως, από το φθαρτό και γήινο στο άφθαρτο και αιώνιο.
Ο πιστός αξιώνεται να βιώνει, εν Αγίω Πνεύματι, το πέρασμα της Αναστάσεως, ως χαρά των ουρανίων και των επιγείων και των καταχθονίων, ως ευλογία των αγώνων, που κάνει, αφενός, για κάθαρση των παθών και, αφετέρου, για υπακοή στις αρετές του Θεού.
Η σταύρωση του εαυτού μας, ως άρνηση των παθών και αποδοχή των αρετών, μας κάνει πνευματικότερους εορταστές της Αναστάσεως. Τα δώρα της χαράς της Αναστάσεως, προεικονίζουν τα δώρα της μέλλουσας ζωής, της κοινής Αναστάσεως, της διαρκούς προσδοκίας των πιστών, όπως ομολογούμε όλοι στο Σύμβολο της πίστεώς μας: «Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Αυτά όλα τα δώρα, που εξαγγέλλουν μέσα μας, διαρκώς, την Ανάσταση και τη Ζωή του Χριστού, δωρίζονται από το Άγιον Πνεύμα και για να τα δεχτεί ο άνθρωπος είναι ανάγκη να προσφέρει θυσία στον Θεό της Αγάπης, με πνεύμα συντετριμένον:
«Δος αίμα και λάβε Πνεύμα», λέει ο Άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός. Ο δε άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει: «Εκείνος, που πιστεύει, φοβάται· και εκείνος ο οποίος φοβάται, ταπεινώνεται. Εκείνος δε, ο οποίος ταπεινώνεται, γίνεται πράος… Ο δε πράος τηρεί τις εντολές. Και εκείνος που τηρεί τις εντολές, καθαρίζεται. Εκείνος δε, ο οποίος καθαρίσθηκε, φωτίζεται. Και εκείνος ο οποίος φωτίσθηκε, αξιώνεται να ενωθεί με τον Νυμφίο Λόγο, μέσα στο μυστικό θάλαμο των Μυστηρίων».
Για να γευτούμε τα δώρα του Μυστηρίου της Αναστάσεως, χρειαζόμαστε τον Φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Για να δεχθούμε όμως τον Φωτισμό, χρειαζόμαστε να καθαρίσουμε την ψυχή και το σώμα μας, καθώς «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α’ Κορ. 12, 3).
Όσο σκεπτόμαστε και βλέπουμε τον Ιησού μονάχα ως άνθρωπο, νεκρό. κρεμασμένο στον Σταυρό και απλώς λυπούμαστε, δακρύζουμε και αγανακτούμε για τον άδικο θάνατό του, βρισκόμαστε σε απόσταση από το να τον βλέπουμε Ταφέντα και Αναστάντα εκ των νεκρών.
Χρειαζόμαστε πίστη, αγάπη και ελπίδα, για να μπορούμε να βλέπουμε τον Θεό – Λόγο, που είναι η Ζωή, τον Λόγο που δεν πεθαίνει να ανασταίνει την ανθρώπινη φύση, τη σάρκα μας, δηλαδή, που πήρε και παίρνει απάνω Του με την Θεία Του Ενσάρκωση για να μας ελευθερώσει από τα δεσμά και την αιχμαλωσία του διαβόλου και του θανάτου.
Γιατί η Ζωή δεν πεθαίνει, αφού ο ίδιος ο Χριστός είναι η ζωή, το αντίθετο του θανάτου. Γνωρίζουμε ότι ο Κύριος ζει και ότι και εμείς θα ζήσουμε, όπως είπε ο ίδιος: «Ότι εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε» (Ιω. 14,19).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διερμηνεύει, με τον δικό του αγιοπνευματικό λόγο, την Ανάσταση:
«Ανέστη ο Κύριος και ανέστησε μαζί του και την οικουμένη. Αμάρτησε ο Αδάμ και πέθανε. Ο Χριστός δεν αμάρτησε, αλλά πέθανε και ανέστη, σπάζοντας του θανάτου τα δεσμά. Πρωτοφανές και παράδοξο πράγμα. Εκείνος αμάρτησε και πέθανε. Αυτός δεν αμάρτησε και πέθανε. Γιατί; Για να μπορέσει εκείνος που αμάρτησε και πέθανε να γλυτώσει από τον θάνατο, χάριν εκείνου που δεν αμάρτησε, αλλά πέθανε».
Όπως ο Αδάμ έγινε αίτιος θανάτου για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, έτσι και ο Χριστός έγινε πηγή Ζωής και Αθανασίας για όλες τις γενεές των ανθρώπων.
Ο Αδάμ μετέδωσε δηλητήριο, αλλά ο Χριστός σκόρπισε ζωή αιώνια, μέσω της Αγίας και άφθαρτης φύσεως, που προσέλαβε για την απολύτρωσή μας.
Έτσι, με τρόπο άρρητο και μυστηριώδη, μας αφθαρτίζει και μας χαρίζει Ζωήν Αιώνια.
Είναι όντως παράδοξο, το πώς ο Αδάμ έγινε αυτός που μας κύλισε στον θάνατο. Παραδοξότερο, όμως, είναι ότι ο Θεός έγινε πηγή Ζωής Αιωνίου για μας, μέσω της σάρκας που προσέλαβε και εξομοιώθηκε με μας.
Η Ανάσταση συνεχίζεται και οι συμμετέχοντες στην Ανάσταση αυξάνονται στον κόσμο, συνεορτάζοντας, με τον Αναστάντα τη χαρά της Αναστάσεως, της Ζωής και της Αθανασίας.
Μερικοί δεν θέλουν να πιστέψουν στην Ανάσταση, είτε από απιστία είτε από πίστη στη λογική τους.
Ο Απόστολος Θωμάς έχει πάρει την προσωνυμία «άπιστος». Όμως, δεν ήταν άπιστος, ούτε ορθολογιστής, αλλά προσωρινά δύσπιστος, για να γίνει στη συνέχεια πιστός.
Όταν οι δώδεκα μαθητές είδαν αναστημένο τον Iησού, ο Θωμάς δεν ήταν παρών. Όταν συναντήθηκε μαζί τους, εκείνοι του είπαν: «Eίδαμε τον Kύριο»! Εκείνος, όμως, τους είπε: «Aν δε δω τα σημάδια των καρφιών στα χέρια του και δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια αυτά των καρφιών και δεν βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δε θα πιστέψω»!
Ύστερα από οχτώ μέρες, ήταν πάλι συγκεντρωμένοι οι μαθητές Του, και μαζί τους κι ο Θωμάς. Ήρθε ο Xριστός, εκεί που ήταν όλοι, ενώ ξανά οι πόρτες ήταν κλειστές, και στάθηκε στη μέση και τους είπε: “Eιρήνη σε σας”! Έπειτα, γνωρίζοντας, ως Παντογνώστης Θεός τις αμφιβολίες του Θωμά να πιστέψει στην Ανάσταση, λέει στο Θωμά: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ, και κοίτα τα χέρια μου. Kαι φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». Tότε ο Θωμάς είπε: «Εσύ είσαι ο Kύριός μου και ο Θεός μου!» (Ιω. 20, 24-29)
Η αμφιβολία δεν είναι απιστία. Ήθελε πολύ να πιστέψει, αλλά, προς στιγμή, δεν μπορούσε, λόγω πρόσκαιρης αμφιβολίας, ενώ οι άπιστοι μπορούν να πιστέψουν, αλλά δεν θέλουν. Τελικά, όμως, ο Θωμάς πίστεψε, χωρίς να βάλει το δάκτυλο επί των τύπων των ήλων. Στη συνέχεια, οι Απόστολοι είδαν πολλές φορές αναστημένο τον Διδάσκαλό τους, πίστεψαν βαθιά στην Ανάσταση και στις δωρεές της, και μετέδωσαν με ενθουσιασμό και αφοβία την πίστη τους σε όλη την οικουμένη.