Χαράς τα πάντα πεπλήρωται της Αναστάσεως την πείραν ειληφότα

 

Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

«Χαράς τα πάντα πεπλήρωται της Αναστάσεως την πείραν ειληφότα»

Η Ανάσταση αποτελεί το ύψιστο σημείο του σχεδίου της Θείας Ενανθρωπήσεως κατά την επίγεια παρουσία του Κυρίου μας

Ο Θεάνθρωπος, Ιησούς Χριστός, όπως ακριβώς είχε πει στους μαθητές του, αναστήθηκε σε τρεις ημέρες, συντρίβοντας διαπαντός, την εξουσία και τον φόβο, που ασκούσε ο διάβολος στον άνθρωπο, χαρίζοντάς μας τη χαρά και τη νίκη της Αθανασίας, που είχαν απολέσει οι Πρωτόπλαστοι με την πτώση τους.

Μόνον ο Θεάνθρωπος, με την αναμαρτησία του, μπορούσε να νικήσει και να ταπεινώσει τον διάβολο και να προσφέρει μια νέα ευκαιρία στον άνθρωπο, προκειμένου να μπορεί πλέον και αυτός να νικά τον θάνατο, μέσω της συμμετοχής του στη δύναμη και στη χάρη του Αναστημένου Σώματός του, την Εκκλησία και να μεταβαίνει από τον θάνατο στη ζωή.

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς θεωρεί τη δυνατότητα της αφαίρεσης της αμαρτίας και του θανάτου από την ανθρώπινη ζωή, ως δώρο του Θεανθρώπου στον άνθρωπο και «ως θαυμάσιον προοίμιον εις την θείαν αιωνιότητα, σύμφωνα με τον παναληθινόν λόγον Του: “Ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον” (Ιω.6, 47)».

Η αγάπη του Θεού νικά τον θάνατο διά της θυσίας του Υιού Αυτού. Θανατώνεται στον Σταυρό, για να ανακαινίσει, να ζωοποιήσει και να απαθανατίσει την ανθρώπινη φύση, που είχε προσλάβει κατά τη Σάρκωσή Του.

Μπορεί ο σταυρικός θάνατος να ήταν διαβολική απόφαση των ανθρώπων, διότι οι άνθρωποι ενεργούν, δίχως να γνωρίζουν εκείνο, που μόνον ο Παντογνώστης γνωρίζει.

Όμως και σε αυτήν την περίπτωση, εν αγνεία τους εκτέλεσαν το δικό Του σχέδιο και θέλημα, που ήταν ο θάνατος του θανάτου, διά της Αναστάσεως, για να καταστεί έτσι η νίκη Του δωρεά και κληρονομιά, διαπαντός, προς το ανθρώπινο γένος.

Με την εικόνα του Θεανθρώπου, να πάσχει, ως άνθρωπος, για τον άνθρωπο, αλλά να παραμένει απαθής, ως Θεός, αρχίζει να ξεδιπλώνεται το Μυστήριο του Θανάτου και της Αναστάσεως.

Η ανθρώπινη φύση Του είναι εκείνη που έπαθε, καθώς η θεία φύση ούτε πάσχει ούτε θανατώνεται.

Δεν έπαυσε, όμως, να είναι ενωμένη, «αχωρίστως, ατρέπτως και αδιαιρέτως», με τη θεία και κατά τον θάνατό Του και κατά την μετάβασή Του στον Άδη.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο άνθρωπος Ιησούς και έπαθε και απέθανε, αλλά με τη διαφορά ότι πέθανε με την ανθρώπινη φύση Του ως θνητός, ενώ με τη θεία Του φύση παρέμεινε αθάνατος.

Δέχεται εκουσίως να θανατωθεί, για να παγιδεύσει τον διάβολο, καθώς η Θεία Του Φύση δεν απέθανε πάνω στον Σταυρό, ούτε άφησε, λόγω της αδιαιρέτου ενώσεως των δύο φύσεων, την ανθρώπινη φύση, μόνη της να υποστεί τον θάνατο.

Έτσι, δέχεται να αποθάνει ως άνθρωπος, από αγάπη προς τον άνθρωπο, για σπάσει τα δεσμά του διαβόλου και να του πάρει τα κλειδιά του Άδη και του θανάτου, νικώντας με το δικό του θάνατο, τον θάνατο, «θανάτω θάνατον πατήσας» και ελευθερώνοντας, έτσι, το ανθρώπινο γένος από την αιώνια δουλεία του.

Ο άνθρωπος διά του Χριστού ξαναπαίρνει αυτό που έχασε, εξαιτίας της πτώσεως, την κατά χάριν και κατά μετοχή αθανασία.

Συνεπώς, το δώρο που προσφέρει ο Χριστός διά του θανάτου και της Αναστάσεώς Του στον άνθρωπο είναι η αθανασία, που αντιστοιχεί στον εκμηδενισμό του θανάτου.

Ο Χριστός, όπως γράφει ο μακαριστός π. Γ. Φλορόφσκυ, «μετέβαλε τον θάνατο σε θεραπεία, καθώς θεράπευσε τον θάνατο με θάνατο: “Θανάτω, θάνατον ώλεσεν”.

Ο π. Γ. Φλορόφσκυ, μάλιστα, σημειώνει ότι με τον σταυρικό θάνατο, δεν σώθηκαν απλώς οι άνθρωποι, αλλά έγιναν «κοινωνοί θείας φύσεως» και συγκληρονόμοι Χριστού.

Επιπλέον, ο Άγιoς Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι «Ανάστασις εστίν η εις το αρχαίον της φύσεως ημών αποκατάστασις».

Γι’ αυτό οι Ορθόδοξοι γιορτάζουμε την Ανάσταση, ως τη μεγαλύτερη ευεργεσία του Θεού Πατέρα, προς τον άνθρωπο, τέκνο του.