ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
1. Γεωγραφική θέση τοῦ Μυροφύλλου (Μεροκόβου), γνωριμία μέ τό χωριό.
Τό Μυρόφυλλο εἶναι στά δυτικά τοῦ νομοῦ Τρικάλων τό τελευταῖο
χωριό ἐπάνω στά σύνορα τῶν νομῶν Καρδίτσας, Τρικάλων, Αρτας. Συνορεύει μέ τά χωριά Πολυνέρι (Κοθώνη), Μοσχόφυτο (Κορνέσι), Μεσοχώρα (Βιτσίστα), Κορυφή (Καπρό). ᾿Απέχει ἀπό τά Τρίκαλα περίπου 85
χιλιόμετρα ὁδικῶς, ἀπό τά ὁποῖα τά 50 περίπου εἶναι ἄσφαλτος, ὁ ὑπόλοιπος χωματόδρομος δύσκολος προπαντός τό χειμώνα καί τίς ὑπόλοιπες
βροχερές ἡμέρες, γιατί ἡ ὑποδομή του εἶναι ἐλάχιστη στήν ἀναμονή ἐπί
δεκαετίες γιά μιά σύνδεση μέ τήν ῎Αρτα. Τό χωριό συνδέεται ὁδικῶς καί
μέ τήν ῎Αρτα πού ἀπέχει περίπου 95 χιλιόμετρα ἀπό τά ὁποῖα τά 35 εἶναι
χωματόδρομος δύσκολος στούς χειμερινούς μῆνες. ᾿Από τή δυτική πλευρά
χωρίζεται μέ τόν ᾿Αχελῶο ποταμό ἀπό τό νομό ῎Αρτας. Ἔχει περίπου
ἔκταση 45.500 περίπου στρέμματα γῆς, καλλιεργοῦνται πάρα πολύ λίγα
ἀρδευόμενα ἀπό τίς φυσικές πηγές καί τόν ᾿Αχελῶο ποταμό τελευταῖα μέ
ἀντλητικές μηχανές. Ἡ περισσότερη γῆ εἶναι βοσκότοπος, ρέματα, βουνοκορφές. Τό Μυρόφυλλο συνδέθηκε μέ ἁμαξιτό δρόμο ἀπό τήν ῎Αρτα τό
1959 καί μέ τά Τρίκαλα τό 1978 μετά ἀπό μία προσπάθεια αὐτῶν τῶν
ἴδιων τῶν Μυροφυλλιτῶν, οἱ ὁποῖοι διάνοιξαν τό δρόμο μέ δικά τους
ἔξοδα ἀπό τό κέντρο τοῦ χωριοῦ ὡς τή θέση «Κρεββατάκι». Ἐκεῖ ὄγκοι
βράχων καταπλάκωσαν τόν ὁδηγό καί τήν μπουλντόζα, θυσία γιά μιά ἀφύπνιση τῆς ὑδροκέφαλης διοίκησης τοῦ κράτους γιά χορήγηση κονδυλίων
ἀποπεράτωσης τῆς σύνδεσης τοῦ χωριοῦ μέ τά Τρίκαλα.
Τό Μυρόφυλλο ἀπελευθερώθηκε μέ τήν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας το 1881 ὁπότε ἔχουμε καί τήν πρώτη ἀπογραφή μέ 496 κατοίκους
μόνο τό κυρίως χωριό, χωριστά τό Γκολφάρι μέ 100 καί τή Γλύστρα (Γκαβαλλιώρα) μέ 41 ἄτομα. Περισσότερους κατοίκους (1113 ἄτομα) ἔχει τό 1940 ἀπό ὅτι δείχνουν οἱ ἀπογραφές τῆς ἐθνικῆς στατιστικῆς ὑπηρεσίας
Ἑλλάδος: Στήν τελευταία ἀπογραφή τοῦ 1991 τό Μυρόφυλλο ἔχει 630
ἀτομα. ᾿Από ὅ,τι εἶμαι σέ θέση νά γνωρίζω, καθότι ἔζησα τά παιδικά μου
χρόνια στό χωριό καί ἀνελλιπῶς τό ἐπισκέπτομαι μέχρι σήμερα, οἱ ἀπογραφές τουλάχιστον οἱ τελευταῖες ἔγιναν Ὀκτώβριο καί Μάρτιο, μήνες
πού λείπουν πάρα πολλοί κάτοικοι κτηνοτρόφοι (οἱ βλάχοι ὅπως λέμε οἱ
ντόπιοι) μέ τίς οἰκογένειές των στούς χειμερινούς τόπους διαβίωσής των
(χειμαδιά) στά χαμηλότερα ζεστά μέρη Θεσσαλίας, Αἰτωλοακαρνανίας,
῎Αρτας. Ἑπομένως οἱ κάτοικοι τοῦ Μυροφύλλου πάντα ἦταν περισσότεροι
μιᾶς καί ἀρκετοί ἦταν οἱ κτηνοτρόφοι στό χωριό πού ἔφευγαν τούς χειμερινούς μῆνες. Τό χωριό ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς συνοικισμούς. Τό κυρίως
Μυρόφυλλο μέ κέντρο τό Χ(ο)ροστάσι, τήν ἐκκλησία καί τά μαγαζιά, τό
Γκολφάρι καί τή Γλύστρα (Γκαβαλλιώρα).
Τό Μυρόφυλλο ἔχει ἑπτά Ἱ. Ναούς στόν κεντρικό συνοικισμό ἐκ τῶν
ὁποίων οἱ τρεῖς μέσα στό Μοναστῆρι τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου γιά τό ὁποῖο
γίνεται λόγος σε ἰδιαίτερα κεφάλαια παρακάτω. Ἕνας Ναός ἐνοριακός
τῆς Αγίας Παρασκευῆς εἶναι στό συνοικισμό Γκολφάρι καί τοῦ Προφήτη
Ἠλία στό συνοικισμό τῆς Γκαβαλλιώρας ψηλά στό Σέλλωμα πού πανηγυρίζει κατά τήν ἑορτήν του.
Γενικά οἱ Μυροφυλλίτες θρησκεύουν, γιατί ἡ καρδιά τοῦ χωριοῦ, ἡ
Ἱερά μονή τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου, ἀκτινοβολοῦσε πνευματικά στήν εὐρύτερη περιοχή, ἀπό ὅ,τι ἀποδεικνύεται ἀνά τούς αἰῶνας πρίν. ᾿Από αὐτή
γεννήθηκαν πνευματικοί ταγοί καί λόγιοι στήν Ἑλλάδα καί στήν Ὀρθοδοξία γενικώτερα.
Μέ μιά πρόχειρη ἐπιτόπια ἔρευνα ἀπό τήν ἀρχή τοῦ αἰώνα μας μέχρι
σήμερα περίπου 246 ἄτομα Μυροφυλλῖτες ἀπόκτησαν ἀνωτέρα καί ἀνωτάτη μόρφωση.
᾿Από τούς μορφωμένους τοῦ χωριοῦ πού καταλαμβάνουν θέσεις στόν
Ἑλληνικό χῶρο ξεχωρίζουν: ὀκτώ καθηγητές Πανεπιστημίου, λόγιοι ἱερομόναχοι, μοναχές ἁγιογράφοι, ἱερεῖς, ἀξιωματικοί στρατοῦ, χωροφυλακῆς, ναυτικοῦ, ἀεροπορίας, ἀνώτεροι καί λοιποί διοικητικοί ὑπάλληλοι,
καθηγητές, ὅλων τῶν εἰδικοτήτων, διδάσκαλοι, δικηγόροι, γεωπόνοι, δασολόγοι, τεχνικοί διαφόρων εἰδικοτήτων, νοσοκόμοι -ες, πανεπιστημιακοί,
ἰατροί, ζωγράφοι κ.ἄ.
Στή δεκατετία τοῦ ’70 τό Μυρόφυλλο εἶχε ἕνα νηπιαγωγείο, τριθέσιο δημοτικό σχολεῖο στό κέντρο, μονοθέσιο στο συνοικισμό Καραβδέϊκων,
μονοθέσιο στό Γκολφάρι καί μονοθέσιο στη Γλύστρα. Σήμερα, ὅπως καί ἡ
ὑπόλοιπη ἐπαρχία ἀνά τήν Ἑλλάδα, φθίνει συνεχῶς ἤδη ἔφθασε στά ἀπελπιστικά ὅρια ἡ μετανάστευση πού ἄρχισε τό 1960 καί κορυφώθηκε στή
δεκαετία τοῦ 1970 συνεχιζόμενη φυσικά μέχρι σήμερα φέρνει τήν παρακμή καί τόν ὑδροκεφαλισμό τῆς πρωτεύουσας.
Μετανάστες Μυροφυλλίτες εἶναι παντοῦ στήν Οἰκουμενη ἀπό πολλούς
αἰῶνες πρίν. Στόν αἰώνα μας ἡ μετανάστευση ἄρχισε μετά τό 1940 σέ
μεγάλο βαθμό. Κυριώτερα κέντρα πού φιλοξενοῦν Μεροκοβίτες σήμερα
εἶναι στό ἐσωτερικό τῆς Ἑλλάδας ἡ ᾿Αθήνα, Θεσ/νίκη, Βόλος, ῎Αρτα, Τρίκαλα, Αἰτωλοακαρνανία καί μεμονωμένοι στά ὑπόλοιπα μέρη τῆς Ἑλλάδας ἀπό τήν Κρήτη ὡς τόν Ἕβρο καί τήν Κέρκυρα. Στό ἐξωτερικό κυρίως
ἡ Γερμανία καί ᾿Αμερική ἔχουν τήν πρωτιά. Διεσπαρμένοι πάλι Μυροφυλλῖτες ὑπάρχουν καί σέ ἄλλα κράτη τῆς ὑφηλίου.
Τό Μυρόφυλλο σήμερα εἶναι τό μεγαλύτερο χωριό στόν ᾿Ασπροπόταμο μετά τήν πρωτεύουσά του τά Στουρναρέϊκα μέ μία ὑποδομή ἀρκετή γιά
τό χῶρο πού δέν ἔχουν ἄλλα χωριά. Ἔχει δύο ἐνορίες μέ μόνιμους ἱερεῖς,
δημοτικα σχολεῖα, ταχυδρομεῖο, ἀγροτικό ἰατρεῖο, ἀγροφύλακα, Ο.Τ.Ε.,
συλλόγους ἀποδήμων, ὁ ἕνας ἑδρεύει στήν ᾿Αγριά Βόλου καί ὁ ἄλλος στήν
᾿Αθήνα μέ δική του ἐφημερίδα «Τό Μυρόφυλλο»5.
Ἡ δραστηριότητα στό χωριό τήν τελευταία δεκαετία εἶναι μεγάλη καί
αὐτό ὀφείλεται στίς ἄοκνες προσπάθειες τοῦ Κοινοτικοῦ Συμβουλίου μέ
μπροστάρη τόν πρόεδρο πού ξεχωρίζει γιά τή δραστηριότητά του σε ὅλο
τόν ὀρεινό χῶρο τῆς δυτικῆς περιοχῆς τῶν Τρικάλων ὑποστηριζόμενος
φυσικά ἀπό ὅλους γενικά τούς Μεροκοβίτας ὁπουδήποτε καί ἄν εὑρίσκονται πάντοτε συνεργαζόμενος μέ τό Ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο καί τούς
συλλόγους ἀποδήμων.
Ἐπίσης τό χωριό ἔχει καί τρίτο σύλλογο: «Οἱ φίλοι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
῾Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου Τρικάλων» πού ἔρχεται ἀρωγός στό ὅλο
ἔργο τῆς δραστηριότητας τοῦ χωριοῦ καί κυρίως σε θέματα πού ἅπτονται
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Μάλιστα ἀπό φέτος ἄρχισε ἡ ἀναστήλωση τῆς Ἱ. Μονῆς
ἔργο τῆς Κοινότητος πού ὁ πρόεδρος φρόντισε μετά πολλῶν κόπων καί
μεγίστης ὑπομονῆς συμπαραστατούμενος ἀπό τούς Μεροκοβίτες «νά βγάλει» ἀπό πρόγραμμα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης περίπου 15 ἑκατομμύρια
ὡς πρώτη δόση. Τό χωριό θά εἶχε μεγαλύτερη ἀνάπτυξη ἄν ἡ ἁμαξιτή σύνδεση Τρικάλων – ῎Αρτας ἀκολουθοῦσε τό δρόμο ἀπό τό Μυρόφυλλο, πού ἦταν καί
συντομώτερος. Ὅμως ἡ κατασκευή τοῦ φράγματος Συκιᾶς καί ἡ ἀπραγμτοποίητος γεφύρωσή του στό Μυρόφυλλο, ἴσως καί ἄλλα συμφέροντα ματαίωσαν καί μετέφεραν τήν ἁμαξιτή ὁδό διά μέσου Μεσοχώρας.
Καταστρεπτικώτατη γιά τό Μυρόφυλλο καί γενικώτερα τοῦ χώρου θά
εἶναι ἡ πραγματοποίηση τοῦ φράγματος Συκιᾶςπού θά ἀλλοιώνη τή φύση
καί θά παραμορφώση ὁλοκληρωτικά τήν Πίνδο, τή δίοδο διάβασής της
πού ἀκολουθεῖτο ἀπό τήν ἀρχαιότητα γιά νά ἑνώση τή Θεσσαλία μέ τήν
Ἤπειρο (τή συντομώτερη).
Τό Μυρόφυλλο χωμένο μέσα στήν καρδιά τῆς Πίνδου ἔχει τή δική του
ἱστορία ἀπό πρό Χριστοῦ ἕως σήμερα. Ἱστορικά γεγονότα σημάδεψαν
αὐτό τό χωριό μέχρι σήμερα μέ κατακλεῖδα τή συνάντηση΄ τῶν ἐκπροσώπων τῶν τριῶν μεγάλων ἀντιστασιακῶν ὀργανώσεων ΕΔΕΣ, ΕΛΑΣ, ΕΚΚΑ (15-2-1944) στό Μυρόφυλλο κάτω ἀπό τήν διαμεσολάβηση τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς Σ.Σ.Α. Ἔντυ Μάγιερς ὑπεύθυνου τοῦ τομέα τῆς ἘἨπείρου.
Τελευταία ἀρχίζει νά ξαναζωντανεύει τό χωριό ἀλλά μέ πολύ ἀργό
ρυθμό, παρατηρεῖται μιά μικρή παλινόστηση ἀποδήμων κτίζοντας καινούργια σπίτια κοντά στά πατρικά τους ἤ ἀνακαινοῦν τά ἴδια παλαιά
ὡραιότατα λιθόκτιστα σπίτια τῶν γονέων τους. Ἐλπίδα γιά τή ζωή στό
αὔριο, γιά τή συνέχιση τῆς μακραίωνης ζωῆς τοῦ Μεροκόβου στήν καρδιά
τῆς ἀγέρωχης Πίνδου στήν ὄχθη τοῦ ᾿Αχελώου τοῦ ᾿Απολλώνειου ποταμοῦ,
τοῦ καταγάλανου ᾿Ασπροπόταμου.
2. Ἡ Ὀνομασία τοῦ χωριοῦ Μυροφύλλου (Μεροκόβου)
Τό σημερινό ὄνομα Μυρόφυλλο τό πῆρε μέ πράξη τῆς Νομαρχίας το
1928. Τό παλαιό ὄνομα τοῦ χωριοῦ εἶναι Μερόκοβο, Μηρόκοβο, Μυρό- κοβο10, Μιρόκοβο1, Μέρκοβο2, Νερόκοβο13, Μοιρόκοβο14, Μαιρόκοβο15, Μερίκοβο16, Μυρίκοβον17. Ἡ μετονομασία ἔγινε μέ τήν προσπάθεια
τῆς Νομαρχίας νά ἀλλάξη τά ξενικά τοπωνύμια λαμβανόμενο φυσικά ἐξ
ὄψεως ὡς σλαβικό. Τό τοπωνύμιο εἶναι καθαρῶς Ἑλληνικό καί σημαίνει
κομμένο μέρος. Τό 1963 σημειώθηκε ἡ τελευταία κατολίσθηση – καθίζηση
τοῦ δυτικοῦ τμήματος τοῦ κεντρικοῦ οἰκισμοῦ μέ προηγηθεῖσα μία ἄλλη τό
1942 στόν ἴδιο συνοικισμό στό ἀνατολικό μέρος. ᾿Από ἐπιτόπιες ἔρευνες
γεωλόγων πού συνέταξαν ἐκθέσεις15 γιά τό Μυρόφυλλο, ἡ περιοχή ἔχει
πάθει κατολισθήσεις καί παλαιότερα στό ἐγγύς καί ἀπώτερο παρελθόν.
Διακρίνονται τρεῖς μεγάλες κατολισθήσεις μία στή θέση ᾿Αμβροσία, μία
στη θέση Κούτσουρο καί ἡ τρίτη στά Καραβδέϊκα. Μία ἁπλή ἔρευνα τῆς
Μυροφυλίτισσας ἀρχαιολόγου (Σ.Ε.Κ.) κατά τήν ὄχθη τοῦ ρέματος τῆς
Μαυρομάτας σε βάθος γύρω στά 3.50 μέτρα ἀπό τή ἐπιφάνεια τοῦ ἐδάφους ἕως καί ένα μέτρο στή θέση Στρογγυλό (χωράφι) μέχρι Νεροτριβιές,
ὅπου ὑπάρχουν ἀρχαιολογικά ἐρείσματα, παρατηρεῖται βιαία ἐπιχωμάτωση, καταστροφικῆς κατολίσθησης μπροστά ἀπό πολλούς αἰῶνες.
᾿Από τά ἀλλεπάλληλα κοψίματα τοῦ μέρους, ἡ περιοχή τοῦ οἰκισμοῦ
ὀνομάστηκε Μερόκοβο (κόβω + μέρος) καί μέ τήν κώφωση τοῦ φθόγγου
(ε) ἔγινε (υ, ι, οι, η) ἤ ἀνάλογα μέ τόν γραφέα ἐγγράμματο ἤ ἀγράμματο
τό βρίσκουμε μέ τίς παραπάνω ὀνομασίες τίς ὁποῖες ἀνέφερα.
Γιά τήν σλαβική προέλευση τοῦ τοπωνυμίου Μερόκοβο ἀποφάνθηκε
«κατά τή συνήθειά του»19 ὁ M. Vasmer20, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικά σαρώνει
τόν Ἑλληνικό χῶρο μέ τήν «σλαβολογία του» προβάλλοντας μέ ὑπερβολή
τό χῶρο ὡς σλαβικό, προσπαθώντας νά ξεπεράση ἕνα ἄλλο «σλαβολόγο»,τόν συμπατριώτη του Φαλμεράϋερ. Ἐπειδή ὅμως ἴσως ὑποψιαστεί ὁ
ἀναγνώστης κάτι τό σωβινιστικό στό πρόσωπό μου παραθέτω αὐτούσιο τό
κείμενο ἑνός πανεπιστημιακοῦ εἰδικοῦ σλαβολόγου πού ἀγγίζει τά θέματα
κάτω ἀπό τό πρίσμα τῆς διεθνοῦς ἔρευνας σε διεθνῆ συνέδρια καί τά
διδάσκει στά πανεπιστημιακά ἕδρανα τοῦ ᾿Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης στό Ἱστορικό τμῆμα τῆς Φιλοσοφικῆς κ. Φαίδωνα Μαλιγκούδη21. Ἐπειδή ὅμως ἐδῶ καί 150 περίπου χρόνια γίνεται μία προπάθεια ἀπό πλευρᾶς τῶν Σλάβων καί κυρίως τῶν Βουλγάρων περισσότερο
στόν Ἑλληνικό χῶρο νά σφετεριστοῦν ἀνιστόρητα μερικά θέματα τῆς Ἱστορίας, μέ ἀποκορύφωμα τελευταία τούς Σκοπιανούς, πού ἔφτασαν ἀχαλίνωτοι πιά νά θέλουν νά λέγονται «Μακεδόνες», θά ἀναφέρω ἔτσι γιά
διασάφηση τό παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Φ, Μαλιγκούδη
«Σλάβοι στή Μεσαιωνική Ἑλλάδα»22.
….«Ὁ σκοπός πού παρατίθεται ἐδῶ ὁρισμένα «δείγματα γραφῆς» καί
ἐπιχειρεῖται κατόπιν μιά ἐξέταση τῶν ἐπιχειρημάτων εἶναι ἀποκλειστικά
διδακτικός: κρίνεται σκόπιμο νά παρουσιασθεῖ ἕνα παράδειγμα ἐπιστημονικῆς θεώρησης ἑνός ψευδοπροβλήματος. Θά περίμενε κανείς, ὕστερα ἀπό τά ἐπιτεύγματα πού ἔχουν νά παρουσιάσουν, πόσο ἡ σλαβική φιλολογία ὅσο καί οἱ ἱστορικές ἐπιστῆμες μέσα στήν ἑκατονταετία πού μᾶς χωρίζει ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Φαλμεράϋερ καί ἀφοῦ πλέον (σε ᾿Ανατολή καί
Δύση) ἔχουν ἐπίσημα ξεπεραστεῖ τά «ἀστικά κατάλοιπα» τοῦ ἐθνικισμοῦ
καί τῆς «φυλετικῆς ἐπιστήμης» (Rassenkunde) ὅτι δέν θάταν ἀπαραίτητο
σήμερα νά ἀσχολεῖται κανείς μέ ἀναχρονιστικά ἱστορικά ψευδοπροβλήματα. Ἐργασίες ὡς τόσο πού δημοσιεύονται καί στίς ἡμέρες μας, μᾶς
ὑποχρεώνουν να λάβουμε ὑπ᾽ ὄψη τήν ἱστοριογραφική αὐτή παράμετρο, ἡ
ὁποία, ὅπως φαίνεται, ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ἀκμαία»…. Συνεχίζοντας ὁ ἴδιος συγγραφέας παρακάτω στό κεφάλαιο: 2)Μαρτυρία τῶν γλωσσικῶν καταλοίπων. Στόν ταξιδιώτη πού ξεκινᾶ ἀπό τήν Κεντρική Εὐρώπη
γιά τίς διακοπές του καί ἀφοῦ διασχίσει μέ τό αὐτοκίνητό του ὁλόκληρη τή
Γιουγκοσλαβία, τή βόρεια καί κεντρική Ἑλλάδα, φτάσει στήν Πελοπόννησο, θά φανεῖ ἀξιοπερίεργο τό γεγονός ὅτι συναντᾶ ἐδῶ χωριά ὅπως τό
Μπελιγκράδια στό Γύθειο ἤ τό Μπελεγράδι στή Μεσσηνία πού φέρουν
προφανῶς τό ἴδιο ὄνομα μέ τήνπρωτεύουσα τῆς Γιουγκοσλαβίας, τό Βελιγράδι. ῎Αν συμβαίνει μάλιστα ὁ ταξιδιώτης αὐτός νά ἔχει γνώσεις τῆς
σλαβικῆς ἱστορικῆς γλωσσολογίας θά καταλήξει περνώντας ἀπό τήν Καρδίτσα καί παραβάλοντας τό ὄνομα αὐτό μέ τό ὄνομα τῆς πόλεως Graz στήν
Αὐστρία, στό ὀρθό συμπέρασμα ὅτι καί τά δύο αὐτά τοπωνύμια ἔχουν
κοινή προέλευση: τό ἔτυμό τους ἀνάγεται στό σλαβικό οὐσιαστικό Gradici
ὑποκοριστικό τοῦ gordu = «ὀχυρωμένο μέρος».
῎Αν πάλι ὁ σλαβολόγος αὐτός διαθέτει πλούσια φαντασία, τοῦ λείπουν
ὡς τόσο καί οἱ στοιχειώδεις γνώσεις τῆς Ἑλληνικῆς, θά ἔμπαινε ἴσως στόν
πειρασμό νά ἐτυμολογήσει (ὅπως κάποτε ὁ Φαλμεράϋερ) τό μεσαιωνικκό
ὄνομα τῆς Πελοποννήσου (Μωρέας) ἀπό τό σλαβικό προσηγορικό more
(«θάλασσα»). Ὁ ἴδιος σλαβολόγος ἴσως προχωροῦσε μέ τούς συλλογισμούς του περισσότερο καί χαρακτήριζε ὅλα ἐκεῖνα τά τοπωνύμια τοῦ
Ἑλληνικοῦ πού εἶναι εἴτε σλαβικά, εἴτε ἁπλῶς ἔχουν σλαβικό ἔτυμο εἴτε,
τέλος, θεωρεῖ ὁ ἴδιος ὅτι θά πρέπει νά εἶναι σλαβικά, ὡς ὀνοματοθεσίες οἱ
ὁποῖες προέρχονται ἀποκλειστικά ἀπό μιά συγκεκριμένη σλαβική γλώσσα, τή σημερινή βουλγαρική. Ὁ συλλογισμός αὐτός ἴσως ἐνθάρρυνε τελικά
τόν σλαβολόγο καί νά διατυπώσει θεωρίες γιά τήν ἐθνολογική πιά μορφή
τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου κατά τόν Μεσαίωνα.
Ἡ τελευταία αὐτή περίπτωση ἴσως φανεῖ στόν ἀναγνώστη ἀκραία. Δέν εἶναι ὡς τόσο οὔτε, δυστυχῶς, μεμονωμένη. Θά περιοριστοῦμε ἐδῶ στήν
παράθεση ἑνός μόνο παραδείγματος παρόμοιων ἑρμηνειῶν23: σε μιά δίτομη μονογραφία, πού φέρει τόν χαρακτηριστικό τίτλο «Ὁ ἐποικισμός τῆς
Βαλκανικῆς ἀπό τούς Βουλγάρους Σλάβους» μαθαίνει ὁ ἀναγνώστης γιά
τό ἔτυμο τοῦ τοπωνυμίου Μακρυγιάννη: «χωριό στή βορειοδυτική Κρήτη
(ἡ ὀνομασία προέρχεται) ἀπό τό σλαβικό Mokrjane (δηλαδή ἀπό τό σλαβι
κό ἐπίθετο mokru = «ὑγρός», ὅπου τό ἄτονο (σλαβικό) ο ἀποδίδεται στά
Ἑλληνικά μέ α, φαινόμενο πού ἀπαντοῦμε σέ ὅλα τά παλαιότερα βουλγαρικά τοπωνύμια τῆς Ἑλλάδος.
Τό τοπωνύμιο αὐτό εἶναι δύσκολο νά ἐτυμολογηθεῖ ἀπό τό Ἑλληνικό
μακρός, μακρύς = «μεγάλος» (sic), γιατί στήν περίπτωση αὐτή θά ἔπρεπε
νά ἔχει τή φωνητική μορφή Μακριάννη. Τό – υγιά – ὅμως (τοῦ τοπωνυμίου
Μακρυγιάννη) τό ὁποῖο ἀποδίδει τό βουλγαρικό – ja – δηλώνει ἀκριβῶς
ὅτι τό τοπωνύμιο δέν εἶναι Ἑλληνικό»24.
Τό ἔργο αὐτό (στό ὁποῖο ἐκτός ἀπό παρόμοιας ποιότητας γλωσσολογικές ἑρμηνεῖες) θά βρεῖ κανείς καί ἱστορικές διαπιστώσεις, ὅπως «ὁ Μάρκος Μπότσαρης ἦταν Βούλγαρος»25 ἀποτελεῖ ἕνα ὁρόσημο στήν ἔρευνα
μιά καί τά συμπεράσματά του, μέ ὅποιον τρόπο τά τεκμηριώνει, δέν ἔχουν
βρεῖ μόνο ἀπήχηση στή χώρα ὅπου κυκλοφόρησε ἀλλά καί σέ ἐπιστημονικά δημοσιεύματα τῆς Δύσης26.
Ἔτσι σέ διδακτορική διατριβή, πού ἐγκρίθηκε ἀπό τή Φιλοσοφική
Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου καί κυκλοφόρησε τό 1978 μέ τόν
τίτλο «Ὁ σλαβικός πληθυσμός τῆς Ἑλληνικῆς χερσονήσου»27, μαθαίνει
κανείς, μεταξύ ἄλλων ὅτι: «Στήν Κρήτη παρατηρεῖται μία συγκέντρωση
τοπωνυμίων στό ὀρεινό δυτικό μέρος τοῦ νησιοῦ. Ἰδιαίτερα πυκνά παρουσιάζονται τά σλαβικά τοπωνύμια στή χερσόνησο Ροδοποῦ»-5. Τόν ἰσχυρισμό του αὐτόν ὁ συγγραφέας τόν τεκμηριώνει ὄχι παραπέμποντας σε κάποια πηγή ἤ ἔστω, σέ ἄλλο μελέτημα, ἀλλά ἀκολουθεῖ πιστά τήν μονογραφία (ἡ ὁποία θέλει τό «Μακρυγιάννης» νά σημαίνει τό βουλγαρικό «ὑγρότοπος») καί ἰδιαίτερα τούς τεράστιουςχάρτες πού τή συνοδεύουν2. Στούς
χάρτες αὐτούς ὁ Βούλγαρος γλωσσολόγος φρόντισε νά τοποθετήσει γιά
καθεμιά ἀπό τίς ἐτυμολογίες «βουλγαρικῶν» τοπωνυμίων τοῦ Ἑλληνικοῦ
χώρου πού ἐπινόησε ἀπό μιά μαύρη κουκίδα. Ἐντυπωσιασμένος ἔτσι ἀπό
τίς ἀναρίθμητες κουκίδες (= «βουλγαρικά τοπωνύμια») πού βρήκε στούς χάρτες, ἔσπευσε ὁ συγγραφέας τῆς διατριβῆς νά καταλήξει σε συμπεράσματα πού παρουσιάζουν παραμορφωμένο ἐθνολογικά ἕνα μεγάλο μέρος
τοῦ μεσαιωνικοῦ ἑλληνικοῦ χώρου».
Μετά τόν Vasmer ἀποφαίνεται ὁ Fr. Hild30 ὅτι τό τοπωνύμιο τοῦ Μεροκόβου, σημειωτέον λέγει ὅτι σέ παλιό χάρτη τόβρίσκει μέ τό ὄνομα Μερόκοβον, «εἶναι σλάβικο» καί στηρίζεται στό Vasner καί στόν Ράπτη Δημήτριο. Τή σλαβική προέλευση ὑποστηρίζει καί ὁ χωριανός μας Δημήτριος Ε.
Ράπτης 31. Ὁ πρῶτος Ἕλληναςπού ἔκανε ἔρευνα – μελέτη τῆς λαογραφίας
στόν ᾿Ασπροπόταμο ὁ ᾿Αλέξανδρος Χατζηγάκης 2 καλός γνώστης τῆςὅλης
περιοχῆς ἀπορρίπτει τή σλαβική προέλευση. ᾿Από τά 106 τοπωνύμια τοῦ
χωριοῦ, πού κατέγραψε ὁ ἴδιος, κανένα δέν ἔχει σλαβική προέλευση ἐκτός
ἀπό τήν κατάληξη -οβο τοῦ ὀνόματος τοῦ χωριοῦ πού προέρχεται ἀπό τό
ρῆμα κόβω. Στήν παροῦσα μελέτη στό παράρτημα παρατίθενται τά τοπω- 34, νύμια τοῦ Μυροφύλλου, ὅπως τά κατέγραψα καί δημοσίευσα 4, δέν προκύπτουν σλαβικά πού ἰδιάζουν στόν στενό χῶρο τῆς περιοχῆς ἀλλά τό
ἀντίθετον πολλά εἶναι ἀρχαιοελληνικά.
Φρονοῦμε, ἀκραδάντως ὅτι τό τοπωνύμιο εἶναι Ἑλληνικό καί ὀφείλεται στίς κατολισθήσεις – καθιζήσεις τῆς περιοχῆς. Γιά νά καταλήξουμε στό
παραπάνω συμπέρασμα ἐπισκεφθήκαμε τόν Nikolas Hammond35 πού μέ
πληροφόρησε ὅτι οἱ Σλάβοι δέν ἐποίκησαν ποτέ τήν περιοχή, τήν ὁποία
αὐτός γνωρίζει καλῶς, ἀφοῦ πολλές φορές τήν πέρασε πεζῆ ἀπό τό 1929
ἕως τό 1938, ὅπως μᾶς εἶπε. Μαλιστα στό ἔργο του «ἬΉπειρος» χρονομέτρησε τήν ἀπόσταση Βουργαρέλι – Πόρτα (Πύλη) εἶναι δέκα επτά ὧρες
πεζῆ (μέ τά πόδια)30.
Στήν ἔρευνά μας στόν ἑλληνικό χῶρο δέν ἐντοπίσαμε ἀλλοῦ τό ἴδιο
τοπωνύμιο ἐκτός ἀπό τοποθεσία στό «Μυρόκοβο» στό χωριό Πύργος
Τρικάλων. Αὐτή ἡ περιοχή παλιά ἦταν τσιφλίκι τουρκικό καί νοικιαζόταν
χειμερινό λιβάδι ἀπό κτηνοτρόφους τοῦ χωριοῦ Μεροκόβου, ὅπως ἔμαθα
ἀπό ὑπέργηρους γέροντες 3 τοῦ χωριοῦ Πύργου. Τό χειμαδιό τό χειμώνα
τό ἀποτελοῦσαν ἀρκετές οἰκογένειες, οἱ ὁποῖες ἔδωσαν καί τό τοπωνύμιο
Μυρόκοβο, ὅπως ἐκεῖνοι ἐνθυμοῦνται ἀπό τούς παππούδες των, πού ἐκτός
ἀπό τόν χειμώνα μερικοί δουλεύαν στόν τσιφλικά καί τό καλοκαίρι. Μετά
τήν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας τό 1881 τό τσιφλίκι ἔγινε δημόσιο καί
ἔκτοτε ἔφυγαν οἱ Μεροκοβίτες καί ἀπόμεινε στούς ντόπιους τό τοπωνύμιο
μόνο νά χρησιμοποιεῖται στίς δοσοληψίες καί τά συμβόλαια.
᾿Αναζητήσαμε σε σλαβικά λεξικά τήν προέλευση τοῦ τοπωνυμίου
Μεροκόβου καί δέν ἔγινε δυνατό νά τεκμηριωθῆ ἡ σλαβική προέλευσή
τουυ. Μάλιστα προκαλεῖ ἐντύπωση πῶς ὁ λόγιος κωδικογράφος Νικόλαος ἱερεύς (πού θά τόν ἐξετάσουμε στό παρακάτω κεφάλαιο μαζί μέ τούς
ἄλλους λόγιους Μερκοβίτας) γιά τήν ὀρθογραφία τοῦ τοπωνυμικοῦ τοῦ
ἐπιθέτου ὑπογράφει ἄλλοτε ὡς Μιροκοβίτης στόν κώδικα 96 τοῦ ῾Αγίου
Στεφάνου Μετεώρων καί ἄλλοτε ὡς Μυρ- ἤ Μοιροκοβίτης στόν κώδικα
Ι12406 τῶν Βρυξελῶν.
3. Προχριστιανικά έρείσματα τοῦ Μυροφύλλου
Ὁ χῶρος τοῦ χωριοῦ Μυροφύλλου καί γενικά ὁ εὐρύτερος χῶρος τοῦ
ὀρεινοῦ ὄγκου πρέπει νά ἔχι κατοικηθεῖ ἀπό τή νεολιθική ἐποχή. ᾿Αναφέρω μία τυχαία ἀνακάλυψη τοῦ συγχωριανοῦ μας Νικολάου Ε. Τζαφόλια
στά 1989 στήν τοποθεσία «Φούρνους» Γκολφαρίου. Εἶναι σπηλιές μέσα σέ
κρημνώδη τοποθεσία, ὅπως περιγράφεται παρακάτω στά τοπωνύμια. Στήν
παραπάνω τοποθεσία ἀνεῦρε τυχαία ὁ συγχωριανός μας (ὑπάρχει μαγνητοταινία) ἕνα θαμμένο ἄνθρωπο πού βγῆκε στήν ἐπιφάνεια, ἀφοῦ ἀπό
νεροποντή, κατολίσθησε. Ὑπῆρχε δίπλα του ἑστία φωτιᾶς. Μέ τήν βοήθεια τῆς ξύλινης ἀγκλίτσας του ἔσκαψε καί βρῆκε τόν ἄνθρωπο νά κρατάει ἕνα «στουρναρένιο μαχαῖρι», τό πῆρε καί τό ἀπέστειλε στήν ἀρχαιολογική ὑπηρεσία Λάρισας. Ἡ ἀρχαιολογική ὑπηρεσία τό κράτησε καί ἀρχαιολόγος της ἦλθε στό Μυρόφυλλο καί γιά ἄλλες δουλειές. Ξεκίνησε νά
πάει στό χῶρο αὐτό ἀλλα στή μέση τοῦ δρόμου ἐγκατέλειψε γιατί δέν εἶχε
εὐκαιρία(….) ὅπως μοῦ εἶπε (26-9-95) ἐνώπιον συγχωριανῶν στό καφενεῖο
τοῦ χωριοῦ.
Τό Μυρόφυλλο ἔχει ἀρκετά προχριστιανικά ἐρείσματα, τά ὁποῖα, ἐάν
μελετηθοῦν ἀπό τούς εἰδικούς, θά δώσουν, σίγουρα, πολλά στοιχεῖα τῆς
ζωῆς του καί τό βασικότερο θά ἀποκατασταθεῖ ἡ πλάνη τοῦ Vasmer, γιά
τήν προέλευση τοῦ ἀρχικοῦ τοπωνυμίου του καί ὅσων ἄλλων ξένων ἤ
Ἑλλήνων θέλουν νά τό βαπτίσουν σλαβικό.
Ἡ περιοχή τοῦ Μυροφύλλου ἀνῆκε στήν ἀρχαία Αθαμανία καί εἶναι
μεταξύ τῶν πόλεων Θεοδωρίας καί ᾿Αργιθέας. Πάρα πολλές πληροφορίες
γιά προχριστιανικά ἐρείσματα δίνει ὁ μεγάλος φιλέλληνας Ν. G.
Hammond στό ἔργο του «Ἤπειρος»42. Ὅλη τήν περιοχή τή διέτρεχε έρευνώντας τήν ἀρχαία ᾿Αθαμανία καί παραθέτει γιά πολλά χωριά προχριστιανικά ἐρείσματα. Τό ὅμορο χωριό Μοσχόφυτο (Κορνέσι), Πολυνέρι (Κοθώνη) ἔχουν43 ἀρκετά προχριστιανικά ἐρείσματα, πολύ περισσότερα πρέπει νά ὑπάρχουν στόν ἀνοιχτό χῶρο τοῦ Μυροφύλλου ἀλλά χρειάζεται
εἰδική ἔρευνα προτοῦ καλυφθεῖ ὁ παράχθιος χῶρος ἀπό τήν ἐπικείμενη
λίμνη τοῦ φράγματος Συκιᾶς. Ἕνας σοβαρός ἐχθρός πού κάλυψε ἔνα
μεγάλο χῶρο ἤ ἴσως καί ἀνέσκαψε εἶναι τά σαρίσματα στά τρία μεγάλα
ρέματα τοῦ χωριοῦ. Τό ρέμα τῆς Μαυρομάτας ἔχει καταστρέψει ἔνα τέτοιο χῶρο ἀπό τά Μπότσια ὡς τό ποτάμι, ἐπίσης τό ρέμα στό Μπουρνιά
Ξηρολάγκαδο καί τό ρέμα στή Φτέρη.
Σοβαρά ἐρείσματα προχριστιανικά ὑπάρχουν ἀπό τά θραύσματα
(σπασμένα ἀγγεῖα, κεραμίδια, κ.τ.λ. στή γλώσσα τῆς ἀρχαιολογίας) πού
ὑπάρχουν κάτω ἀπό τήν κοίτη στό ρέμα τῆς Μαυρομάτας (μέσα στά χαλιάδια σε μικρό βάθος) ἀλλά καί σέ ὅλο τόν εὐρύτερο Μεροκοβίτικο χῶρο
ἀφοῦ ὑπῆρξαν κατολισθήσεις οἱ ὁποῖες παρέσυραν στό βίαιο κατακλυσμό
ὅ,τι ὑπῆρχε, χε, ὅπως μᾶς εἶπε ἀρχαιολόγος σέ μιά πολύ πρόχειρη ἐπίσκεψη
στό χῶρο44.
Ἐμεῖς στήν παροῦσα μας μελέτη θά σταθοῦμε σέ ὅ, τι βρέθηκε στό
χῶρο ἀπό τούς ἴδιους τούς κατοίκους τυχαῖα καί τεκμηριώνουν ἀρκετά
βάσιμα πολλές προσδοκίες στό μέλλον γιά τό χωριό Μερόκοβο.
Πολλές φορές στίς μέρες μας ἀγαθοί κάτοικοι τοῦ χωριοῦ συζητοῦν
γιά «ἀρχαίους τάφους», τούς ὁποίους βρῆκαν στα χωράφια τους. Αναφέρουμε παρακάτω μερικά παραδείγματα τά ὁποῖα ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τό ἀληθές45.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1962 ὁ Ν. Φ. ἔδωσε ἕνα χάλκινο ταῦρο 30 περίπου
ἑκατοστῶν στόν αὐστριακό περιηγητή βαρῶνο Fr. V. Alber46, γιά νά τοῦ
εἰπεῖ «τί παιχνίδι εἶναι αὐτό τό γελαδάκι πού παίζει ὁ υἱός του». Ὁ ταῦρος
αὐτός47 βρέθηκε στο Διάσελλο στήν κορυφή πού ὁ λόφος δεσπόζει καί
προστατεύεται, ἀπό τίς τρεῖς πλευρές του ἀπό τόν ᾿Αχελῶο. Εἶναι ἄραγε ὁ
ταῦρος αὐτός ἕνα ὁμοίωμα προσφορά «σάν ὑποκατάσταση πραγματικῶν
θυσιῶν ὅπως στήν Κρήτη;». Γνωρίζουμε ὅτι στόν Ἑλλαδικό χῶρο ἔχουμε
χάλκινα καί ὀρειχάλκινα σκεύη ἀπό τήν τρίτη χιλιετηρίδα πρό Χριστοῦ.
Εὑρήματα ταυροκεφαλῆς ἔχουμε στήν Κρήτη μεταξύ τοῦ 1550-1500 π. Χ.
Ἔχουμε ἔτσι ἤ ἀλλιῶς τήν λατρεία τοῦ Ταύρου ἀπό τούς Δωριεῖς καίἡ
τοποθεσία τῆς εὑρέσεώς του στό Διάσελλο μᾶς ὠθοῦν στήν σκέψη ὅτι
ὅπως δήποτε ἔχει σχέση μέ τήν λατρεία τοῦ Ταύρου στό χώρο. Γνωρίζουμε
ὅτι στήν ᾿Αθαμανία λατρευόταν ἡ ᾿Αθηνᾶ, ἡ Διώνη, ὁ ᾿Ακραῖος Δίας, τό
ἱερό του ὑπῆρχε στήν πρωτεύουσα τῆς ᾿Αθαμανίας (Τίτος Λίβιος 38.2.5).
Ὅμως ἀπό τό 2ο π.Χ. αἰώνα στήν ᾿Αθαμανία λατρεύεται καί ὁ Ποσειδώνας τοῦ ὁποίου λατρευτικό σύμβολο εἶναι ὁ Ταῦρος.
Στήν ἴδια τοποθεσία 200 περίπου μέτρα βορειοανατολικά, ἀνασκάφτηκαν σε ἀγρούς μερικοί τάφοι, οἱ ὁποῖοι ὅπως μοῦ ἀνέφερε ὁ Ν. Γ. Π.,
εἶχαν γύρω καί πάνω σχιστόπλακες ντόπιες. «Μέσα εἶχαν κάρβουνα μαζε- μένα στήν ἄκρη καί τεμάχια ἀνθρώπινων ὀστῶν»48 Ἦταν ἄραγε τό νεκρικό ἔθιμο τῶν Δωριέων ἐκεῖ στήν περιοχή τῆς ᾿Αθαμανίας μιᾶς ἀπό τίς
περιοχές πού πρωτοξεκίνησαν τά Ἑλληνικά φύλα πρός τήν ἑλλαδική χερσόνησο, ὅπως ἀναφέραμε στά προηγούμενα κεφάλαια; (βλέπε κεφάλαιο ἡ
᾿Αθαμανία).
Σέ ἄλλο σημαντικό χῶρο πού·παρουσιάζει πάρα πολλές ἐνδείξεις ὅτι
εἶναι ἀρχαῖο νεκροταφεῖο, στίςΝεροτριβιές τό ἔτος 1957, ὁ παρακείμενος
χείμαρρος Μαυρομάτα ἀποχωμάτισε σέ βάθος 1,50 περίπου μέτρα τούς
ἀγρούς στήν κοίτη του καί ἦλθαν στό φῶς ἴδιοι κιβωτιόσχημοι δύο τάφοι
μέ σχιστόπλακες πού ἀπομεινάρια ὑπῆρχαν μέχρι τό 1962 τουλάχιστο μέ
ἴδιο περιεχόμενο.
Ἔκτοτε στό μέρος αὐτό ὁ χείμαρρος ἀποχωματώνει πάντοτε κατά τούς
χειμερινούς μήνες τό ἔδαφος καί παρασέρνει τέτοια εὑρήματα49. Ιδιοι
τάφοι βρέθηκαν κατά καιρούς στίς τοποθεσίες Ξηρολάγκαδο καί Σταυρός.
Στή θέση Σταυρός, σε χωράφια τοῦ Β. ᾿Απ. Καραούλη, ὅπως ὁ ἴδιος
μοῦ περιέγραψε, οἱ κιβωτιόσχημοι τάφοι ἔχουν μικρότερο σχῆμα (καθότι ὁ ἴδιος ὁ καλύτερος πάσης φύσεως μάστορας λεπτουργός σκαλιστής
στήν περιοχή στό ξύλο καί στήν πέτρα) εἶχαν μέσα ὀστά μικρῶν ἀνθρώπων ἴσως πολύ νεαρᾶς ἡλικίας. Ἴσως στό παραπλεύρως χέρσο χωράφι του
νά ὑπάρχουν καί ἄλλοι τέτοιοι τάφοι. ῎Ας ἐλπίσουμε στό μέλλον μιά εἰδική
ἔρευνα ἀρχαιολόγου θά φέρη αἴσια ἀποτελέσματα στό χῶρο.
Στό συνοικισμό Πύργος τοπωνύμιο πού προδίδει τήν ὕπαρξη ἑνός ἀρχαίου οἰκισμοῦ καί σέ χωράφια, ὅπως μοῦ περιέγραψε ὁ Θ.Δ.Φ., στήν
καλλιέργεια τῶν χωραφιῶν (=ξελάκωμα στή ντόπια γλώσσα) βρίσκαν
«ἀρχαῖα ντουβάρια». Κατά πόσο εἶχαν ἀρχαιολογική σημασία δέν μπορῶ
νά κρίνω ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἔχω μόνο μιά ἀφηγηματική ἐμπειρία ἀνειδικεύτου
ἀτόμου στό ἀντικείμενο. Στόν ἴδιο συνοικισμό κοντά στίς ὄχθες τοῦ ᾿Αχελώου στή θέση Πλατύπορος βρέθηκαν ἀπό τόν Νικόλαο Γεωργίου Παππά παρόμοιοι τάφοι καί τά ὑλικά τους χρησιμοποιήθηκαν γιά δόμηση
τοιχῶν.
Ἕνα ἄλλο ἀξιοσημείωτο γεγονός συνέβηκε τό 1963 μέ τήν καθίζηση
τοῦ Μυροφύλλου στή δυτική πλευρά τοῦ κεντρικοῦ συνοικισμοῦ στή θέση
᾿Αμβροσία.
Ἡ καθίζηση ἦταν ἀργή περίπου 2-3 ἡμέρες ἀλλά σταθερή καί οἱ κάτοικοι προσπαθοῦσαν ὁ καθένας πού ἔχανε τό σπίτι του, τίς ἀποθῆκες νά
περισώση ὅ,τι προλάβαινε (σ’ αὐτούς συμπεριλαμβάνονται καί οἱ γονεῖς
μου). Πολλοί χωριανοί παρατήρησαν μιά μεγάλη πέτρινη κολόνα βγῆκε
στήν ἐπιφάνεια κατά τίς βυθήσεις καί ἀνυψώσεις τοῦ ἐδάφους, ἡ ὁποία
χάθηκε μέσα στή γῆ τελικά.
Βαρύνουσα εἶναι ἡγνώμη τοῦ μεγάλου ῎Αγγλου ἀρχαιολόγου – ἱστορικοῦ καθηγητή στό Καίμπριτζ, Nikolas G. Hammond, ὁ ὁποῖος ἐρεύνησε –
περιέγραψε τή μείζονα περιοχή στήν ὁποία ἀνήκει καί τό Μυρόφυλλο.
Εἶναι νωπή ἡ εἰκόνα τῶν παιδικῶν χρόνων πού κοντά στά πρόβατα
σκαλίζουμε στό πρανές τῶν ἀποχωματώσεων τοῦ ρέματος τῆς Μαυρομάτας ἀπό τό ὕψος τῆς θέσεως Στρογγυλό ὡς τήν κορυφή Κουνάβα προπάντων ἀνάμεσα στή θέση Νεροτριβιές, βρίσκουμε ὀστᾶ πάσης φύσεως ἀνθρώπινα μικροῦ μεγέθους κομμάτια μέ κτερίσματα μεταλλικά.Πάνω ἀπό
ὅλα μικρές λεπῖδες, ἴσως αἰχμές δοράτων ἤ καί ἄλλων ἀγαπημένων ἀντικειμένων πού συνεθάπτοντο μέ τούς νεκρούς κατά τό ἀρχαῖο ἔθιμο τῆς
ταφῆς των ἦταν ἡ περιζήτητος λεία γιά τά παιχνίδια μας στίς ἀτέλειωτες
ὧρες τοῦ καλοκαιρινοῦ σταλίσματος τῶν ζώων. Ὅλα κυλοῦσαν καί συνέβαιναν μαζί μέ τό ἀνυποψίαστο νεαρόν τῆς ἡλικίας, βυθισμένο στό λήθαργο τῆς ἀμάθειας.
Σέ ἴδια μορφολογική τοποθεσία μάλιστα μέ τό ἴδιο τοπωνύμιο στή
Νεροτρ(ι)ουβιά ᾿Ανθηροῦ (Βουκοβίτσας) τοῦ νομοῦ Καρδίτσας νοτιοανατολικά καί στόν ροῦ τοῦ ᾿Αχελώου περίπου τέσσερες ὧρες δρόμο πεζῆ
στήν ἴδια περιοχή τῆς ᾿Αθαμανίας ὁ ἀρχαιολόγος Clarke βρῆκε νομίσματα,
θεμέλια ἀρχαίων κτιρίων, τεῖχος μέ πέτρες μεγάλων διαστάσεων τά ὁποῖα
περιγράφει λεπτομερῶς ὁ Nikolas G. h. Hammond52. Εἶναι ἄραγε ἁπλή
σύμπτωση στά τοπωνύμια ἤ τά νεροτριβεῖα ἦταν ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή
χῶρος κατοικιῶν, οἰκισμῶν ἤ καί χωριῶν, ἄν κρίνει κανείς ἀπό τήν λεπτομερῆ περιγραφή πού παραθέτω στήν ὑποσημείωση;
Νά λοιπόν χῶροι πού συγκεντρώνουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον στό Μυρόφυλλο γιά μιά παραπέρα ἔρευνα ἀπό εἰδικούς, τόσο στή θέση Νεροτριβιές, ἀλλά καί στή θέση Λογγούλα, Φτέρη, Πλατύπορος, Κάμπος, Ξηρολάγκαδο, ὅπου ὑπάρχουν θραύσματα κεραμιδιῶν καί ὑπῆρχαν Νεροτριβεία.