Πυγμαλίων και Γαλάτεια: Η αγάπη που έδωσε ζωή στην τέχνη!

Πυγμαλίων και Γαλάτεια

Όταν είμαστε μόνοι μας και χρειαζόμαστε να αγαπήσουμε κάποιον και να αγαπηθούμε από κάποιον, η ερωτική μας φαντασία μπορεί να κατα-σκευάσει ένα είδωλο του τύπου του προσώπου που ελπίζουμε να βρούμε, κάποιον που θα ανταποκρίνεται τέλεια στις ανάγκες μας, κάποιον που θα μας ικανοποιεί όσο κανείς άλλος. Βέβαια, η αληθινή ζωή δεν θα μας προσφέρει ποτέ αυτήν την τελειότητα· πώς θα μπορούσε εξ άλλου αφού και εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε τέλειοι; Αλλά εάν η καντίνα είναι στεγνή, ο διψασμένος ταξι διώτης της ερήμου θα επιθυμήσει μια όαση πίσω από τον επόμενο αμμόλοφο μέχρι αύτη η ίδια η λαχτάρα να κάνει το νερό χειροπιαστό.

Αυτό συνέβη για κάποιον που ονομάζονταν Πυγμαλίων, ο οποίος ζούσε στην νήσο Κύπρο. Η Κύπρος ήταν το πρώτο νησί που επεσκέφθητε η Αφροδίτη μετά την γέννησή της μέσα στην θάλασσα, και έτσι το νησί είχε ιστορικούς δεσμούς με τα ερωτικά. Σύμφωνα με μια παράδοση, ο Πυγμαλίων ήταν ο βασιλιάς του νησιού, και σύμφωνα με μια άλλη, γλύπτης. Γλύπτης ή βασιλιάς, ο Πυγμαλίων δεν βρήκε το είδος της γυναίκας στην όποια θα μπορούσε να δώσει την καρδιά του. Μια άλλη παράδοση του νησιού ήταν η πορνεία και, απηυδισμένος από την ελευθεριότητα των γυναικών της Κύπρου, ο Πυγμαλίων αποφάσισε να ζήσει μόνος του. Παρ’ όλα αυτά, μέσα στην μοναξιά του, συνέχισε να διψά, όπως ο ναυαγός ναύτης ο οποίος δεν μπορεί να πιει από το αλμυρό νερό πού τον περιτριγυρίζει.

Ένα απόγευμα, καθώς ο Πυγμαλίων δούλευε σκαλίζοντας ένα νέο άγαλμα, ένιωσε τα χέρια του να κινούνται με ακατανόητο πάθος. Σκαλίζοντας κάθε κομμάτι του αλάβαστρου με ασυνήθιστη ένταση, προσέθετε τα κομμάτια, το ένα μετά το άλλο, στο ξύλινο καλούπι. Έτσι άρχισε, σιγά, ένα ολόσωμο ομοίωμα μιας γυναίκας να σχηματίζεται στα χέρια του, ένα ομοίωμα απίστευτης ομορφιάς με απαλό δέρμα και ένα λεπτό χαμόγελο στα χείλη. Προσέθεσε στα χείλη ένα λεπτό ροζ χρώμα και κρέμα στα βαθουλωμένα μάτια. Καθώς έκαμνε αυτό, εκείνη τον κοίταξε – ή έτσι του φάνηκε του ίδιου – με πολλή αγάπη και ευγνωμοσύνη. Εκείνος τρόμαξε και οπισθοχώρησε για λίγο, θαυμάζοντας, όχι τόσο την δουλειά του, γιατί εκείνη δεν έμοιαζε σαν κάτι που δημιούργησε ο ίδιος, άλλα κάποιος τον οποίο έφερε ο ίδιος στην ζωή, ένα σύνολο που προκαλούσε περισσότερο από όλα τα επί μέρους κομμάτια του, ένα τέλειο και πανέμορφο θηλυκό που αντιπροσώπευε κάθε επιθυμία και προσδοκία του. Ο Πυγμαλίων πήγε να πάρει λίγο κρασί για να πιει και επέστρεψε στο άγαλμα. Εκείνο φάνηκε να τον περιμένει και εκείνος σχεδόν ζήτησε συγνώμη για την ολιγόλεπτη απουσία του.

Το βράδυ καθώς ξάπλωσε στο κρεβάτι μόνος του, σκέπτονταν το αλαβάστρινο πρόσωπο που άγγιξαν τα χέρια του. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στο εργαστήριο του. Εκείνη στέκονταν εκεί, και το χλωμό φως του φεγγαριού αντανακλούσε πάνω στο γυμνό της δέρμα. Κάθισε δίπλα της και την κοίταξε στο πρόσωπο. «Και να ήσουν αληθινή», σκέφτηκε.

Το επόμενο πρωί ξύπνησε στο πάτωμα του εργαστηρίου του, όπου αποκοιμήθηκε. Στο λαμπρό φως του ήλιου, το άγαλμα που σκάλισε, τώρα φαινόταν ένα απλό άγαλμα και τίποτε παραπάνω· όμορφο στην επιφάνεια αλλά χωρίς ψυχή.

Εκείνο το βράδυ ξάπλωσε και πάλι μόνος του. Έξω από το παράθυρό του μπορούσε να ακούσει τα γέλια ενός ζευγαριού που περνούσε στον δρόμο. Παρακολούθησε τις φωνές τους μέχρις ότου χάθηκαν στο τέλος του δρόμου και οι φωνές τους έσβησαν απαλά. Όπως ήταν ξαπλωμένος θυμήθηκε τα λόγια ενός ποιήματος που έγραψε μια άλλη εταίρα του νησιού, η Σαπφώ:

Έδυσε το φεγγάρι και οι Πλειάδες, σχεδόν πέρασε η νύχτα, ο χρόνος περνά, κι’ εγώ είμαι ξαπλωμένος μόνος μου.

Αλλά για τον Πυγμαλίωνα, το φεγγάρι δεν είχε δύσει ακόμα. Σηκώ-θηκε και πήγε πάλι στο εργαστήριο του. Εκείνη ήταν ακόμη εκεί, λάμποντας στο φως του φεγγαριού, φεγγοβολώντας ήρεμα και αγνά. Τότε ο Πυγμαλίων έκανε κάτι εξαιρετικό, κάτι που αποκάλυψε το μέγεθος της προσδοκίας του και την απελπισία του. Απαλά, σήκωσε το άγαλμα και το πήγε στο κρεβάτι του, βάζοντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι δίπλα στο δικό του. Ύστερα έβαλε τα χέρια του στο στήθος της και χάιδεψε τα στήθια που σμίλεψε ο ίδιος στο αλάβαστρο, έσκυψε και φίλησε το αλαβάστρινο μάγουλό της και είπε για πρώτη φορά το όνομά της, «Γαλάτεια» που σήμαινε «άσπρη σαν το γάλα».

Και καθώς εκείνη έλαμπε στο φως του φεγγαριού, συνέχισε να της μιλά και να της λέει πόσο την αγαπούσε και πόσο την περίμενε να έλθει στην ζωή του

Το πρωί ξαναέβαλε το άγαλμα στο βάθρο του, αφού το κάλυψε με . ένα διάφανο πέπλο που αγόρασε την προηγούμενη μέρα στην αγορά. Επίσης έβαλε μπροστά του και ένα προπέτασμα για να μην μπορεί κανείς να δει το αριστούργημα που έφτιαξε. Το βράδυ την ξαναέφερε στο κρεβάτι του, την ξέντυσε και την αγκάλιασε μέχρι που κοιμήθηκε.

Την επόμενη μέρα ήταν η γιορτή της Αφροδίτης, η πιο χαρούμενη γιορτή του νησιού. Ο Πυγμαλίων πήγε στον Ναό της θέας και την παρακάλεσε από τα βάθη της καρδίας του : «Δώσε ζωή στην γυναίκα που αγαπώ, και κάνε την να με αγαπήσει όσο την αγαπώ κι’ εγώ». Ήξερε, βέβαια, ότι η προσευχή του ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Θα ήταν καλύτερα να προσευχηθεί στον Ασκληπιό, τον θεό της ίασης, να θεραπεύσει την τρέλα του και να δώσει ένα τέλος στις παραισθήσεις του, αλλά ακριβώς αύτη η τρέλα και αυτές οι παραισθήσεις γέμισαν το μυαλό του όπως τίποτε άλλο στο παρελθόν και γι’ αυτό δεν μπορούσε να πει αυτήν την προσευχή.

Το βράδυ ο Πυγμαλίων έκανε ότι είχε πια γίνει μια τελετή, πήρε την Γαλάτεια στο κρεβάτι του καί ξάπλωσε δίπλα της. Αλλά αυτό το βράδυ, όπως την αγκάλιασε, ένοιωσε το αλαβάστρινο στήθος της τρυφερό και ζεστό και σηκώνονταν και έπεφτε σαν – ναι – σαν το άγαλμα να ανέπνεε. Τα μάτια του, που μέχρι τώρα παρέμεναν ανοικτά, ανοιγόκλειναν, και δάκρυα κυλούσαν από αυτά. «Γαλάτεια», φώναξε κατάπληκτος, «Γαλάτεια».

Το όνομά της ήταν το μόνο που μπορούσε να πει καθώς εκείνη γύρισε προς το μέρος του και τον φίλησε, και είπε το όνομά του, σαν να τον ήξερε από την ημέρα που γεννήθηκε, πράγμα που ήταν και η αλήθεια. Η Αφροδίτη, για την όποια όλα ήταν δυνατά, απάντησε στην προσευχή του Πυγμαλίωνα, αναγνωρίζοντας την επιθυμία του.

Μερικοί λένε ότι η Ιστορία του Πυγμαλίωνα και της Γαλάτειας περιγράφει την ανθρώπινη φύση μας. Το να είσαι άνθρωπος, λένε, σημαίνει ότι είσαι ατελής. Οι ζωές μας, λένε, βρίσκονται σε μια αδιάκοπη αναζήτηση, για να ολοκληρωθούν, πράγμα που γίνεται όταν ενωνόμαστε με κάποιον άλλον ο οποίος ανταποκρίνεται στην πρόσκλησή μας για να ολοκληρωθούμε. Έχουμε δημιουργηθεί αρσενικοί και θηλυκές από τους θεούς, αλλά σαν άτομα υποφέρουμε σαν κομμάτια που ψάχνουμε να βρούμε το άλλο μισό μας, ο ένας τον άλλον.

Το σύμπαν, δίδαξε ο Πυθαγόρας, συνίσταται από τέτοια αντίθετα, τέτοια ακραία πράγματα όπως: Μέρα και νύχτα, φως και σκοτάδι, μονά και ζυγά, γυναίκα και άνδρα. Μόνο στην μυστική ένωση αυτών των αντιθέτων, μπορεί να γίνει κατανοητός ο κόσμος.

Άλλοι λένε ότι αυτός ο μύθος δεν αναφέρεται στην έλξη που νοιώθ θουμε ο ένας για τον άλλον, αλλά στην προσδοκία μας για την ομορφιά και την τελειοποίησή της, μια εσωτερική ανάγκη την οποία οι καλλιτέχνες, όπως ο Πυγμαλίων, γνωρίζουν εσωτερικά. Αναπόφευκτα, είναι μια τελειότητα απρόσιτη για όλους μας. Ακόμη και η Γαλάτεια, από την στιγμή που ζωντά νεψε, άρχισε να γερνά. Ακριβώς εκείνη την στιγμή άρχισε η παρακμή της ομορφιάς της, επειδή όλα τα ζωντανά όντα υπόκεινται στην φθορά καθώς ταξιδεύουν από το ένα άκρο, την γέννησή τους, στο άλλο άκρο, τον θάνατό τους. Ο Πυγμαλίων διαπίστωνε αυτήν την αλήθεια κάθε μέρα καθώς έβλεπε το πρόσωπο της Γαλάτειας και αναλογιζόταν το κάποτε – αλαβάστρινο σώμα της. Αλλά αύτη η φθορά είναι μέρος της ζωής. Μόνο εκείνος που αρκείται σε ένα άψυχο έργο τέχνης θα αρνηθεί μια πραγματική γυναίκα· αλλά εκείνος που θα δεχθεί μια αληθινή γυναίκα δεν θα αποκτήσει ποτέ την ιδανική (γυναίκα).

Ένα τέτοιο ιδανικό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από την τέχνη. Είναι το πολύτιμο λεπτό που συλλαμβάνεται σε ένα πλαίσιο μιας ταινίας, αλλά αν αφήσουμε την ταινία να προχωρήσει το ένα λεπτό διαδέχεται το άλλο. Όπως η άμμος, το φως του φεγγαριού γλιστρά μέσα από τα δάχτυλα μας.

Είναι μια τέτοια αγωνιώδης τελειότητα εκείνη για την οποία έγραψε ο Άγγλος ποιητής John Keats στην «Ωδή για μια Ελληνική τεφροδόχο» -αγωνιώδης επειδή μας βασανίζει με μια ολοκληρωμένη και σταθερή ομορφιά που ποτέ δεν μπορούμε να αποκτήσουμε στην ζωή.

«Γενναίε εραστή, ποτέ, μα ποτέ δεν μπορείς να την φιλήσεις, αν και είσαι νικητής κοντά στο τέρμα – αλλά μην λυπάσαι· Εκείνη δεν μπορεί να χαθεί, ακόμη κι’ αν εσύ δεν έχεις την ευτυχία σου,

Εσύ θα την αγαπάς για πάντα, και εκείνη θα είναι ωραία.»

Τέτοια τελειότητα, που δεν σε λιγώνει ποτέ, ανήκει μόνο στην τέχνη, όχι στην πραγματική ζωή. Αλλά, όπως σημείωσε ο Keats, αύτη η τελειότητα μας δείχνει τον σκοπό τον όποιο πρέπει να φιλοδοξούμε, εκείνες τις φευγα λέες στιγμές οι οποίες δίνουν αξία στην υπόλοιπη ζωή.

Η αναζήτηση της τελειότητας μπορεί να μας προκαλέσει έντονο πόνο, τον πόνο που ένοιωσε ο Πυγμαλίων. Εάν μετριάσουμε τις επιθυμίες μας και τις προσδοκίες μας, μπορεί να γλυτώσουμε τον εαυτό μας από περιττά βάσανα.

Βασανιζόμενοι από ένα όραμα της τέλειας ομορφιάς και αγωνιούντες από την διαπίστωση του πρόσκαιρου της, οι καλλιτέχνες της αρχαίας Ελλάδας προσπαθούσαν να αποθανατίσουν αυτήν την ομορφιά χρησιμοποιώντας τα υλικά που είχαν στην διάθεσή τους. Μια και δεν είχαν την βιντεοκάμερα, χρησιμοποίησαν το πινέλο του ζωγράφου και την σμίλη του γλύπτη. Στα αγγεία τους και στα γλυπτά τους, επιβιώνει το κλασικό όραμά τους για την ομορφιά.

Όταν καταλάβουμε και δεχτούμε ότι η ζωή είναι στιγμές που περ νούν, ότι δεν μπορούμε να την αποκτήσουμε και να την οικειοποιηθούμε, τότε καταλαβαίνουμε πόσο πολύτιμη είναι η ζωή. Στο τέλος, το άγαλμα της Γαλάτειας, όσο τέλειο κι’ αν ήταν, θα σταματούσε να ικανοποιεί τον Πυγμα λίωνα. Η σιωπή της θα σταματούσε να αποκρίνεται στις ανάγκες του. Ι Μόνο η ζωντανή φωνή της και οι σκέψεις της θα ικανοποιούσαν την δίψα του.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο τελειομανής Πυγμαλίων θα ήταν πάντα ευχαριστημένος με ότι θα έλεγε η Γαλάτεια. Δίνοντας ζωή στο άγαλμα, η Αφροδίτη της έδωσε και ελευθερία και ανεξαρτησία. Η ελευθερία της και η ανεξαρτησία της ήταν ένα τίμημα που ο Πυγμαλίων θα έπρεπε να πληρώσει.

Είναι το ίδιο μάθημα πού έπρεπε να μάθει ο καθηγητής Henry Higgins στο έργο του George Bernard Shaw «Πυγμαλίων», το οποίο ενέπνευσε το κατοπινό Μιούζικαλ του Μπρόντουέϊ «My Fair Lady».

Από το βιβλίο:Οι 8 Πυλώνες της Ελληνικής Σοφία Συγγραφέας: Stephen Bertman, Ph.D. Αθήνα 2016 σελ 65-70, ετοίμασε ο B.T www.pelasgoskoritsas.gr