4.1.3.5 Τα Φροντιστήρια
Τα Φροντιστήρια Ελληνικής Γλώσσας έκαναν την εμφάνισή τους στην Αλβανία αμέσως μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Αποτελούσαν μία διέξοδο για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας σε περιοχές που είχαν αποκλειστεί από τις μειονοτικές ζώνες και κατ’ επέκταση δεν είχαν το δικαίωμα για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο και σε περιοχές που είχαν ενταχθεί στις μειονοτικές ζώνες, οι δυσκολίες που προβάλλονταν πολλές φορές από το αλβανικό κράτος για την ίδρυση ελληνικού μειονοτικού σχολείου, οδήγησαν τις τοπικές κοινότητες στην εναλλακτική λύση της ίδρυσης φροντιστηρίου εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, εφόσον δεν ήταν εφικτή η ίδρυση σχολικής μονάδας. Επιπλέον, τα φροντιστήρια αποτέλεσαν και ένα μέσο διείσδυσης διαφόρων οργανώσεων και φορέων στο εσωτερικό της Αλβανίας, με σκοπό την απόκτηση πολιτικής επιρροής.
Ήδη από το 1991-1992 με την πρωτοβουλία Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) και ντόπιων Κορυτσαίων, ιδρύθηκαν τα πρώτα Φροντιστήρια Ελληνικής Γλώσσας στην Κορυτσά. Αρχικά τα φροντιστήρια λειτουργούσαν ως «κρυφά σχολειά», αρχικά στο υπόγειο του καθηγητή (και μετέπειτα Προέδρου της Ομόνοιας και Βουλευτή) Γρηγόρη Καραμέλου και μετέπειτα στα γραφεία του τοπικού παραρτήματος της οργάνωσης «ΟΜΟΝΟΙΑ» (Καρακίτσιος, 2010). Στα φροντιστήρια γίνονταν δεκτοί ομογενείς και αλλογενείς, ομόδοξοι και αλλόδοξοι, ανήλικοι και ενήλικες, που επιθυμούσαν να μάθουν την ελληνική γλώσσα. Οι συνθήκες λειτουργίας τα πρώτα χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολες, λόγω των ανεπαρκών κτηριακών υποδομών, της έλλειψης διδακτικών εγχειριδίων και της ανυπαρξίας καταρτισμένου διδακτικού προσωπικού. Επιπλέον, για τη λειτουργία των φροντιστηρίων δεν υπήρχε κανενός είδους θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας. Αργότερα, με το Ν.23/30-09-1998 για τις προδιαγραφές ίδρυσης συλλόγων στην Αλβανία, θα έμπαιναν οι βάσεις για τη νομική κατοχύρωση της λειτουργίας των φροντιστηρίων. Παρά τα πολλαπλά προβλήματα, η εξάπλωση των φροντιστηρίων τα επόμενα χρόνια ήταν ραγδαία, μολονότι οι κρίσεις του 1994 με τη σύλληψη των πέντε ηγετικών στελεχών της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ» και τη δίκη που ακολούθησε και η κρίση του 1996-1997 με το πρόβλημα των «πυραμίδων», ανέκοψαν προσωρινά την επέκταση της λειτουργίας τους.
Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά τη σύλληψη των ηγετικών στελεχών της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ», ακολούθησαν δεκάδες συλλήψεις και ανακρίσεις ομογενών σε ολόκληρη την Αλβανία. Ένα από τα βασικά αντικείμενα της ανάκρισης των ομογενών στην Κορυτσά ήταν και η λειτουργία των Φροντιστηρίων Ελληνικής Γλώσσας (Καρακίτσιος, 2011). Μετά την κυβερνητική κρίση του 1996-1997 και την αποκατάσταση της ομαλότητας, η επέκταση του δικτύου των φροντιστηρίων στην μητροπολιτική περιφέρεια της Κορυτσάς ήταν ραγδαία. Η λειτουργία των φροντιστηρίων τέθηκε υπό τη σκέπη του Γενικού Προξενείου Κορυτσάς και η λειτουργία τους ενισχύονταν από διάφορους φορείς, οργανώσεις και ιδιώτες όπως η ΣΦΕΒΑ, οι Χριστιανικές Αδελφότητες Θεσσαλονίκης «ΕΛΠΙΣ», «ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ» και «ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ», ο Πρωτοπρεσβύτερος καθηγητής Ελ. Καρακίτσιος, κ.ά.. Ωστόσο, η λειτουργία των φροντιστηρίων ήταν ασυντόνιστη και εξέλιπε ένας κεντρικός σχεδιασμός (Καρακίτσιος, όπ.π.). Ο συνολικός αριθμός των μαθητών στα φροντιστήρια της Κορυτσάς ανέρχονταν στους 80. Το 1998 ο πρόεδρος της «Μηχανικής» Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, αποφασίζει να ενισχύσει τη λειτουργία των φροντιστηρίων στην Κορυτσά, αλλά και των άλλων 17 φροντιστηρίων που λειτουργούσαν στην ευρύτερη περιφέρειά της. Η προσφορά του Πρόδρομου Εμφιετζόγλου έλαβε τέλος μερικά χρόνια αργότερα, κάτω από διάφορες φήμες για την απόφασή του να αποχωρήσει.
Σχετικές αναφορές που μας μεταφέρθηκαν από άτομα που επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, αναφέρουν ότι οπτικοακουστικός εξοπλισμός που είχε αποσταλεί από τον επιχειρηματία για τα φροντιστήρια κατέληξε σε ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης, ενώ ηλεκτρογεννήτρια που επίσης είχε αποσταλεί από τον επιχειρηματία, βρέθηκε στην κατοχή ιδιώτη, πριν καταλήξει μετά από αγώνα στο φροντιστήριο. Ωστόσο, δεν είμαστε σε θέση να επιβεβαιώσουμε ή να απορρίψουμε τις ανωτέρω αναφορές. Τα φροντιστήρια στεγάζονταν πλέον στο κτήριο «Κόντη», δωρεά των αδερφών Βασιλείου και Μαίρης Κόντη από τη Θεσσαλονίκη (Καγιά, 2006), που ανακατασκευάστηκε με χρήματα του ελληνικού κράτους. Τη διεύθυνση ανέλαβε ο ομογενής εκπαιδευτικός Κώστας Γιάννης.
Η βελτίωση των συνθηκών διδασκαλίας λόγω της ενίσχυσης που υπήρξε, είχε ως αποτέλεσμα οι μαθητές να αυξηθούν στους 200 και στα φροντιστήρια στην περιφέρεια της Κορυτσάς στους 50. Η πληρωμή των δασκάλων γινόταν από το ελληνικό κράτος, τη ΣΦΕΒΑ και τον Πρ. Εμφιετζόγλου, σε αναλογία 25%, 25% και 50% αντίστοιχα, σε μια ομολογουμένως ιδιότυπη συνεργασία μεταξύ των τριών πλευρών. Την ίδια χρονιά με απόφαση του Δικαστηρίου της Κορυτσάς (Παράρτημα Α, Εικόνες 20 & 21), ιδρύθηκε με έδρα την Κορυτσά ο Πολιτιστικός, Καλλιτεχνικός και Αθλητικός Σύλλογος «Αδελφότητα», με πρώτο πρόεδρο τον Μιχάλη Γκότση και μετά από έξι μήνες τον Κώστα Γιάννη. Σκοπός ίδρυσης της «Αδελφότητας» ήταν να αποκτήσει νομική κάλυψη η λειτουργία των φροντιστηρίων στην Κορυτσά. Το 2002-2003 με τη συνεργασία των ΠΑΣΥΒΑ,ΣΦΕΒΑ, του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στην Κορυτσά Ελ. Πρώιου και τη θετική ανταπόκριση του Υπουργείου
Παιδείας της Ελλάδας, αποσπάστηκαν τέσσερις εκπαιδευτικοί προκειμένου να
διδάξουν στα φροντιστήρια της Κορυτσάς. Την επόμενη σχολική χρονιά οι
εκπαιδευτικοί διπλασιάζονται και τη σχολική χρονιά 2004-2005 γίνονται 14. Κάθε ένα
από τα πέντε τμήματα του φροντιστηρίου έκανε συνολικά 2 ώρες ελληνικά την
εβδομάδα (δύο φορές την εβδομάδα επί μία ώρα) και οι μαθητές εντάσσονταν σε
διαφορετικά επίπεδα (αρχάριοι, μέτρια γνώση, καλή γνώση) ανάλογα με τη γνώση της
ελληνικής γλώσσας που κατείχαν (Καγιά, 2006).
Υπό την προεδρία του Κώστα Γιάννη το 2002-2003, κατατέθηκε αίτηση για την
άδεια λειτουργίας ιδιωτικού σχολείου προσχολικής και 8χρονης υποχρεωτικής
εκπαίδευσης στην Κορυτσά, με σκοπό την αναβάθμιση της λειτουργίας των
φροντιστηρίων. Με την Απόφαση 40/26-02-2003 (Παράρτημα Α, Εικόνες 22 & 23)
του Υπουργείου Εκπαίδευσης και Επιστημών της Αλβανίας, εξεδόθη η σχετική άδεια
για τη λειτουργία εκπαιδευτηρίου με την ονομασία «Αδέρφια Κόντη», που προέβλεπε
μεταξύ άλλων, ότι το σχολείο θα λειτουργεί με πρόγραμμα αντίστοιχο με αυτό που
ισχύει για τα νηπιαγωγεία και τα 8χρονα σχολεία της μειονότητας. Το γεγονός ότι η
άδεια λειτουργίας επέτρεπε την εφαρμογή του προγράμματος των μειονοτικών
σχολείων σε ένα ιδιωτικό σχολείο εκτός των αναγνωρισμένων μειονοτικών ζωνών,
εκτιμάται ως ιδιαίτερης σημασίας, καθώς εμμέσως αναγνώριζε την ύπαρξη ΕΕΜ στην
Κορυτσά. Ωστόσο, η άδεια αυτή δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Οι λόγοι που μας έχουν
μεταφερθεί είναι διάφοροι και πολλές φορές αντιφατικοί μεταξύ τους, όπως ότι ένα
σχολείο με πρόγραμμα ίδιο με των μειονοτικών δε θα μπορούσε να λειτουργήσει στην
Κορυτσά λόγω ελλιπούς γνώσης της ελληνικής γλώσσας, ότι η λειτουργία του
σχολείου δεν έγινε εντός του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος με αποτέλεσμα να
καταστεί η άδεια άκυρη και ότι το αλβανικό Υπουργείο Παιδείας ανακάλεσε το ίδιο
την άδεια λειτουργίας. Εάν εξαιρέσουμε τον πρώτο λόγο, που ενδεχομένως δεν αποκλίνει της πραγματικότητας, οι άλλοι δύο λόγοι δεν κατέστη εφικτό να
επιβεβαιωθούν. Αντιθέτως, εάν ληφθεί υπόψη ότι την περίοδο εκείνη υπήρχαν
εσωτερικές προστριβές και διαμάχες στους κόλπους τόσο της «Αδελφότητας», όσο και
της «ΟΜΟΝΟΙΑΣ» στην Κορυτσά και ότι ο Κώστας Γιάννη εξαναγκάσθηκε σε
παραίτηση από την προεδρία των φροντιστηρίων (Καρακίτσιος, όπ.π.), αλλά και από
την προεδρία της «Αδελφότητας» (προφορική μαρτυρία του ιδίου), τότε η μη
υλοποίηση της άδειας λειτουργίας του εκπαιδευτηρίου «Αδέρφια Κόντη» θα πρέπει να
αναζητηθεί αλλού και πιο συγκεκριμένα στα εσωτερικά προβλήματα της
«Αδελφότητας» αλλά και τις αποφάσεις και ενέργειες των τότε Προξενικών Αρχών
στην Κορυτσά.
Ο νέος πρόεδρος της «Αδελφότητας» Ανδρέας Μήτσο (που μέχρι εκείνη τη
στιγμή ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου), υπέβαλλε αίτηση για την άδεια
λειτουργίας φροντιστηρίου στην Κορυτσά το 2004. Με την Απόφαση 137/10-05-2004
(Παράρτημα Α, Εικόνα 24) του Υπουργείου Παιδείας και Επιστημών της Αλβανίας,
εγκρίθηκε η λειτουργία του ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος «Αριστοτέλης» στην
Κορυτσά. Σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας, στο εκπαιδευτικό ίδρυμα
«Αριστοτέλης» θα λειτουργούσαν φροντιστήρια για τη διδασκαλία της ελληνικής και
αγγλικής γλώσσας καθώς και γνώσης Η/Υ, σύμφωνα με το πρόγραμμα που είχε
υποβληθεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο νομιμοποιήθηκε η λειτουργία φροντιστηρίου στην
πόλη της Κορυτσάς. Στη συνέχεια, υποβλήθηκε από το Σύλλογο «Αδελφότητα» αίτηση
για την άδεια λειτουργίας ελληνοαλβανικού σχολείου αρχικά στην Κορυτσά και στη
συνέχεια στη Χιμάρα. Με την Απόφαση 405/29-12-2004 και την Εντολή 322/17-08-
2006 του Υπουργείου Παιδείας της Αλβανίας, οι αιτήσεις εγκρίθηκαν και δόθηκε η
άδεια για τη λειτουργία των ελληνοαλβανικών σχολείων «Όμηρος» Κορυτσάς και
«Όμηρος» Χιμάρας (Παράρτημα Α, Εικόνες 35, 36, 37 & 38).
Την περίοδο 2000-2003, ο συνολικός αριθμός των φροντιστηρίων στην ευρύτερη
περιοχή της Κορυτσάς ανέρχονταν σε 22 (Βούρη & Καψάλης, 2003· Καγιά, 2006·
Χουλιαρας, 2014). Τη σχολική χρονιά 2004-2005 και κατόπιν συνεννόησης με το
Γενικό Προξενείο Κορυτσάς, ο μη κερδοσκοπικός σύλλογος «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ανέλαβε τη λειτουργία των φροντιστηρίων
στην περιφέρεια της Κορυτσάς και πιο συγκεκριμένα στις περιοχές Χότσιστα, Πρόγρη,
Πόγιανη, Τσιφλίκι, Μοσχόπολη, Ποροντίνα, Μπομποστίτσα, Βυθκούκι και Μπορόβα
(Καρακίτσιος, όπ.π.). Το σχολικό έτος 2005-2006, ο αριθμός των μαθητών στα
φροντιστήρια της Κορυτσάς και της περιφέρειάς της ανήλθε στους 920, ενώ άνοιξαν και νέα φροντιστήρια στο Πόγραδετς και την Ερσέκα, που συγκέντρωσαν μαθητές από
τα χωριά Πρώντανη, Βύσσιανη, Γκιόντι, Τάτση και Λίν, Σταρόβα, και Τούσεμιστ
αντίστοιχα (Καρακίτσιος, όπ.π.). Το σχολικό έτος 2008-2009, στην ευρύτερη περιοχή
της Κορυτσάς λειτουργούσαν 15 φροντιστήρια με 1000 περίπου μαθητές, εκ των
οποίων οι μισοί, ήτοι 500, φοιτούσαν στο φροντιστήριο «Αριστοτέλης» (Μπαλτσιώτης
κ.ά., 2010). Για τη ραγδαία αύξηση του αριθμού των μαθητών των φροντιστηρίων δε
θα πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η εκμάθηση της ελληνικής, αποτελούσε
ένα σημαντικό «εφόδιο» για την εξασφάλιση της βίζας εισόδου στην Ελλάδα, ή την
πολιτογράφηση και την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας.
Το άνοιγμα του 9χρονου σχολείου «Όμηρος» στην Κορυτσά τη σχολική χρονιά
2004-2005, που άρχισε να απορροφά σταδιακά το μεγαλύτερο μέρος των μαθητών των
φροντιστηρίων και η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, που περιόρισε την ανάγκη για
την εκμάθηση της ελληνικής προκειμένου να αναζητηθεί εργασία στην Ελλάδα, είναι
οι σημαντικότεροι λόγοι για τους οποίους μειώθηκε σταδιακά ο αριθμός των
φροντιστηρίων στην ευρύτερη περιοχή της Κορυτσάς, αλλά και γενικότερα στην
Αλβανία.
Σχετικά ανάλογη ήταν και η πορεία που διέγραψαν τα Φροντιστήρια Ελληνικής
Γλώσσας στις μειονοτικές περιοχές και στις όμορες περιοχές αυτών. Το 1993
καταγράφεται η λειτουργία 32 φροντιστηρίων με 860 μαθητές (Βούρη & Καψάλης,
2003· Κόντης & Μαντά, 1995). Φροντιστήρια λειτουργούσαν στο Αργυρόκαστρο, την
Πρεμετή, το Τεπελένι, τους Αγ. Σαράντα και αλλού. Όπως και τα φροντιστήρια της
Κορυτσάς, έτσι και σ’ αυτήν την περίπτωση, η λειτουργία των φροντιστηρίων λάμβανε
χώρα σε ένα ασαφές πλαίσιο, χωρίς νομικό καθεστώς λειτουργίας, με μεγάλα
προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής, έλλειψη καταρτισμένου διδακτικού
προσωπικού και ελλιπή εκπαιδευτικά εγχειρίδια. Ενδεικτικό είναι ότι στο
Αργυρόκαστρο χρειάστηκε η παρέμβαση του επιθεωρητή εκπαίδευσης, προκειμένου
να εξασφαλιστούν οι απαραίτητες αίθουσες σε σχολεία της πόλης, ώστε να μπορούν
να γίνονται τα μαθήματα των φροντιστηρίων το απόγευμα (Χουλιάρας, 2014). Ωστόσο,
η σταδιακή ενσωμάτωση μεγάλου αριθμού μαθητών των φροντιστηρίων αρχικά στα
μειονοτικά σχολεία και στη συνέχεια και στα ιδιωτικά που άνοιξαν στην περιοχή, είχε
ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του αριθμού των φροντιστηρίων και του μαθητικού
πληθυσμού τα αμέσως επόμενα χρόνια. Στη λειτουργία των φροντιστηρίων συμμετείχε
και το ελληνικό κράτος, μέσω της επιχορήγησης που προσέφερε στους δασκάλους, την
παροχή υποτροφιών στους σπουδαστές, τη χορήγηση εκπαιδευτικών εγχειριδίων και την ενίσχυση της υλικοτεχνικής τους υποδομής. Ωστόσο, η λειτουργία των
φροντιστηρίων γίνονταν εκτός νομικού πλαισίου, χωρίς να υπάρχει κεντρικός
σχεδιασμός και χωρίς να υπάρχει έλεγχος του περιεχομένου διδασκαλίας και
γενικότερα του παρεχόμενου επιπέδου εκπαίδευσης που προσέφεραν.
Πέραν της δραστηριοποίησης διαφόρων φορέων και οργανώσεων στη λειτουργία
των φροντιστηρίων στην περιοχή, θα πρέπει να επισημανθεί η πρωτοβουλία που
ανέλαβε το Ίδρυμα Αποκατάστασης Ομογενών από την Αλβανία την περίοδο 2007-
2009, μέσω της επιχορήγησης που παρείχε για την αναβάθμιση των κτηριακών
εγκαταστάσεων και τη υλικοτεχνικής υποδομής ορισμένων φροντιστηρίων που
δραστηριοποιούνταν εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων. Επιπλέον, σε συνεργασία
με το Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου του
Αργυροκάστρου ασκούνταν έλεγχος στην ποιότητα των παρεχόμενων εκπαιδευτικών
υπηρεσιών (Μπαλτσιώτης, 2010). Επιπλέον, το ανωτέρω Τμήμα του Πανεπιστημίου
του Αργυροκάστρου, μέσω προγράμματος Διά Βίου μάθησης και Ελληνομάθειας,
επέκτεινε τις δραστηριότητές του σε φροντιστηριακό επίπεδο, παρέχοντας
φροντιστηριακά μαθήματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας τόσο στο
Αργυρόκαστρο όσο και στους Αγ. Σαράντα. Ωστόσο, η έλλειψη οικονομικών πόρων
οδήγησαν στο πρόωρο τέλος της όλης προσπάθειας. Επισημαίνεται, ότι με τη λήξη του
φροντιστηριακού προγράμματος που παρείχε το Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας και
Πολιτισμού, ξεκίνησε τη λειτουργία του στους Αγ. Σαράντα το φροντιστήριο
ελληνικής γλώσσας στον Ιερό Ναό του Αγ. Χαραλάμπους από την Εκκλησία της
Αλβανίας, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η ενσωμάτωση μεγάλου αριθμού μαθητών των φροντιστηρίων στα μειονοτικά
και ιδιωτικά σχολεία της περιοχής και η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, που περιόρισε
την ανάγκη για την εκμάθηση της ελληνικής προκειμένου να αναζητηθεί εργασία στην
Ελλάδα, είναι οι σημαντικότεροι λόγοι για τους οποίους μειώθηκε σταδιακά ο αριθμός
των φροντιστηρίων στην ευρύτερη περιοχή της μειονότητας. Ωστόσο, ορισμένα εξ
αυτών συνέχισαν τη λειτουργία τους στην περιοχή του Αργυροκάστρου, των Αγ.
Σαράντα και της Χιμάρας, περισσότερο όμως, σύμφωνα με τους ίδιους τους ομογενείς
(Instituti i Studimeve Pedagogjike, 2004), για την εξασφάλιση χορηγιών και την
εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων (Καγιά, 2006), παρουσιάζοντας σοβαρά
προβλήματα στη λειτουργία τους (Βούρη & Καψάλης, 2003).
Τα προβλήματα που καταγράφονται στη λειτουργία των φροντιστηρίων και
δημιουργούν μία γενικότερη προβληματική γύρω από το θεσμό της φροντιστηριακής εκπαίδευσης στην ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με τον Τσιτσελίκη (2010) είναι πολλά
και σοβαρά. Η ανυπαρξία ενός σαφούς οργανωτικού πλαισίου λειτουργίας, επέτρεψε
την εμπλοκή διαφόρων φορέων και οργανώσεων που επεδίωξαν να ασκήσουν
γλωσσική, θρησκευτική ή μειονοτική πολιτική στην Αλβανία. Ακόμη και το ελληνικό
κράτος χρησιμοποίησε τα φροντιστήρια ως μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής
καθιστώντας τα όρια παρέμβασής του πολλές φορές δυσδιάκριτα. Η απόσπαση
εκπαιδευτικών από την Ελλάδα και η χρηματοδότηση της λειτουργίας ορισμένων
φροντιστηρίων από το Υπουργείο Εξωτερικών, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί
μία σύγχυση στον πληθυσμό της μειονότητας αναφορικά με τους σκοπούς της
Ελλάδας, καθώς δημιουργήθηκε μία αίσθηση ανταγωνισμού μεταξύ μειονοτικών
σχολείων και φροντιστηρίων. Η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού αλλά και η απουσία
ελέγχου στη λειτουργία των φροντιστηρίων, είχε ως αποτέλεσμα το παρεχόμενο
επίπεδο ελληνομάθειας να είναι χαμηλό και η το επίπεδο της παρεχόμενης κατάρτισης
να μην υπόκειται σε κοινούς κανόνες. Επιπλέον, οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί
πολλές φορές εκμεταλλευόμενοι την απουσία ελέγχου, λειτούργησαν κατά τρόπο που
επέτεινε τη δημιουργία προβλημάτων μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών. Προς
αντιμετώπιση των ανωτέρω προβλημάτων γίνονται συγκεκριμένες προτάσεις. Η
επιλογή των φροντιστηρίων να γίνεται μέσω ανοικτής διαδικασίας και η λειτουργία
τους να υποστηρίζεται από το ελληνικό κράτος με βάση κριτήρια ποιότητας.
Προτείνεται επίσης η κατοχύρωση της πιστοποίησης της ποιότητας της παρεχόμενη
ελληνομάθειας και η διαφημιστική καμπάνια για τη λειτουργία των φροντιστηρίων.
Επιπλέον, τονίζεται η ανάγκη για έλεγχο της λειτουργίας των φροντιστηρίων σε
συνεργασία ελληνικών και αλβανικών αρχών, προκειμένου να διαπιστώνεται η τήρηση
των ποιοτικών κριτηρίων λειτουργίας των. Το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει
περιεχόμενο μιας μελλοντικής μορφωτικής συμφωνίας των δύο χωρών. Τέλος
προτείνεται η επέκταση της πιστοποίησης της ελληνομάθειας πέραν του εξεταστικού
κέντρου στο Εκκλησιαστικό Λύκειο του Αργυροκάστρου και σε άλλες περιοχές της
Αλβανίας. Αυτό που προκαλεί απορία στις προτάσεις του Τσιτσελίκη, οι οποίες
αναπαράγονται από το Χουλιάρα (2014), είναι η αναφορά στο ρόλο του Συντονιστή
Εκπαίδευσης, όπου μεταξύ άλλων τονίζεται η ανάγκη να λειτουργεί προς την
κατεύθυνση της αναβάθμισης της οργάνωσης και διαχείρισης των φροντιστηρίων,
προτείνοντας παράλληλα και τη σημασία της μεταφοράς της έδρας του Συντονιστή από
το Αργυρόκαστρο στα Τίρανα. Ωστόσο, την περίοδο που δημοσιεύθηκε η έκθεση,
δηλαδή το 2010, δεν υπήρχε Συντονιστής Εκπαίδευσης στην Αλβανία. Η δημιουργία έδρας Γραφείου Συντονιστή Εκπαίδευσης στην Αλβανία έγινε το 2011 με την Υ.Α.
Φ.821/1234Κ/62640/Ζ1 (ΦΕΚ 1352/13-06-2011 τ. Β’), ενώ ο πρώτος Συντονιστής
Εκπαίδευσης τοποθετήθηκε το 2012 με την Υ.Α. Φ.821/502Χ/37064/Z1/03-04-2012
Απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων (ΑΔΑ
Β4ΩΡ9-2ΒΔ). Προφανώς οι ερευνητές θεωρούν ως Συντονιστή Εκπαίδευσης κάποιο
στέλεχος του υπουργείου Παιδείας ή των Διπλωματικών Αρχών της Ελλάδας στην
Αλβανία που ήταν εντεταλμένο με την εποπτεία των μονάδων ελληνόγλωσσης
εκπαίδευσης.
Ο θεσμός των φροντιστηρίων, παρά τα όσα προβλήματά του, συνετέλεσε
αναμφισβήτητα στην ενίσχυση της εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα αλλά και την
προώθηση της ελληνομάθειας γενικότερα στην Αλβανία, καθώς κάλυψε ένα μεγάλο
κενό που υπήρχε στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Έδωσε καταρχήν την ευκαιρία
να μάθει ή να βελτιώσει τα ελληνικά του πληθυσμός που βρίσκονταν εκτός των
μειονοτικών ζωνών και επομένως χωρίς πρόσβαση σε τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα
στη μητρική γλώσσα. Επιπλέον, η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας έγινε προσιτή σε
άτομα που λόγω ηλικίας δε μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στη μειονοτικά σχολική
εκπαίδευση. Η πρόσβαση στα φροντιστήρια χωρίς εθνικούς ή θρησκευτικούς
περιορισμούς, συνετέλεσε στη διάχυση της ελληνικής γλώσσας σε αλλογενείς και
αλλόθρησκους, ξεπερνώντας οποιουδήποτε τύπου αγκυλώσεις του παρελθόντος. Η
συνέχιση της λειτουργίας Φροντιστηρίων Ελληνικής Γλώσσας και τη σημερινή εποχή,
μολονότι περιορισμένη σε σχέση με το παρελθόν, αποδεικνύει ότι η στοχοθεσία τους
εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρη και βρίσκει ανταπόκριση σε ένα σημαντικό μέρος
της αλβανικής κοινωνίας. Από το σύνολο των λειτουργούντων φροντιστηρίων στην
Αλβανία, άδεια λειτουργίας ως εκπαιδευτικού ιδρύματος, διαθέτει μόνο ο
«Αριστοτέλης» στην Κορυτσά.
Σωτηρούδας Βασίλειος, “Η Ελληνόγλωσση Εκπαίδευση και η διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης , διερεύνηση προβλημάτων και αποτύπωση προοπτικών.” απόσπασμα σελίδων 216 – 223
Για να διαβάσετε/κατεβάσετε τη Διδακτορική διατριβή, κάντε κλικ εδώ .