ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΤΟ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΣΗΜΕΡΑ-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
1. Ἡ καταστροφή τοῦ Μυροφύλλου καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς του στά 1611

Αὐτή τήν ἐποχή, δηλαδή στό τελευταῖο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶνα καί τό
πρῶτο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνα, τό ἀπρόσιτο Μυρόφυλλο γαντζωμένο ἐκεῖ
ψηλά στήν Πίνδο, στήν ἀφετηρία τῶν Ἑλληνικῶν φύλων, παίζει ἕνα, καινούργιο σκοπό στήν ἐπιβίωση τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς καί τῆς Ὀρθοδοξίας.
Αὐτή τήν ἐποχή ἡ καρδιά τοῦ Μυροφύλλου, τό μοναστήρι του, εἶναι ἡ
φωλιά πού ἐκκολάπτει λογίους.
Λόγιοι διδάσκαλοι φωτίζουν τά Ἑλληνόπουλα καί ἡ Ἱερά Μονή Μυροφύλλου, τό μετόχι τῆς Ἐπισκοπῆς Σταγών, ὀνομαστό καί πλούσιο γιά
αὐτή τήν ἐποχή, γνωστό ὡς τή Βλαχία (Ρουμανία). Ἡ ἐπισκοπή Σταγών
ἦταν τότε μία ἀπό τίς ἐπισκοπές πού ὑπαγόταν στήν ᾿Αρχιεπισκοπή Λάρισας μέ ποιμενάρχη της τότε τόν Διονύσιο Φιλόσοφο τόν ἐπωνομασθέντα
ἀπό τούς Τούρκους «Σκυλόσοφο». Ὁ Διονύσιος Φιλόσοφος παρ’ ὅτι ἀρχιεπίσκοπος Λαρίσης κατοικεῖ στήν Τρίκκη (Τρίκκαλα) μετά ἀπό τήν ἐρήμωση τῆς πρωτεύουσας τῆς ᾿Αρχιεπισκοπῆς του ἀπό τίς ὀρδές τῶν Ὀθωμανῶν.
Ὁ βίαιος ἐξισλαμισμός στήν Ἑλλάδα αὐτή τήν ἐποχή καί ἡ φοβερή
φορολογία ἀλλά καί ἡ ἀφαίμαξη τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων μέ τό παιδομάζωμα στάθηκαν ἀπό τούς κυριώτερους λόγους να συσπειρωθοῦν γύρω ἀπό
τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί νά σηκώνουν κάθε τόσο ἐπαναστάσεις στή
Βαλκανική καί κυρίως στήν Ἑλληνική χερσόνησο. Φωτισμένοι λόγιοι
Ἱεράρχες ἀνέπτυξαν συνωμοτική καί ἐπαναστατική δράση στόν Ἑλληνικό
χῶρο. Δύο ἐξ αὐτῶν, οἱ σημαντικώτεροι, ὁ Λαρίσης Διονύσιος ὁ Φιλόσοφος καί ὁ Τιρνόβου Διονύσιος Ράλλης Παλαιολόγος προερχόταν ἀπό ἐκείνους τούς ἱεράρχες πού σπουδάσαν στή Δύση καί εἶχαν διασυνδέσεις
μέ τήν Εὐρώπη ἀλλά καί μέ τίς Ἑλληνικές παροικίες, ὅπου ζοῦσαν μεγάλες οἰκογένειες σάν τούς Ράλληδες, Μελισσηνούς, Παλαιολόγους τῆς Νεάπολης Ἰταλίας.
Τό ὅραμα τῆς Ἐλευθερίας καί οἱ λαϊκές προσδοκίες, χρησμοί, παραδόσεις, θρύλοι, μῦθοι ζοῦν καί ἀνατρέφονται στίς Ἑλληνικές καρδιές. Τά
σύμβολα τοῦ Ἑλληνισμοῦ κυνηγημένα ἀπό τόν ᾿Αγαρινό Ὀθωμανό ῥιζώνουν στά δύσβατα μέρη, ζωγραφίζονται στά φτωχοκκλήσια τῆς Πίνδου.
Ὁ δικέφαλος ἀετός κάτω ἀπό τήν ῞Αγια Τράπεζα τῶν Ταξιαρχῶν τοῦ
μοναστηριοῦ τοῦ Μυροφύλλου εἶναι ἕνα ἀπό τά σημάδια πού γέννησαν τή
Λευτεριά τοῦ Γένους. Οἱ διάφοροι χρησμοί καί οἱ παραδόσεις, συνυφασμένοι μέ ὁρισμένα σύμβολα ὅπως ἡ Αγιά Σοφιά, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος καί τέλος ὁ δικέφαλος ἀετός, πού γίνεται ἀγαπητό διακοσμητικό θέμα τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας, ἐξακολούθησαν νά ἐμπνέουν τίς
μάζες τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καί γιά ἀυτό χρησιμοποιήθηκαν ἀπό τούς ἀρχηγούς των κατά τίς διάφορες ἐξεγέρσεις. Μέ τέτοιους χρησμούς θέρμαινε τήν πίστη τῶν ὑπόδουλων καί ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης – Τρίκκης Διονύσιος Β΄ ὁ Φιλόσοφος61
Δέ σταμάτησαν τά ἐπαναστατικά κινήματα συνεχῶς, στή Βόρειο Ἤπειρο μέ τήν ἐξέγερση τῆς ἡρωϊκῆς Χειμμάρας τό 1581-1590, στή Βόνιτσα
καί τό Ξηρόμερο ὁ ἁρματωλός Θεόδωρος Μπούας Γρίβας τό 1585 κήρυξε
τήν ἐπανάσταση καί ἔσφαξε τούς Τούρκους τῆς περιοχῆς. Τό παράδειγμά
του τό μιμήθηκαν ἀμέσως οἱ ἁρματωλοί τῆς Ἠπείρου Πούλιος Δράκος καί
Μαλάμας πού κατέλαβαν τήν ῎Αρτα καί προχώρησαν πρός τά Ἰωάννινα.
Πολύ κοντά σε αὐτές τίς περιοχές τό Μυρόφυλλο μέ παλλόμενη καρδιά τό μοναστήρι, ὅπου ζεῖ αὐτή τήν ἐποχή, τέλη τοῦ 16ου αἰώνα ἀρχές τοῦ
17ου, ὁ μεγάλος δάσκαλος Μάξιμος Πελοποννήσιος. Αὐτή τήν ἐποχή τό
1591 ἤ 1592 ἐκλέχθηκε ὁ Διονύσιος Μητροπολίτης Λάρισας καί ἐπειδή ἡ
πόλη αὐτή ἦταν ἔρημη πιά ἀπό χριστιανούς, μετέφερε τήν ἕδρα του στά
Τρίκαλα.
Στή σημαντικώτατη μητρόπολη τῆς Λάρισας ὑπαγόταν τότε ἐκτός τῶν
ἄλλων ἐπισκοπῶν καί ἡ ἐπισκοπή Σταγών, Λιτζᾶς καί ᾿Αγράφων, Τρίκκης
πού εἶχαν ὑπό τήν ἐξουσία τους ὅλη τήν περιοχή τῆς Δυτικῆς Θεσσαλίας,
τήν ὀρεινή περιοχή ὅπου ὅπως ἀναφέραμε μέ τήν συνθήκη τοῦ Ταμασίου
εἶχαν κάποια αὐτονομία καί τό δύσβατο τῶν ὀρέων καλλιεργοῦσε τά Ἑλληνικά ἰδεώδη.
Πηγαίνοντας στή Μητρόπολή του ὁ δραστήριος ἱεράρχης δέν περιορίστηκε μόνο στά ἀρχιερατικά του καθήκοντα ἀλλά ἐνδιαφέρθηκε καί γιά τήν ἐθνική ἀπελευθέρωση τοῦ ποιμνίου του. Βέβαια δέ γνωρίζουμε, ἀκόμη, μέ λεπτομέρειες ποιά ἦταν ἡ προετοιμασία καί ἡ ἔκταση τῆς πρώτης
ἐξεγέρσεως πού ὀργάνωσε στή Θεσσαλία τό 1600. Ἡ ἐπανάσταση αὐτή
ἀπέτυχε καί ὁ Διονύσιος κατέφυγε στήν Ἰταλία καί καθαιρέθηκε ἀπό τό
Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ πράξη του τήν 15-5-1601 ὡς «τολμηρῶς καί
ἀλογίστως ἀποστασίαν μελετήσας κατά τῆς βασιλείας τοῦ πολυχρονίου
(σουλτάνου) Μεχμέτ καί πολλά τῶν ἀτόπων διανοηθείς».
Ὁ Διονύσιος, ἀφοῦ γύρισε τήν Ἰταλία, Ἱσπανία καί ὅλες τίς Ἑλληνικές παροικίες, ἄγνωστο ποιές ὑποσχέσεις ἔλαβε, ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα
τό 1609, στήν Ἤπειρο. Εἶχε πολλές διασυνδέσεις μέ λόγιους τῆς ἐποχῆς μέ
τούς ὁποίους καί ἀλληλογραφοῦσε καί ἕνας ἐξ αὐτῶν ἦταν ὁ λόγιος Μάξιμος Πελοποννήσιος πού αὐτή τήν ἐποχή ἦταν στό Μερόκοβο. Φαίνεται
πάντως ὅτι ὁ Διονύσιος βρισκόταν σέ ἐπαφή μέ τούς κλεφταρματωλούς
τῆς Πίνδου καί ὅτι εἶχε παρακινηθεῖ ἀπό κάποια εὐρωπαϊκή δύναμη ἴσως
ἀπό τή Βενετία. Ὁ μορφωμένος στή Δύση Διονύσιος πού σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία, ἴσως ἀκόμη ἰατρική καί φυσική, γνώριζε τά μοναστήρια
τῆς περιοχῆς ἀλλά καί τήν περιοχή τῆς ἀρχιερατείας του. Εἶχε προετοιμαστεῖ στή Δύση καί τίς Ἑλληνικές παροικίες ἀφοῦ μέ τήν ἴδια κίνηση σχετίζεται ἀκόμη ἄμεσα καί ἡ λίγο μεταγενέστερη πληροφορία ὅτι οἱ Ἕλληνες
τοῦ βασιλείου τῆς Νεαπόλεως, μέ ἐπικεφαλῆς τούς Λάντζα καί Κόμπη,
εἶχαν σχηματίσει ἕνα ἰσχυρό σῶμα πού θά ξεκινοῦσε γιά τά Ἑλληνικά
παράλια καί ὅτι εἶχαν εἰδοποιηθεῖ οἱ μυημένοι στήν ἐξέγερση στά Ἰωάννινα καί στά Τρίκκαλα νά εἶναι ἕτοιμοι γιά τήν ἐπανάσταση.
Ἡ Ἱ. Μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τό μετόχι τῆς Ἐπισκοπῆς Σταγών στήν ὄχθη τοῦ ᾿Ασπροποτάμου, ἐργάστηκε ἀθόρυβα ἐπί αἰῶνες μέσα
στήν καρδιά τῆς Πίνδου προπάντων στά μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς τοῦ
Ἔθνους. Συμβιώνει μέ τήν αἰώνια ἡσυχία τῶν βουνῶν καί τήν Ἑλληνορθόδοξη καθαρότητα, «συμβιβάζεται» μέ τή νέα τάξη πραγμάτων μετά τήν
ὁλοκληρωτική κυριαρχία τῶν Ὀθωμανῶν καί συνεχίζει μέ τό δικό της
τρόπο ἀπαρέγκλιτα τήν Ἑλληνοχριστιανική πορεία.
Εἶναι ἕνα ἀπό τά ὀνομαστότερα τότε μοναστήρια στήν περιοχή καί
κοντά στό μοναστῆρι τῆς Τατάρνας, λίγες ὧρες μέ τά πόδια. Στό μοναστήρι τῆς Τατάρνας ἔχει τή βάση του ὁ Διονύσιος Β΄ ὁ Φιλόσοφος, σίγουρα
καί ὅλα τά ἄλλα τῆς περιοχῆς ᾿Αγράφων – Τζουμέρκων εἶναι τά ὁρμητήριά
του ἀπ’ ὅπου «τριγύριζε τά χωριά, θεράπευε τούς ἀρρώστους καί μυοῦσε τούς γεωργούς καί τούς βοσκούς στά σχέδιά του»63.
῎Αν καί ἡλικιωμένος ὁ φλογερός Ἱεράρχης, ἴσως μεγαλύτερος ἀπό 60
χρονῶν, τριγύριζε στήν ὕπαιθρο καί μέ τήν εὐγλωττία καί τή θερμή πίστη
πού τόν χαρακτήριζε, ἀκόμη καί μέ τούς χρησμούς καί τίς μαντεῖες πού
χρησιμοποιοῦσε ἔπειθε τόν ἁπλό λαό. Τίς ἰδέες του συμμεριζόταν καί ὁ
ἐπίσκοπος Δρυϊνουπόλεως Ματθαῖος (τοποτηρητής τότε τοῦ μητροπολίτη
Ἰωαννίνων Μανασσῆ) ἐνῶ μία μερίδα σφόδρα ἀντιδροῦσε στίς ἐνέργειές
του καί ἦταν ἐπικεφαλῆς τους ὁ ἱεροκήρυκας μοναχός καί λόγιος Μάξιμος
Πελοποννήσιος παλιός γνώριμος τοῦ Διονυσίου Β΄.
Στίς 11 Σεπτεμβρίου τοῦ 1611 ὁ Διονύσιος κηρύττει τήν ἐπανάσταση
μέσα στά Γιάννενα καί ἐπιτίθεται ἐναντίον τῶν Τούρκων ἀλλά μετά ἀπό
φοβερή συμπλοκή καί προδοσία συνελήφθηκε ὁ φλογερός πατριώτης Διονύσιος Β΄ καί γδάρθηκε ζωντανός μέσα στήν κεντρική πλατεῖα τῶν Ἰωαννίνων, ἀποκεφαλίστηκε καί μαζί μέ 85 ἄλλα κεφάλια στάλθηκαν στήν
Κωνσταντινούπολη στό Σουλτάνο.
Χάθηκε ἕνα ἀνάστημα πρώτου μεγέθους στό πάνθεο τῶν ἡρώων ἱεραρχῶν στόν Ὀρθόδοξο χῶρο. Ὁ νεοέλληνας ἱστορικός Βακαλόπουλος
ἀναφέρει γιά τήν ἐπανάσταση τοῦ γενναίου ρασοφόρου ἐπισκόπου Διονυσίου: «Τά μοναστήρια καί τά σπίτια τό θεωροῦσαν μεγάλη τους τιμή νά
τόν φιλοξενήσουν καί ἠθικό κέρδος ν’ ἀκούσουν κάτι ἀπό τά χείλη του».
Μετά τήν καταστολή τῆς ἐπανάστασης ἡ τρομοκρατία τοῦ Ὀσμάν
Πασσᾶ ἁπλώθηκε μέσα στά Ἰωάννινα ὅσο καί σε ὁλόκληρη τήν περιοχή.
Αὐτή τή χρονιά στά 1611 καταστράφηκε καί ἡ Ἱερά μονή τοῦ Μυροφύλλου. Ἐδῶ γεννιοῦνται πολλά ἐρωτήματα: γιατί καταστράφηκε τελείως ἀπό
τούς Τούρκους; Ἦταν ἐπάνω στό δρόμο Τατάρνας – Ἰωαννίνων. Μήπως
καί μοναχοί ἤ ἄλλοι Μεροκοβίτες ἔλαβαν μέρος; Μήπως ἡ Μονή χρηματοδότησε στό κίνημα; Μήπως ὁ Διονύσιος ἔμεινε γιά ἀρκετό χρόνο ἐκεῖ καί
ξεσήκωνε τά γύρω χωριά καί σάν ὁρμητήριό του τό κατέστρεψαν οἱ Ὀθωμανοί; Πολλές ὑποθέσεις. Ἐκεῖνο ὅμως πού μποροῦμε μέ σιγουριά νά
ποῦμε εἶναι πρῶτον ὅτι ἡ Ἱερά Μονή στό Μυρόφυλλο γιά νά καταστραφεῖ
αὐτή τή χρονιά στήν ἐπανάσταση τοῦ Διονυσίου Β΄ Φιλοσόφου μᾶς κάνει
νά πιστέψουμε ὅτι εἶχε σχέση μέ τό γεγονός καί δεύτερον ἴσως ὁ «στηλιτευτικός κατά Διονυσίου» δέν γράφτηκε τυχαῖα ἀλλά ἡ πικρία τοῦ Μαξίμου Πελοποννησίου πού εἶδε τό μοναστῆρι του μέ τή σχολή του νά καταστρέφεται τόν ἔσπρωξε νά γράψει τόν ἀποκαρδιωτικό αὐτό λόγο πού δέν ταιριάζει στό ὕψος του. Μία ὅμως τέτοια στηλιτευτική ἐνέργεια ἴσως μετρίαζε τή σφαγή ἀθώων.
Τό Μυρόφυλλο μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο ζεῖ στά 1611 καί γίνεται
αἰτία νά καταστραφεῖ τό μοναστῆρι του. Ἴσως στό μέλλον μετά ἀπό ἔρευνες γιά τόν Διονύσιο Β΄ Φιλόσοφο στήν Ἑλλάδα ὅσο καί στά ἀρχεῖα
κρατῶν τῆς Εὐρώπης φέρουν καινούργια στοιχεῖα πού ὁ ἴδιος φρονῶ ὅτι
θά ἔλθουν στό φῶς καί θά μάθουμε περισσότερα γιά το Μυρόφυλλο ἤ
εἰδικότερα γιά τό μοναστήρι του.
2. ᾿Ανέγερση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παναγίας στά 1614
α) Ἱστορικό
Ὁ Ἱερός Ναός τῆς Παναγίας εἶναι τό παλαιότερο κτίσμα τῆς Μονῆς
῾Αγίου Γεωργίου καί τῆς περιοχῆς γενικώτερα τοῦ ᾿Ασπροποτάμου ἀπό
ὅ,τι ἐγώ γνωρίζω ἀπό τίς μέχρι σήμερα δημοσιεύσεις ἐπιστημονικῶν μελετῶν. Κτίστηκε τό 161464, τρία χρόνια μετά τήν καταστροφή τῆς Ἱ. Μονῆς
Μυροφύλλου, ἴσως σε καινούργια θέση ἤ στήν ἴδια θέση μέσα στόν
προαύλιο χῶρο τῆς προϋπάρχουσας. Ὁ Ναός τῆς Παναγίας κτίστηκε σέ
ἀνάμνηση τῆς καταστραφείσας Ἱερᾶς Μονῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τό
1611. ᾿Αργότερα προστέθηκε νάρθηκας ὁ ὁποῖος εἶναι συζευγμένος μέ τό
ναό τῆς Παναγίας μέ τόν ὁποῖο δέθηκε μέ μερικά κλειδιά (ἀγκωνάρια)
πού ἀφαιρέθηκαν ἀπό τόν παλιό τοῖχο καί προστέθηκαν τά καινούργια. Ὁ
Νάρθηκας ἀποτελεῖ οἰκοδόμημα κτισμένο μαζί μέ τό ὅλο συγκρότημα τοῦ
παρεκκλησίου τῶν Ταξιαρχῶν καί τοῦ ὑπολοίπου συγκροτήματος πού θά
ἀναλύσουμε παρακάτω.
Στή νότια κόγχη ἐξωτερικά, σε καστανόχρωμη πέτρα (βλ. εἰκόνα σελ.
86), στή γωνία τοῦ παραθύρου, ὑπάρχει σκαλισμένη ἡ χρονολογία ἀνοικοδομήσεως τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ:
«‡ 1614 +&Qxß = 1614 + ZPKB’»
Ἐδῶ ἔχουμε τή χρονολογία 1614 μέ ἀραβικούς ἀριθμούς καί βυζαντινούς μαζί μέ συντμημένοο τό τοπωνύμιο Μ(Ε)Ρ(O)K(O)B(O) πού στή
θέση τοῦ Μ ἔχει τό Ζ, ὅπως τό γράφαν τότε, πού διαβάζεται:
1614 + 7122 ((E)P(O)K(O)B(O)) = 1614 + 7122 – 5508 =1614.
Ἡ γραφή τῆς ἐπιγραφῆς προτοῦ χαραχθεῖ στήν πέτρα γράφτηκε ἀπό

ἔμπειρο βιβλιογράφο πού συνδύασε τή χρονολογία μέ τό ὄνομα τοῦ χωριοῦ ἤ ἴσως συνέπεσε ἡ χρονολογία. Εἶναι ἀκόμη ἕνα δεῖγμα τῆς ἐγκαταβιώσεως λογίων αὐτήν τήν ἐποχή στό Μυρόφυλλο, ὅπως ἄλλωστε ὑπομνηματίσαμε πολλές φορές μέχρι τώρα ἀλλά καί ἀναλυτικώτερα διαβάζει
κανείς στό ὁμώνυμο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου μας.
Ὁ Ἱερός ναός χρησιμοποιήθηκε ὡς βάση γιά τήν ἀνοικοδόμηση καί
πάλι τῆς καταστραφείσας Ἱ. Μονῆς, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά καμμένα
μαδέρια πού ἑνώνουν τίς κόγχες. ᾿Αποκαλύπτονται σήμερα μέ τό πέσιμο
τοῦ σουβᾶ πού εἶχε προστεθεῖ μετά τήν ἁγιογραφία, ὅπως φαίνεται σέ
προσεκτική παρατήρηση τοῦ μελετητή. Ὅμως γλύτωσε τῆς τελικῆς καταστροφῆς, γιατί ἡ ἁγιογραφία ὡς τή δεκαετία τοῦ 1950-60 πού ὁ ἴδιος τήν
ἐνθυμοῦμαι διατηροῦνταν πολύ καλά. Πότε πυρπολήθηκε; Δέν τό γνωρίζουμε, γιατί ἔγιναν ἀπανωτές εἰσβολές τῶν Τούρκων μέ χειρότερες τό
1818, τό 1823 ἀπό τόν Σοῦλτζε Κόρτζα τουρκαλβανό (ὅπως προδίδει ή
καταγωγή του ἀπό τήν Κορυτσά) πασά τῶν Τρικάλων. Μπορεῖ καί στό
1825 πού ἔγινε πάλι ἐπιδρομή Ὀθωμανῶν στό ᾿Ασπροπόταμο. Σε αὐτές τίς
χρονολογίες καταστράφηκε καί ἡ Ἱ. Μονή καί ξανακτίστηκε, ὅπως θά
δοῦμε στή συνέχεια.
Ὁ Ἱερός ναός σήμερα στήν τελευταία μου ἐπίσκεψη τόν περασμένο
Ὀκτώβριο εἶναι σέ πολύ κακή κατάσταση καθώς ἡ ὑγρασία, ὁ σεισμός τοῦ
1967 καί ἡ ἐγκατάλειψη κάνουν τό ἔργο τους μαζί μέ τήν συνδρομή τῆς
ἀπουσίας τῶν ὑπευθύνων αὐτῶν τῶν κειμηλίων.
β) Αρχιτεκτονικό
Ὁ Ἱερός Ναός τῆς Παναγίας εἶναι μονόχωρος σταυροειδής μέ τροῦλλο, ἔχει λίγο φωτισμό, λιτός στήν ἐξωτερική του ἐμφάνιση, ὀρθογώνιο
παραλληλεπίπεδο μέ πεντάγωνο Ἱ. Βῆμα. Ὁ μεταβυζαντινός αὐτός τύπος
ἐμφανίζεται μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου0ο καί ἀναπτύσσεται σέ ὅλο τόν
ὀρεινό ὄγκο τῆς Πίνδου. Τά ἀξιολογώτερα αὐτά μεταβυζαντινά μνημεῖα
τά συναντοῦμε κυρίως στίς μονές. Εἶναι ὁ τύπος τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τῶν
μεταβυζαντινῶν πού ἐπηρεάζονται ἀπό τόν Αγιορειτικό. Ὁ Ἱ. Ναός τῆς
Παναγίας, μικρός στίς διαστάσεις, ἔχει μικρά παράθυρα μονόλοβα, διαφορετικά στό μέγεθος καί δυσανάλογα, κατανεμημένα στούς τοίχους τῶν
πλευρῶν του. Τό εἰσερχόμενο φῶς ἀπό τά μικρά παράθυρα καί στίς πιό 

φωτεινές ἡμέρες εἶναι λιγοστό γιά ἀνάγνωση σε ὅλο τό χῶρο ἐκτός ἀπό τό
χῶρο τῶν δύο κογχῶν ὅπου βρίσκονται τά ψαλτήρια τῶν χορῶν. Ἐκεῖ τά
παράθυρα ἐκτός ὅτι εἶναι σιδηρόφραχτα, ἔχουν ἀπό μέσα ξύλινα παραθυρόφυλλα τυφλά. Τά παραθυρόφυλλα ἦταν ἀπό ξύλο καρυδιᾶς, σκαλιστά
καί ὑπῆρχαν ὡς τά 1992 ἔκτοτε τά ἀνεζήτησα ἀλλά κάποιο ἱερόσυλο χέρι
τά ἀφαίρεσε ἀπό τό φυσικό τους χῶρο. Τά ὑπόλοιπα παράθυρα πιό μικρά,
ψηλά, μικροῦ μεγέθους (δέ χωράει νά μπεῖ ἀνθρώπινο σῶμα), ἀνοιγμένα,
πού δείχνουν ὅλα «μέτρα ἀσφάλειας», γιατί ὅλα τἄσκιαζε ἡ φοβέρα τῆς
σκλαβιᾶς τοῦ Ὀθωμανοῦ κατακτητή.
Ὁ Νάρθηκας δέ φέρει κανένα παράθυρο καί τό δάπεδό του εἶναι
χαμηλότερο τοῦ ἐπιπέδου τοῦ Ναοῦ ἔτσι πού σκαλοειδῶς κατανέμει τό
ὕψος ἀπό τόν αὔλειο χῶρο τῆς Μονῆς. Εἶναι μεταγενέστερος ὁ Νάρθηκας
καί προστέθηκε κατά τήν ανοικοδόμηση τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ταξιαρχῶν, ὅταν τοῦτο συζεύχθηκε στόν Ἱ. Ναό τῆς Παναγίας ἕνα αἰῶνα περίπου
ἀργότερα σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή «Ανιστόρησης» τοῦ παρεκκλησίου
τῶν Ταξιαρχῶν πού θά τήν δοῦμε παρακάτω. Ἡ τοιχοδομία εἶναι ἁπλή,
χρησιμοποιήθηκε λαξευμένη πέτρα, γκριζοπράσινη, τετραγωνισμένη καί
καστανόχρωμη πού ἀφθονεῖ στήν κοντινή κοίτη τοῦ ᾿Αχελώου ποταμοῦ. Ἡ
πέτρα εἶναι κτισμένη διαζωματικά καί ὡς συνεκτικό ὑλικό χρησιμοποιήθηκε κοκκινόχωμα, δεῖγμα πενίας στή φτωχή ὀρεινή περιοχή μετά τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή πού ὑπέστη ἡ Μονή στά 1611 στήν κατάπνιξη τῆς
Ἠπειροθεσσαλικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Λαρίσης – Τρίκκης Διονυσίου Β΄ τοῦ Φιλοσόφου ἀπό τούς Ὀθωμανούς. ᾿Αργότερα στήν
ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱ. Μονῆς δέν γνωρίζουμε πότε ἐπιχρίσθηκε στούς ἀρμούς (ἀρμολογήθηκε στήν ντόπια μας γλώσσα) μέ ἀσβεστοκονίαμα πολύ
καλά δουλεμένο.
Ἡ σκεπή εἶναι καμαροσκεπής ἐσωτερικά, ἀμφίκλινος ἐξωτερικά. Στή
βορεινή πλευρά καί στήν κόγχη τοῦ Ἱ. Βήματος σκεπασμένη μέ σχιστόπλακες ντόπιας προέλευσης. Ὁ ἐξωτερικός τετράγωνος τροῦλλος εἶναι σκεπασμένος μέ βυζαντινά κεραμίδια καί κτισμένος μέ συμπαγές τετράγωνο
ντόπιο κεραμίδι. Στό Μυρόφυλλο ὑπάρχει ἡ τοποθεσία στό Κεραμαργειό
(βλέπε στό παράρτημα στά τοπωνύμια τοῦ χωριοῦ) ὅπου εἶναι γεμᾶτο ἀπό
θραύσματα κεραμιδιῶν. ῎Αλλωστε παλιότερα τά σπίτια τά μεγάλα στό
χωριό ἦταν σκεπασμένα μέ κεραμίδια βυζαντινοῦ τύπου, ὅπως θυμήθηκα
ὁ ἴδιος τό ἀρχοντικό τῶν Τσιρογιανναίων στόν κεντρικό συνοικισμό τοῦ χωριοῦ. Τό δάπεδο εἶναι ἀπό ἀσβεστολιθικές καί χοντρές συμπαγεῖς κεραμιδένιες ὀρθογώνιες πλάκες ἀκανονίστων διαστάσεων, διαφορετικοῦ
μεγέθους, μπαζωμένο λόγω ὑψομετρικῆς διαφορᾶς τοῦ ἐδάφους καί γιά
ἀποφυγή ὑγρασίας. Ὁ ἐσωτερικός σουβᾶς εἶναι ἀνθεκτικώτατος, γιατί
φέρνει ἐκτός ἀπό τόν καλοδουλεμένο ἀσβέστη ἀνακατωμένο καί μαλλί
τράγου ὡς συνεκτικό ὑλικό πού ἀφθονοῦσε τότε στήν περιοχή.
Ὁλόκληρος ὁ Ἱερός Ναός τῆς Παναγίας θυμίζει ταπεινό οἰκοδόμημα
περισυλλογῆς καί προσευχῆς «ὡς ἀπαντᾶται ἁπανταχοῦ στήν Τουρκοκρατία συμβαδίζει μέ τήν αἰώνια σκλαβιά καί φόβο τοῦ χριστιανοῦ ὅπου τό
σῶμα του, ἡ ψυχοσύνθεσίς του στά μαῦρα χρόνια θέλει τό Ναό σέ τέτοιες
διαστάσεις θαλπωρῆς χωρίς πολύ φῶς ἁπλό καί ἀπέριττο»67.
Σήμερα τό ἐξαίρετο αὐτό μεταβυζαντινό μνημεῖο ἀφημένο στήν ἐγκατάλειψη κινδυνεύει νά γκρεμισθεῖ, γιατί ἀνοίγει ἐπικίνδυνα μετά ἀπό τό
σεισμό τοῦ ἔτους 1967 πού ἔγινε στήν περιοχή καί τή φθορά τῆς ύγραoias 68
γ) Τοιχογραφία Ἱεροῦ Ναοῦ Παναγίας
Γιά τήν περιγραφή τῆς ὡραιοτάτης ἁγιογραφίας τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Παναγίας χρειάζεται εἰδήμων ἐπί τοῦ θέματος. Στό φῶς ἠλεκτρικοῦ φωτισμοῦ σαγηνεύει τό κάλλος τοῦ πλούτου τῆς τοιχογραφίας. Ἔλαβα τέτοια
ἀνεπανάληπτο γεύση κατά τήν ἐπιτόπιο ἐπίσκεψή μου γιά τήν περιγραφή
τῶν εἰκόνων καί μοῦ ἀνέτρεψε τό φόβο πού εἶχα ἀπό μικρό παιδί, ὅταν
διακονοῦσα στήν ἀφή τῶν κανδηλιῶν. Παρ’ ὅτι ἡ ὑγρασία ἔχει κάνει τό
θαῦμα της ἀπό τήν πλήρη ἐγκατάλειψη τῶν πάντων, ὁ πλοῦτος εἶναι μέγας.
Ἡ ὅλη τεχνοτροπία, σώματος, προσώπου, χρωμάτων, ρούχων, πτυχολογίας, τῆς γραφῆς μᾶς ὁδηγοῦν ἀναμφισβήτητα πρός τό τέλος τῆς μεταβυζαντινῆς περιόδου, ἡ χρονολογία συμπίπτει μέ τήν ἄνθηση τῶν γραμμάτων
ἐκεῖ ψηλά στήν ἀγέρωχη Πίνδο μέ τήν ἀκμή «τῆς Σχολῆς Μεροκόβου» καί
τῆς «σχολῆς τῶν ᾿Αγράφων». Ὁ θεματικόςκύκλος κατά τά βυζαντινά πρότυπα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί τήν Καινή, θαυμάσια τοποθετημένος,
ἀπό ἔμπειρο ἁγιογράφο. Ἐκεῖνο πού κυριαρχεῖ εἶναι παραστάσεις ἀπό
τούς 24 οἴκους τῆς Παναγίας, ὅπως θά ἰδοῦμε στή λεπτομερή ἀνάπτυξη. Ἡ
θεματολογία τῆς Παναγίας εἶναι ἡ πηγή γιά τίς δύο μεταγενέστερες ἐκκλησίες τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ταξιαρχῶν καί τοῦ Αγίου Γεωργίου τῆς  Ἱερᾶς Μονῆς. Ὁ δεξιοτέχνης ἁγιογράφος ἀποδίδει καί τήν τρίτη διάσταση τοῦ βάθους, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί στούς ναούς τῆς Καστοριᾶς
στήν προσπάθειά του νά ἀποφύγει τό επίπεδο τῆς ἐπιφάνειας.
Τά ἱμάτια (φορέματα) εἶναι συνδυασμένα μέ τό ὅλο ὕφος τῆς προσωπογραφίας καί τοῦ σώματος, λιτά ὅσο ἁπλά μέ ἐλαφρά κοσμήματα ἐπί τοῦ
τραχήλου, μανικιῶν καί κρασπέδων. Τά θέματα τῆς διακοσμήσεως εἶναι
ἁπλά γεωμετρικά σχήματα σύνηθεις βλαστοί φυτῶν, ζῶα. Τό χρωματολόγιο εἶναι πολύ πλούσιο καί κυρίαρχα χρώματα δεσπόζουν τό ἀνοικτό γαλάζιο, τό ἀνοικτό βυσσινί, ὤχρα καί καφέ ἀνοικτό. Εἶναι τά ἁπαλά χρώματα τῶν βυζαντινῶν χρωστήρων. Κυριαρχεῖ πλήρως ἡ σταθερή γραμμή τῆς
βυζαντινῆς ζωγραφικῆς «ἔκφρασι τοῦ ἀθανάτου κόσμου τῆς βασιλείας τοῦ
Θεοῦ διδάσκει τούς πιστούς, τίς νέες ἀλήθειες τῆς Πίστεως καί ἐκφράζει
τήν μακαριότητα τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου»6. Τεχνοτροπία βυζαντινή Κρητικῆς Σχολῆς αὐστηρά ἐξαϋλωμένα πρόσωπα καί σώματα, ἐπιμήκης γαμψή
μύτη, πρόσωπο ἀσκητικό μέ λεπτό σῶμα πού χάνεται στήν πολύτροπη
πτυχολογία τῶν συνθέτων ἱματίων.
᾿Αλλά ἄς δοῦμε τήν περιγραφή τῶν εἰκόνων τοῦ Ἱ. Ναοῦ στό κατά
δύναμη (ἴσως μεθαύριο νά μήν ὑπάρχουν) στόν κυρίως ναό: Δεξιά τῆς
εἰσόδου, στό δυτικό τεῖχος, ὁ ᾿Αρχάγγελος Μιχαήλ κρατεῖ στή δεξιά δίστομο ρομφαία στραμμένος πρός τήν εἴσοδο ἕτοιμος νά λοχγίσει τόν ἀνεπιθύμητο ἐπισκέπτη καί δίπλα του, ὁ ἅγιος Χριστόφορος. ᾿Αριστερά τῆς εἰσόδου ὁλόσωμος ὁ ᾿Αρχάγγελος Γαβριήλ, οἱ δύο ᾿Αρχάγγελοι φύλακες τῆς
εἰσόδου τοῦ Ἱ. Ναοῦ. Δίπλα του ἀκριβῶς στήν ἴδια σειρά οἱ ἅγιοι Κων/νος
καί Ἑλένη ὁλόσωμοι, δυσδιάγνωστη ἁγία πάλι ὁλόσωμη παραπλεύρως.
Ἐπάνω οἱ ἅγιοι Κοσμᾶς, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Θεόδωρος ὁ Στουδίτης,
᾿Αρσένιος, στή συνέχεια δυσδιάγνωστος ἅγιος, ὁ Ἰωάννης Καλυβίτης, ἄλλος δυσδιάγνωστος, ὁ ἅγιος ᾿Ακάκιος, οἱ ἅγιοι Ἰωακείμ καί ῎Αννα οἱ
προπάτορες, ὅλοι σέ στηθάρια καί γύρω τους πλούσιος φυτικός διάκοσμος
πού τούς στεφανώνει καί συνεχίζεται στό ἴδιο ὕψος σέ ὅλες τίς πλευρές
τοῦ Ἱ. Ναοῦ ὅπου ἔχουμε στηθάρια ἁγίων.
Ψηλότερα ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου καί ἀριστερά – δεξιά «Κήρυκες
Θεοφόροι» καί «Λάμψας ἐν τῆ Αἰγύπτω» θέματα ἀπό τούς 24ους οἰκους
(χαιρετισμούς) τῆς Θεοτόκου. Πιό πάνω ὁ Μυστικός Δεῖπνος μαζί μέ τήν
Σταύρωση τοῦ Κυρίου πού δεσπόζουν στή σύνθεση τῶν θεμάτων τῆς ὅλης
σκηνῆς μέ ἑκατέρωθεν τούς συσταυρωθέντας ληστάς.

Στό νότιο τεῖχος ἔχει τήν ἴδια διάταξη ἡ ἁγιογραφία, συμμετρική στό
ἄλλο τεῖχος πού περιγράψαμε. Κάτω ὁλόσωμοι ἅγιοι καί ἐπάνω στηθάρια
πού ἡ ὑγρασία ἐπέφερε τήν πλήρη καταστροφή ὄχι μόνο στήν ἁγιογραφία
ἀλλά σέ πολλά μέρη καί αὐτοῦ τοῦ σουβᾶ, πού ἀποκολλήθηκε καί ἔπεσε
στό δάπεδο. Στό νότιο μισό τῆς καμάρας (δυτικῆς) θέματα ἀπό τούς24ους
οἴκους (χαιρετισμούς) τῆς Θεοτόκου, «Ζάλην ἔχων», παρεμβάλλεται παράθυρο μικρό, ἐνῶ μετά «Ἤκουσαν οἱ Ποιμένες», «Θεοδρόμου ἀστέρα»,
«Ἴδου παῖδες Χαλδαίων».
Ψηλότερα, ἡ Βαϊφόρος (εἴσοδος τοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα μετά
Βαΐων καί φοινίκων, στήν ἁπλή γλώσσα μας Κυριακή τῶν Βαΐων) καί
ἔγερσις τοῦ Λαζάρου. Πιό πάνω ὁ Εὐαγγελισμός καί τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Στό κλειδί τῆς καμάρας τρεῖς κατεστραμμένοι προφῆτες, κατεβαίνοντας στό βόρειο μισό της θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τά ὁποῖα διακρίνονται μόνον ἡ θεραπεία τοῦ Παραλύτου.
᾿Αμέσως χαμηλότερα ἡ Αποκαθήλωσις καί ὁ Ἐνταφιασμός τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Από κάτω πάλι θέματα ἀπό τούς 24ους οἴκους
(χαιρετισμούς τῆς Παναγίας) τῆς Θεοτόκου «Μέλλοντος Συμεῶνος» καί
«Νέαν ἔδειξε κτίσιν».
᾿Από κάτω τά στηθάρια εἶναι ὅλα κατεστραμμένα ἐνῶ πιό κάτω ὁλόσωμοι οἱ ἅγιοι Βάκχος, Στέργιος, Μερκούριος καί παραπλεύρως ἄγνωστος ἅγιος δυσδιάκριτος.
Στή βόρεια κόγχη ἀπό ἐπάνω πρός τά κάτω ἡ ᾿Ανάστασις τοῦ Κυρίου,
μετά πάλι θέματα ἀπό τούς 24ους οἴκους «Ξένον τόκον ἰδόντες», «Ὅλος
ἦν ἐν τοῖς κάτω», «Πάσα φύσις ἀγγέλων».
᾿Από κάτω οἱ ἅγιοι ᾿Αφθόνιος, ᾿Αρέθας, δυσδιάγνωστος ἅγιος σέ στηθάρια μέ τό διάκοσμο πάντα πού προαναφέραμε. Κάτω ἀπεικονίζονται ὁ
ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης, ὁ ἅγιος Μηνᾶς, παρεμβάλλεται παράθυρο, μετά
οἱ ἅγιοι Θεόδωροι, ὁ Στρατηλάτης καί ὁ Τήρων. Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς σειρᾶς
εἶναι ὁλόσωμοι.
Τό τεταρτοσφαίριο τῆς κόγχης διατηρεῖται καλά ὅπου ἀπεικονίζεται ἡ
Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ, κάτω αὐτῆς θέματα ἀπό τούς 24ους οἴκους
πάλι «βλέπουσα ἡ ἁγία», «Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι», «Δύναμις τοῦ Ὑψίστου» καί «Ἔχουσα Θεοδόχον». Χαμηλότερα σε στηθάρια οἱ ἅγιοι Γυμνάσιος, Ναζάριος, Γερβάσιος, Προτάσιος καί δύο δυσδιάγνωστοι ἅγιοι.
Κάτω σε στηθάρια οἱ ἅγιοι ᾿Ανάργυροι, Κοσμᾶς καί Δαμιανός καί μετά παρεμβάλλεται παράθυρο, μετά ὁ ἅγιος ᾿Αντώνιος κρατεῖ εἰλητάριο
πού γράφει: «Ο ΦΙΛΩΝ ΠΑ/ΤΕΡΑ Η ΜΗΤΕΡΑ /ΥΠΕΡ ΕΜ/Ε ΟΥΚ
ΕΣΤΙΝ Μ/ΟΥ ΑΞΙΟΣ» (Ματθ. 10, 37). Εἶναι ἀπό τήν περικοπή τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἀκολουθίας κουρᾶς τοῦ μοναχοῦ. Στό ἐσωτερικό τοῦ παραθύρου οἱ ἅγιοι ᾿Ανάργυροι, Κύρος καί Ἰωάννης. Στό θόλο τοῦ τρούλλου ὁ
Παντοκράτωρ κρατεῖ ἀριστερά τό Εὐαγγέλιο καί εὐλογεῖ μέ τό δεξί χέρι.
Ἡ αὐστηρή μορφή ὑποβάλλει τόν πιστό στό μυστήριο τῆς μακαριότητας
τῆς Ὀρθοδοξίας. Γύρω ἄγγελοι σε στηθάρια καί ἐναλλάξ ἐξαπτέρυγα
πτερωτά, περιγεγραμμένα μέ ἅλυσο σε σχηματοποιημένη διάταξη. Πρό
τῶν ἀγγέλων καί μετά τήν εἰκόνα τοῦ Παντοκράτορα, μέσα σε ὁμόκεντρους κύκλους πού ἀφήνουν μικρό διάκενο μεταξύ τῶν περιφερειῶν,
κυκλική ἐπιγραφή δυσδιάκριτη στήν ἀνάγνωση. ᾿Αξιοπερίεργο εἶναι ὅτι
ἀρχικά ὁ Παντοκράτορας φαίνεται ὅτι ἔχει κλειστούς ὀφθαλμούς. Ὅμως,
ὅταν ρίξαμε δυνατό φῶς ἐπάνω στήν εἰκόνα (προβολέα), διαπιστώσαμε
ὅτι ἔχει κόρες καί ὁ ἀποχρωματισμός δείχνει λανθάνουσα εἰκόνα κλειστῶν ὀφθαλμῶν ἀπό τή φθορά τῆς ὑγρασίας.
Ἔξω τοῦ κύκλου τῶν ἀγγέλων ἀπεικονίζονται οἱ προφήτες πού κρατοῦν ἀνοικτά εἰλητάρια τῶν ὁποίων ἡ ἀνάγνωση εἶναι δυσδιάκριτη λόγω
τῆς φθορᾶς. Στά λοφία οἱ τέσσερεις εὐαγγελισταί. Συνεχίζοντας τήν περιγραφή τοῦ βορείου τείχους τοῦ ἀνατολικοῦ σκέλους στόν κυρίως ναό ἔχουμε στήν κόγχη τόν ῞Αγιο Προκόπιο καί τόν ἅγιο Δημήτριο μέ τόν ἅγιο
Γεώργιο ὁλόσωμους νεανίας χωρίς στρατιωτική στολή. Τήν ἴδια σειρά τήν
ξαναβρίσκουμε στό ναό τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου μεταγενέστερα, γιατί ὁ ἁγιογράφος ἀκολουθεῖ τήν ἴδια σειρά στό θεματολόγιο παρμένο ἀπό τό Ναό
τῆς Παναγίας.
Στό μέρος τοῦ Βήματος συνεχίζεται τό ὅραμα τοῦ ἁγίου Πέτρου ᾿Αλεξανδρείας, παραπλεύρως στήν κόγχη (διακονικό) δύο διάκονοι, ὁ ἕνας ὁ
Πρόχορος ἐνῶ ὁ ἄλλος δέ διακρίνεται. Ψηλότερα στηθάρια δυσδιάκριτα
καί ἀπό ἐπάνω θέματα πάλι τῶν 24ων οἴκων τῆς Παναγίας, «Φωτοδόχον
λαμπάδα», «Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων», «Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται». Πιό ψηλά
στήν ἀνατολική καμάρα ὁ Ἐνταφιασμός, ἡ ᾿Ανάστασις τοῦ Χριστοῦ. Πιό
πάνω ὁ Χριστός καί ἡ Σαμαρείτιδα μέ δύο ἄλλες παραστάσεις πού δέ
διακρίνονται. Στό κλειδί τῆς καμάρας δύο προφῆτες δυσδιάκριτοι, στή
συνέχεια ὁ Προφήτης Σολομών κρατεῖ εἰλητάριο μέ τήν ἐπιγραφή:
«ΣΤΟΜΑ/ Κ(ΥΡΙΟ)Υ Α/ΠΟΣΤΑΖΕΙ/ ΣΟΦΙΑ/Ν» (Παρ. Σολ. 10, 31) 

Συνέχεια δίπλα ὁ προφήτης Ναούμ μέ ἀνοικτό εἰλητάριο:
95
«ΠΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ/ ΤΙΣ ΥΠΟΣΤΗΣΕΤΑΙ» (Ναούμ 1,6).
᾿Από προσώπου ὀργῆς αὐτοῦ τίς ὑποστήσεται; Φαίνεται ὅτι ὁ ἁγιογράφος ἁγιογραφεῖ τά ἀποφθέγματα ἀπό μνήμης.
Ἐρχόμενοι στό νότιο μισό τῆς καμάρας, ἡ Αγία Τριάδα ὡς Φιλοξενεία τοῦ ᾿Αβραάμ καί δύο ἄλλες παραστάσεις κατεστραμμένες. Πιό χαμηλά ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ, στή συνέχεια ἡ Ὑπαπαντή καί ἡ Βάπτισις.
Χαμηλότερα, στό νότιο τοῖχο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, μία παράσταση ἀπό τή
ζωή τοῦ Αγίου Δημητρίου καί στή συνέχεια ἀκόμη δύο ἄλλες κατεστραμμένες. ᾿Αμέσως χαμηλότερα στηθάρια δυσδιάκριτα ἐνῶ ἀπό κάτω ὁλόσωμος ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος. Παρεμβάλλεται παράθυρο καί ἀμέσως
δυσδιάγνωστος ἅγιος ὁλόσωμος.
Στόν ἀνατολικό τοῖχο ψηλά, ἀριστερά ἀπό τήν κόγχη τοῦ ἁγίου βήματος, ἀπεικονίζεται ἡ ᾿Ανάληψις τοῦ Χριστοῦ καί δεξιά ἡ Πεντηκοστή. ᾿Από
κάτω στή σειρά παραστάσεις κατεστραμμένες καί κάτω δυσδιάκριτα στηθάρια. Κατεβαίνοντας στήν κόγχη τῆς Προθέσεως ἀπεικονίζεται ὁ Μέγας
᾿Αρχιερεύς ἡμικατεστραμμένος, στή συνέχεια τῆς κόγχης ἕως τήν κόγχη
τοῦ ἁγίου βήματος ὁ ἅγιος Σπυρίδων.
Μέσα στήν κόγχη τοῦ διακονικοῦ οἱ διάκονοι Ρωμανός καί Λαυρέντιος. Στήν κόγχη τοῦ Ἱ. Βήματος ἡ Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, δεξιά –
ἀριστερά δύο «῎Αγγελοι σεβίζοντες» σέ στηθάρια καί στό ἀνεστραμμένο
καρδιόσχημο ἐγκόλπιο ὁ Χριστός νεανίας κρατεῖ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί
εὐλογεῖ. Κάτω συλλειτουργοῦντες ἱεράρχες, ὁ ῞Αγιος ᾿Αχίλλειος ὁ Λαρίσσης πού κρατεῖ Εὐαγγέλιο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος κρατᾶ εἰλητάριο μέ ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὀπισθάμβωνο εὐχή: «Ο ΕΥΛΟΓΩΝ ΤΟΥΣ / ΕΥΛΟΓΟΥΝΤΑΣ ΣΕ / Κ(ΥPΙ)Ε ΚΑΙ / ΑΓΙΑΖΩΝ ΤΟΥΣ / ΕΠΙ ΣΟΙ ΠΕ/ΠΟΙΘΟΤΑΣ»
Παραπλεύρως ὁ ἅγιος Βασίλειος κρατεῖ Εὐαγγέλιο, μετά παρεμβάλλεται τό παράθυρο τῆς κόγχης μέχρι τό μέσον τοῦ σώματος τῶν ὁλοσώμων
συλλειτουργούντων Ἱεραρχῶν. Ἐπάνω ἀπό τό παράθυρο ἅγιον Ποτήριον
καί μέσα ὁ Χριστός πού εὐλογεῖ μέ ἑκατέρωθεν τούς Ἱεράρχας, Θεία
Λειτουργία.
Στή συνέχεια ὁλόσωμος δυσδιάκριτος ἱεράρχης, ἀκολουθεῖ ἄλλος πού
κρατεῖ εἰλητάριο στό ὁποῖο ἀναγράφει ἀπόσπασμα τῆς εὐχῆς Θείας Λειτουργίας: «ΕΛΛΑΜΨΟΝ / ΕΝ ΤΑΙΣ / ΚΑΡΔΙΑΙΣ / ΗΜΩΝ ΦΙΛΑ/ΝΘΡΩΠΕ Κ(ΥΡΙ)Ε / ΤΗΣ ΔΙΚ(ΑΙ)ΟΣΥΝΗΣ».
Στό νότιο τεῖχος τοῦ ἀνατολικοῦ σκέλους τοῦ ναοῦ, ἡ Σύναξις τῶν
᾿Ασωμάτων κατεστραμμένοι, δύο στηθάρια καί ἀπό κάτω δυσδιάκριτοι
δύο ὁλόσωμοι ἅγιοι. Αὐτή ἦταν ἡ περιγραφή τοῦ θεματολογίου τῆς ἁγιογραφίας τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Παναγίας εἰς τούς τοίχους καί τόν τροῦλλον.
Στό τέμπλο, πού εἶναι πολύ μεταγενέστερες, γιατί σίγουρα καταστράφηκε ἐντελῶς μέ τήν πυρπόληση τοῦ Ἱ. Ναοῦ στίς ἀλλεπάλληλες εἰσβολές
τῶν Ὀθωμανῶν, πιθανότερη εἶναι ἡ τοῦ 1823, ἔχουμε τίς εἰκόνες: τοῦ
Χριστοῦ διαστάσεων 87 x 50 ἑκατοστά «διά χειρός ἀθανασίου Ζωγράφου
σαμαρήνης / 1870 νοεμβρίου 2», τῆς Παναγίας διαστάσεων 87 x 49 «χείρ
ἀθανασίου σαμαρήνης 1870 οκτωβρίου 15». Οἱ δύο αὐτές εἶναι τοῦ ἁγιογράφου πού κατάγεται ἀπό τή Σαμαρίνα Γρεβενῶν καί πού θά τόν συναντήσουμε στήν ἁγιογράφηση τοῦ καθολικοῦ τῆς Ἱ. Μονῆς, ναοῦ τοῦ Αγίου
Γεωργίου στήν ἴδια χρονολογία. Δίπλα ἀπό τήν Παναγία ἡ Γέννησις τοῦ
Σωτῆρος διαστάσεων 53 x 90 «χείρ δημητρίου Πα(παδι)αμαντόπουλου
/Μονοδέντρι». Πρόκειται γιά ἁγιογράφο ἀπό τό χωριό Μονοδένδρι τῶν
Ζαγορίων Κόνιτσας. Στήν ὀρθόδοξη διάταξη τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου
συνήθως ἀμέσως μετά τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μπαίνει ἡ εἰκόνα τοῦ
ἁγίου πού τιμᾶται ὁ Ἱ. Ναός. Ἐδῶ βλέπουμε τή Γέννηση τοῦ Σωτῆρος πού
μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ Ἱερά Μονή κάποτε ἐτιμᾶτο εἰς τή Γέννησιν τοῦ
Σωτήρος Χριστοῦ, ὅπως μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ σφραγῖδα τῆς Ἱ. Μονῆς καί ἡ
ἐνθύμηση τοῦ Παπα – Κοσμᾶ στό Ἱερό Εὐαγγέλιο τοῦ 1697, ὅπως ἀναλύεται στίς ἐνθυμήσεις στό ὁμώνυμο κεφάλαιο. Δίπλα ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ ἡ τοῦ Τιμίου Προδρόμου μέ φτεροῦγες ὡς τό 1968 πού τήν ἐνθυμοῦμαι ὁ ἴδιος. Σήμερα ἔχει κλαπεῖ ἀπό ἱερόσυλους. Αὐτή ἡ θαυμάσια
ἁγιογραφία εἶναι ἀμφίβολο νά κρατήσει πολύ χρόνο ἀκόμη, γιατί ἡ ὑγρασία προχωράει γρήγορα τό καταστρεπτικό ἔργο της.
3. Δεύτερη ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεροκόβου
Γιά τή ζωή στό Μυρόφυλλο ἐκτός τῶν ἄλλων μαρτυριῶν στόν 17ο
αἰῶνα ἔχουμε τή δυνατή μαρτυρία τῆς δεύτερης ἀνοικοδόμησης τοῦ μοναστηριοῦ. Δέν μποροῦμε να προσδιορίσουμε τήν ἀκριβῆ χρονολογία τῆς
δεύτερης ἀνοικοδόμησης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου,
ἀφοῦ δέν ἔχουμε τό ἀρχεῖο της πού θά μᾶς ἔδινε ἀκριβή στοιχεῖα τῆς ἱστορίας της καί γιά τό χωριό σίγουρα τήν εὐρύτερη ζωή μέσα ἀπό γεγονότα. Ἐκεῖνο πού γνωρίζουμε εἶναι ὅτι ἡ Ἱερά Μονή καταστράφηκε τό 1611
καί μετά ἀπό τρία χρόνια, τό 1614, κτίζεται ὁ ναός τῆς Παναγίας μέ λάσπη
ἀπό φτώχεια τῶν χριστιανῶν στό Μυρόφυλλο.
Ἔχουμε ὅμως ἀρκετά στοιχεῖα πού στοιχειοθετοῦν τήν ὕπαρξη τῆς
Ἱερᾶς Μονῆς μετά τήν καταστροφή της τό 1611 καί τή φοβερή κατάπνιξη
τῆς ἐπαναστάσεως τῆς Ἠπειροθεσσαλικῆς τοῦ Διονυσίου Β΄ ἀρχιεπισκόπου Λαρίσσης – Τρίκκης, τῆς ὁποίας τό μέγεθος ἀγνοοῦμε, γιατί ἡ ἔρευνα
ἀκόμη δέν ἔφερε στή δημοσιότητα σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο τή σπουδαιοτάτη αὐτή ἐξέγερση τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων στή Βαλκανική χερσόνησο.
Ὁ ῞Αγιος Γεώργιος μένει στήν πίστη τῶν ὀρεινῶν χριστιανῶν «ὁ ἐλευθερωτής τῶν αἰχμαλώτων καί τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής». Μπαίνει μέσα
στήν ψυχή τους, στά τραγούδια, στά ἔθιμα, στή ζωή τους ὁλόκληρη. Εἴτε
ξενιτεύονται, εἴτε ἁπλῶς μετακινοῦνται τόν ἔχουν ὡς φλάμπουρο, ὡς ὁρόσημο στήν ποιμενική ζωή (ὁ ἅγιος Γεώργιος καί ὁ ἅγιος Δημήτριος ὡς τά
σήμερα εἶναι τό ὅριο στή «ρόγα»70), γίνεται φλάμπουρο στό γάμο, ὡς
σήμερα τονώνει τό φρόνημα τῶν ὀρεσίβειων πού κρατοῦν τήν παράδοση.
Παρόλο τό μῖσος τοῦ κατακτητῆ, παρά τίς ἀπηνεῖς διώξεις καί ταπεινώσεις «Οἱ Θεσσαλοί ἦταν πάντοτε σπουδαῖοι καί σήμερα εἶναι γενναῖος
λαός. Εἶναι λένε ριψοκίνδυνος καί παράφορος. Τό παραμικρό νά τούς
κάμεις θά περιμένουν νὰ ἐκδικηθοῦν». Πολλοί Τοῦρκοι ἔπεσαν σε παγίδα
κι ἔχασαν τή ζωή τους 1, ἐπιβεβαιώνει ὁ ῎Αγγλος περιηγητής EDWARD
BRUWN.
Ἔτσι λοιπόν εὐθύς ἀμέσως μετά τήν καταστροφή τοῦ 1611 μαρτυρεῖται ἔντονη δραστηριότητα στό Μυρόφυλλο μέ κέντρο σίγουρα τό μοναστήρι μέ ἄνθηση τῶν γραμμάτων πού ἀναλυτικά θά τό δοῦμε ἀμέσως στό
παρακάτω κεφάλαιο.
Σχολεῖο λοιπόν στό Μερόκοβο στά 1617, δπως φαίνεται ἀπό ἐπιστολές
πρός τόν μεγάλο διδάσκαλο Μάξιμο Πελοποννήσιο πού ζοῦσε στά τέλη
τῆς δεύτερης δεκαετίας τοῦ 17ου αἰῶνα στό χωριό μας. Ποῦ ἐγκαταβιοῦσε
ὁ ἱερομόναχος Μάξιμος; Νομίζω γιά νά δέχεται μαθητές ὡς καί ἀπό τή
Βλαχία (Ρουμανία) ἐξυπακούεται ὅτι στό Μυρόφυλλο ἡ Ἱερά Μονή ξανακτίζεται καί διατηρεῖ σχολή. «᾿Από Ντιργοβίστου Δεκεμβρίου η΄ αχιζ
(8-12-1617) ᾿Αββακούμ ταπεινός ἱερομόναχος καί σός ἐν Χριστῷ ἀδελφός κατά πάντα (…..). Τῷ πανοσιωτάτῳ λογιωτάτῳ καί σοφωτάτῳ κυρίῳ κυρίῳ Μαξίμῳ ἁγίῳ διδασκάλῳ καί ἱερῷ ἀνδρί ἐν ἱερομονάχοις προσκυνητῶς
καί περιχαρῶς ἐγχειρισθείη εἰς τήν ῎Αρταν ἤ εἰς χωρίον Μυρόκοβον». Παραθέτω3 μία μόνον μαρτυρία τοῦ μεγάλου διδασκάλου Μαξίμου ἀφοῦ
στή συνέχεια θά ἀσχοληθοῦμε μέ τόν ἴδιον σέ ἀνάλογο κεφάλαιο. Μία
ἄλλη μαρτυρία εἶναι μία ἐπιστολή ἀπό τό λόγιο ἱερομόναχο Λεόντιο στά
1639 ἀπό τήν ῎Αρτα στόν κωδικογράφο Θεοδόσιο Μεροκοβίτη στό χωριό
Μερόκοβο. Τήν ἐπιστολή τή διέσωσε ὁ Μεροκοβίτης Νικόλαος στό χειρόγραφό του πού βρίσκεται στό Βέλγιο καί εἶναι ἀνέκδοτη ὡς τά σήμερα. Ὁ
ἱερομόναχος Θεοδόσιος λοιπόν πού μονάζει στό Μερόκοβο;
Στίς ἀμέσως ἑπόμενες δεκαετίες ἔχουμε πληθώρα ἐπιστολῶν πού διεσώθηκαν ἀπό τόν ἱερέα κωδικογράφο Νικόλαο Μεροκοβίτη μέχρι τό
1682. Παραθέτω παρακάτω δύο μαρτυρίες πού φαίνεται καθαρά ὅτι στό
Μερόκοβο ὑπάρχει ἀδελφότητα μέ γέροντα πνευματικό τόν Παΐσιο, μέ
τόν ὁποῖο ἦρθε σέ διαφωνία ὁ κωδικογράφος λόγιος Νικόλαος Μυροκοβίτης καί ὁ πεθερός του Χριστόδουλος:
Ἡ πρώτη ἐπιστολή σταλμένη ἀπό τό λόγιο Μυροφυλλίτη ᾿Αθανάσιο
Λιοντάρη ἱερομόναχο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεροκόβου καί στή συνέχεια
φοιτητή στήν Κων/πολη ἀπό ὅπου στέλνει δύο ἐπιστολές στό Μυρόκοβο,
ὅπου ἐγκαταβιώνει ὁ γέροντάς του, Παΐσιος: «(Κωνσταντινούπολις) αχοδ΄
Μαρτίου ιστ΄ (16-3-1674) … διά σου τόν πανοσιώτατον ἐν ἱερομονάχοις
καί αἰδεσιμώτατον κύριον Χριστόδουλον, δι’ αὐτοῦ μέν καί τήν τῶν πατέρων ἀδελφότητα… τῷ ἐντιμοτάτῳ καί χρησιμοτάτῳ κυρίῳ κυρίῳ
Νικολάῳ τῷ ἀρτοποιῷ ὑγιῶς τε καί περιχαρῶς δοθήτω εἰς χωρίον
Μυρόκοβον».
Ὁ ἴδιος ὁ ἱερομόναχος ᾿Αθανάσιος Λιοντάρης γράφει στό Νικόλαο
ἀπό τήν Κων/πολη στίς 29-2-1676 πού εἶναι στά Τρίκαλα ἤ στό Μερόκοβο:
«Ἐντιμότατε καί λογιώτατρε κύριε Νικόλαε … Τήν τιμίαν σου γραφήν
ἔλαβα καί τήν ὑγείαν της ἐχάρην, ἐλυπήθην ὅμως διά τά συμβαίνοντα σοι
διά τοῦ πατρός Παϊσίου ἐπειδή ὡς φαίνεται ἡ ὑπόθεσις, μισητῆς ἀλλήλοις
διάκεισθε… Τόν παπᾶ κύρ Παΐσιον, τόν γέροντά μου προσκύνα του ἀπό
λόγου μου …. αχοστ΄ Φεβρουαρίου κδ΄ (29-2-1676) ὁ σός ἐν Χριστῷ
ἀδελφός ᾿Αθανάσιος ἱερομόναχος». Ἡ δραστηριότητα τῶν λογίων εἶναι
μεγάλη ἀλλά καί δωρητές Ι. Μονῶν Μεροκοβίτες στά γύρω χωριά ἐμφανίζονται. Στήν κτητορική ἐπιγραφή τῆς Ἱ. Μονῆς ῾Αγίου Γεωργίου Βουργαρελίου1″, μόλις λίγες ὦρες μέ τά πόδια ἀπό τό Μυρόφυλλο, διαβάζουμε:
«᾿Ανιστορήθη ὁ πάνσεπτος καί θεῖος οὗτος ναός τοῦ ἁγίου καί ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ τροπαιοφόρου διά συνδρομῆς … Γεωργίου Γλουφαριώτη… ἐν ἔτει 1714 μηνί Σεπτεμβρίου 21 …».
Ὁ Γεώργιος Γλουφαριώτης (τό ὀρθό Γκουλφαριώτης ἔγινε ἀναγραμματισμός ἐδῶ ἀπό τόν ἀναγραφέα – μάστορα ἴσως) εἶναι ἀπό τό συνοικισμό τοῦ Γκολφαρίου Μυροφύλλου καθίσταται δωρητής ἀπό τό ἀναπτερωμένο θρησκευτικό συναίσθημα τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου, πού
αὐτή ἀκριβῶς τήν ἐποχή ἀναδεικνύει ὑψηλά ἀναστήματα λογίων διδασκάλων τοῦ Γένους μας.
Ἕνα ἄλλο τεκμήριο δείχνει ὅτι ὑπάρχει ἡ Μονή ‘Αγίου Γεωργίου μάλιστα μέ τό σπάνιο τέμπλο της, τό σημερινό τοῦ καθολικοῦ της πού μεταφέρθηκε στό σημερινό ναό τοῦ Αγίου Γεωργίου, λεπτομέρειες τοῦ ὁποίου
θά ἀναπτύξουμε στό εἰδικό κεφάλαιο. Τό τεκμήριο εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ
῾Αγίου Γεωργίου τοῦ παλαιοῦ τέμπλου, πού εἶναι σήμερα στό τέμπλο τοῦ
πολιούχου Μυροφύλλου ῾Αγίου Νικολάου. Ἔχει ἀκριβῶς τίς ἴδιες διαστάσεις τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου τοῦ ναοῦ ῾Αγίου Γεωργίου τῆς Ἱ. Μονῆς,
πού ἀντικαταστάθηκαν τό 1815 ἀπό τίς νῦν ὑπάρχουσες ἐκεῖ. Ἐπάνω ἀπό
τήν εἰκόνα μία σανίδα 14 ἑκατοστῶν κατά μῆκος τῆς εἰκόνας, ἐφαπτόμενη
γεμίζει τόν κενό χῶρο γιατί τό τέμπλο κατασκευάστηκε στά μέτρα τῶν
ἄλλων εἰκόνων πού εἶναι μεγαλύτερες. Αὐτό προδίδει τήν τοποθέτηση τῆς
εἰκόνας ἀργότερα πού μεταφέρθηκε ἀπό τήν Ἱ. Μονή Αγίου Γεωργίου,
εὑρισκόταν τό πιθανώτερο στό ναό ἀλλά σέ ἄλλο χῶρο. Η εἰκόνα φέρει
τήν χρονολογία:
«ΕΠΗ ΕΤΟΥΣ ΑΨΙΘ (1719) – ΔΕΗΣΙΣ ΤΩΝ ΔΟΥΛΩΝ Τ(Ο)Υ
Θ(ΕΟ)Υ/ ΘΕΟΦΑΝ(ΟΥΣ)».
Λίγα χρόνια ἀργότερα ἔχουμε στο κτίσμα τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ταξιαρχῶν τήν ἐπιγραφή ἀνιστόρησής του τό 1738 πού ἀποτελεῖ συνέχεια τό
κτῖσμα αὐτό, τοῦ ὅλου οἰκοδομήματος καί, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἐπιτόπια ἔρευνά μας, ἀνήκει στό συγκρότημα τοῦ δεύτερου ἀμυντικοῦ συστήματος πού ἔχει συζεύξει καί τό ναό τῆς Παναγίας τοῦ 1614. Τό πιθανώτερο
νά ἀποτελοῦσε καί τήν πρωταρχική Ι. Μονή.
Μετά ἀπό δέκα ἑπτά χρόνια ἕνα ἔγγραφο, συμβόλαιο τοῦ ἔτους 1755
ἀγορᾶς δάσους ἀπό τή Μονή Αγίου Γεωργίου Μεροκόβου στό ἀπέναντι
χωριό Μεσούντα, προδίδει εὔρωστο οἰκονομικά μοναστῆρι, ἀφοῦ πληρώνει ἕνα μεγάλο ποσό ἀγορᾶς ἀντί (4.000) γροσίων. Μάλιστα πρό τῆς ἀγορᾶς ὁ ἡγούμενος ἐπί δύο χρόνια δάνειζε τίς οἰκογένειες τῆς Μεσούντας μέ
ἐνέχυρο ὁλόκληρο τό χωριό: «… ὅτι πρό δύο χρόνους εἴχαμαν βάλλη ἀμανάτι τό χωριό μας ὅλο αμανάτι εἰς τόν ἡγούμενον τοῦ Μοναστηρίου Μυροκόβου διά γρόσια 1.500….».
Τό παραπάνω συμβόλαιο φανερώνει ἐκτός ἀπό τήν οἰκονομική εὐρωστία τοῦ μοναστηριοῦ καί τήν προστασία πού παρέχει στά γύρω χωριά τῆς
περιοχῆς στίς ἀπληστίες τῶν Ὀθωμανῶν νά καταρπάζουν τή γῆ τῶν χριστιανῶν.
Μετά ἀπό δύο δεκαετίες ἔχουμε συνέχεια γιά τή ζωή τοῦ Μοναστηριοῦ ῾Αγίου Γεωργίου τήν ἐνθύμηση τοῦ 1773 τοῦ Παπα-Κοσμᾶ πού κυριαρχεῖ σάν δραστήρια μορφή στό Μερόκοβο μέχρι τό 1840 μέ ἰδιόχειρες
ἐνθυμήσεις πού θά τίς δοῦμε στό ὁμώνυμο κεφάλαιο.
Ἡ παράδοσή μας στό χωριό διέσωσε ὅτι ὁ Παπα-Κοσμᾶς λεγόταν
Κων/νος (Κωστούλας) Καρακίτσιος· καταγόταν ἀπό τό Καρπενῆσι5α καί
ὁ ἀδελφός του πῆρε γυναῖκα ἀπό τό σόϊ τῆς ἁρματωλικῆς οἰκογένειας τῶν
Στουρναραίων. Ἐγκαταστάθηκε στά δυτικά τοῦ ἁρματωλικίου τοῦ ᾿Ασπροποτάμου στό Μερόκοβο τότε ὡς ἔμπιστος τῶν Στουρναραίων76 μαζί
μέ τόν ἀδελφό του, πού ἔγινε μοναχός καί στή συνέχεια ἡγούμενος. Στήν
παρακάτω ἀνάλυση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων ἀναφέρει ὅτι στό ἐπανακτίσιμο τοῦ μοναστηριοῦ τό 1829 «κτίζεται ἀπό τούς ἴδιους μαστόρους μέ
ὑλικά πού μετέφεραν τά μουλάρια τά βακούφικα τό σπίτι τῶν Καρακιτσαίων» πού ἦταν στό δυτικό μέρος τοῦ κεντρικοῦ συνοικισμοῦ μέχρι τό
1963 ὅπου, ἔγινε ἡ κατολίσθηση τοῦ χωριοῦ. Ἡ παράδοση μέχρι σήμερα
κράτησε σέ ποίημα – τραγούδι τό δεσμό του μέ τό μοναστῆρι καί τόν
ἀγῶνα:
«Ὁ Καρακίτσιος ὁ Ψαρῆς
κι ὁ Δράκος ὁ κανοῦτος
ἐπήγανε στή Βενετιά
κι’ ἔφεραν Βίντινα κομπούρια
καί Βίντινα σπαθιά
ἀσήμωσαν τόν ᾿Αϊ-Γιώργη
καί τήν Παναγιά
ἄϊντε ρέ Καρακίτσιο
νά μποῦμε στ’ν Αγιά Σοφιά»

Τό μοναστῆρι λοιπόν ὑπάρχει στόν 17ο αἰῶνα στό Μυρόφυλλο μέ
δραστηριότητα στό χωριό ποικίλη, ἀκριβῆ ὅμως στοιχεῖα πότε ἔλαβε χώρα
ἡ δεύτερη ἀνοικοδόμηση δέν ἔχουμε. Ἴσως νά ἔγινε τμηματικά, ἴσως ὅλο
μαζί. Αὐτό θά διαπιστωνόταν ἀπό εἰδικό στήν ἐξέταση τῶν κτιρίων, πού
θά μποροῦσε νά ἀποφανθῆ μέ κάποια βεβαιότητα.