ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟΥ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟΝ (ΜΕΡΟΚΟΒΟΝ) – ΤΡΙΚΑΛΩΝ (ΑΠΟ ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ ΩΣ ΤΟ 1900 μ.Χ.) – ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ-ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Δρ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΠ. ΚΑΡΑΚΙΤΣΙΟΣ Πρωτοπρεσβύτερος – Καθηγητής
1. ΠΙΝΔΟΣ
Η ραχοκοκκαλιά τῆς πατρίδος μας Ἑλλάδος εἶναι ἡ Πίνδος με τις ἀπολήξεις της. Εἶναι ὄμορφο βουνό για τον καθένα που το περπατεί. Εἶναι τὸ ὀμορφότερο, πού ἄλλο σάν καί αὐτό δέν ὑπάρχει, γιὰ ἐκεῖνον που γεννήθηκε ἐκεῖ, ἔζησε καί νοσταλγεῖ νὰ ἐπιστρέψη ἔστω καί πεθαμένος.
Ἔχει προελληνικό 11 ὄνομα ἀπό τούς προέλληνες κατοίκους του ὅταν το πρωτοκατοίτησαν το βάπτισαν στη γλώσσα τους μαζί μέ τούς ποταμούς πού πηγάζουν ἀπό ἐκεῖ καί τίς ψηλότερες κορφές του, ἔτσι μένει αἰώνιος μάρτυρας τῆς πατρώας Ἑλληνικῆς γῆς, τῆς ἱστορίας που παραχαράσσεται σήμερα ἀπό ὄψιμους ἱστορικούς, κλεπταποδόχους.
Μπροστά ἀπό ἑκατοντάδες έκατομμύρια χρόνια ἡ ἑλληνική γῆ ἦταν σκεπασμένη ἀπό θάλασσα. Ἡ γενεαλογική μας μορφή ἄλλαξε μέσα στο χρόνο. Τότε ὁλόκληρη ἡ Ἑλληνική περιοχή ἀπό τό Ιόνιο Πέλαγος ὡς τήν Μικρά ᾿Ασία ἦταν σκεπασμένη ἀπό τή θάλασσα. Ο βυθός της ήταν παρά-ξενος μορφολογικά. Στη θέση τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τῆς Πίνδου ὑπῆρχε βα-θειά ὑποθαλάσσια τάφρος ἡ «αὖλαξ τῆς Πίνδου» 12. Δυτικώτερα ἐκτεινό-ταν μια δεύτερη τάφρος «ἡ Ἰόνιος αὖλαξ». Τό τείχωμα που χώριζε τίς δύο «αὔλακες» εἶναι το «ὕβωμα τοῦ Γαβρόβου» ὁ γνωστός Γάβραγος στή γλώσσα τῶν ντόπιων.
Αὐτή τή μορφή εἶχε πρίν 180 εκατομμύρια χρόνια καί μέχρι πρίν 35 ἑκατομμύρια χρόνια ἡ τάφρος τῆς Πίνδου γέμισε ἀπό ἰζήματα, σημειώνο-νται νέες κοσμογονικές ἀναστατώσεις στα ἔγκατα τῆς Ἑλληνικῆς γῆς.
Ύστερα ἀπό μιά πανίσχυρη ἀνοδική ώθηση πτυχώθηκαν ὅλα τὰ ὑλικά τῆς τάφρου καί ἀνυψώθηκαν ἔτσι που σχημάτισαν τὴν ἐπιβλητική ὀροσει-ρὰ τῆς Πίνδου ἀγέρωχη καμαρωτή ὡς σήμερα.
Μετά ἀπό γεωλογικές ἀνακατατάξεις πού δέν σταμάτησαν σχημάτι-σαν τήν Αἰγαιΐδα. Ἡ Αἰγαιΐδα δέν ἀποτελοῦσε μιά μονότονη μάζα ξηρᾶς, ἀλλά κατακερματιζόταν ἀπό βυθίσματα ἐσωτερικῶν λιμνῶν.
Κατά τό Πλειόκαινο, ἐποχή πρίν 12 ὡς 2 ἑκατομμύρια χρόνια συντε-λοῦνται ἀνακατατάξεις στην Αἰγαιΐδα καί πρός το τέλος αὐτῆς τῆς ἐποχῆς, ὁριστικοποιεῖται σε γενικές γραμμές ή σημερινή ἀνάγλυφη ὄψη καί ἡ μορφολογία τῆς Ἑλληνικῆς γῆς.
Ἡ πρώτη γεννημένη μορφολογικά ἑλληνική γῆ, ἡ γῆ τῆς Πίνδου, πρω-τοκατοικεῖται ἀπό ἀνθρώπους πού ἐπιβιώνουν ἀπό τό κυνήγι. Σε σπήλαιο τῶν Αγράφων, στα νότια τῆς Θεσσαλίας, βρέθηκαν λείψανα της λεγόμε-νης «σπηλαίας ἄρκτου» ποὺ ἡ παρουσία της φαίνεται νὰ ἔπαιξε σπουδαίο ρόλο στὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ τὴν ἀναζητοῦσε χωρίς κίνδυνο στις σπηλιές το χειμώνα, ὅταν ἐκείνη ἦταν σε νάρκη καὶ θὰ ἀποτελοῦσε πλού σια λεία γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του σε κρέας, ὀστὰ γιὰ ἐργαλεῖα καὶ τὸ δέρμα γιὰ ἔνδυση.
Ἡ ὁροσειρά της Πίνδου με τα δάση, τις σπηλιές, τις αμέτρητες πη γές, τα ποτάμια μὲ τοὺς παραπόταμους ἦταν ἰδανικός τόπος, αὐτή τὴν ἐπο-χή στην διατήρηση καί ἀνάπτυξη τῆς ζωῆς. Γιὰ αὐτό στη συνέχεια θα δοῦμε ὅτι αὐτός ὁ χῶρος εἶναι ὁ χώρος ὅπου ἔζησαν, ἀναπτύχθηκαν τα Ἑλληνικά φύλα. ᾿Από το χώρο αὐτό ξεχύθηκαν οἱ Ἑλληνικές φυλές, σε ὅλη τὴ βαλκανική χερσόνησο, ὡς τὴ Μικρά Ασία μὲ ἀπολήξεις στον άποι-κισμό τῶν πρὸ Χριστοῦ αἰώνων στον Πόντο καὶ τὴν ὑπόλοιπο Μεσόγειο.
Ο κύριος κορμός τῶν Ἑλλήνων διαπιστώνεται στα πενιχρά ἴχνη τοῦ πολιτισμού «Κουργκάν» περίπου το 2100-1900 π.Χ. όπου συμπίπτουν με τὴν παρουσία τῶν πρώτων δύο Ἑλληνικῶν φύλων τῶν Δαναών καὶ ᾿Αβά ντων. Οἱ μεγάλες μάζες τῶν Ἑλληνικῶν φύλων πού εἰσβάλλουν στην Ελ λαδική χερσόνησο αὐτὴ τὴν περίοδο ἐγκαθίστανται στη νοτιοδυτική Ἴλλυ ρία, Δυτική Μακεδονία, ἀνατολική Ἤπειρο, Βορεια-Δυτική Θεσσαλία. ᾿Από την Πίνδο καὶ τὴν Ήπειρο ξεκίνησαν ἀργότερα, τα Ελληνικά φύλα που κατέκλυσαν τὴν Ἑλλάδα μετά το τέλος τῆς Μυκηναϊκῆς ἐποχῆς.
Στη διαδικασία τῆς φυλογένεσης βρίσκουμε τη δημιουργία τῶν Ἑλλη νικῶν διαλέκτων 13 τῶν ἀρχαιοτέρων στη φυλή μας, ἀκριβῶς στὸν ἴδιο παραπάνω χῶρο τῆς Πίνδου,
᾿Αφετηρία ἐκκίνησης τῶν Ἑλληνικῶν φύλων ἡ Πίνδος. Στάση για άνα-νέωση τῶν Ἑλληνικῶν φύλων πάλι ἡ Πίνδος.
Τόπος καταφυγής τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους ἡ ὁρεινή Ελλάδα, ή Πίνδος μὲ τὰ παρακλάδια της. “Αν ἐξετάσουμε λεπτομερῶς τὴν Ἱστορία ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ἡ Πίνδος εἶναι ἡ κιβωτός τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς θα μπορούσαμε να ποῦμε σε μέγιστο βαθμό.
2. Αχελώος (Ασπρος ἢ ᾿Ασπροπόταμος)
Όπως ἀνέφερα στο παραπάνω κεφάλαιο ἡ Πίνδος ήταν ἡ περιοχή που κατοίκησαν οἱ Πρωτο- Ἕλληνες. Ο δεύτερος παράγων που κατοίκη
σαν καὶ ἐπιβίωσαν σίγουρα εἶναι ὁ ποταμός ᾿Αχελώος μὲ τὰ παρακλάδια του, φυσικά σε συνάρτιση μὲ τοὺς ἄλλους ποταμούς που πηγάζουν καὶ διασχίζουν μέρη της Πίνδου.
Ὁ ᾿Αχελώος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ποταμούς τῆς Ἑλλά δος, που πηγάζουν καὶ χύνονται σήμερα στὸν ἐλεύθερο Ελληνικό χώρο. Τὸ ὄνομά του εἶναι προελληνικό. Πηγάζει από τις κορυφές Περιστέρι καὶ Λάκμων τῆς Πίνδου καὶ διασχίζοντάς την κατά μήκος χύνεται στη θάλασσα τοῦ Μεσολογγίου στο Ιόνιο Πέλαγος. Ἡ μυθολογίας μᾶς ἀνα-φέρει ὅτι ἦταν τρία αδέλφια πού κοιμούνταν ἐπάνω στις ψηλότερες κορυ φές τῆς Πίνδου. Όμως τα δύο αδέλφια του την νύκτα ἔφυγαν κρυφά καὶ ἄφησαν τὸν ᾿Αχελώο στὸν ὕπνο. Ο “Άραχθος ἔφυγε στην Ήπειρο καί ὁ Πηνειός ἀνατολικά στη Θεσσαλία, ὅπου ἀθόρυβα χάθηκε στη θάλασσα τοῦ Αἰγαίου. Ὅταν ξύπνησε ὁ ᾿Αχελώος, κλαίγοντας (σφυρίζοντας) ξεκί νησε μέσα στα βουνά ψάχνοντας τα αδέλφια του καί χάθηκε στη θάλασσα τοῦ Ἰονίου πελάγους. Αὐτό τό σφύριγμα, «το σκούξιμο τοῦ ᾿Ασπρου» στη δικιά μας γλώσσα τῶν Πινδαίων το χαιρόμεθα μέχρι τη δεκαετία του 1960 ὅταν ἡ κοίτη εἶχε τὴν πρώτη της μορφή 16. Πρίν γίνουν τα φράγματα που ἔφεραν τὴν παραμόρφωση στο περιβάλλον.
Ο Αχελώος ποταμός στην ἀρχαιότητα, ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ βασιλιᾶς τῶν ποταμών. Εἶχε θεοποιηθεῖ ἀπό τούς ἀρχαίους Έλληνας καί τιμόταν ἐκτός ἀπό τήν περιοχή που διαρρέει, στὴν ᾿Αθήνα, Ρόδο, Σικελία καί άλλού.
Πάρα πολλοί μύθοι και θρύλοι πλάστηκαν γιὰ τὸν ᾿Αχελώο ποταμό. Ήταν ἕνας ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ποσειδώνα. ᾿Αλλοῦ θεωροῦνταν πατέρας διαφόρων πηγών ὡς καὶ αὐτῆς τῆς Κασταλίας πηγῆς τῶν Δελφών. Ο θεός ᾿Αχελώος δημιούργησε τις Ἐχινάδες νήσους που βρίσκονται στις ἐκβολές του. Ζούσαν στις όχθες του νύμφες καὶ θυσίαζαν στούς θεούς.
Ἔχουμε ἐπίσης τίς ᾿Αχελωΐδες νύμφες ποὺ ἦταν κόρες ἢ ἐρωμένες τοῦ ποταμού:
«Τὰς μὲν ἄρ εὐειδεῖς ᾿Αχελώϊω εὐνηθεῖσα
γείνατο Τερψιχόρη, Μουσέων μία….».
(᾿Από αὐτές ἡ πιο όμορφη Μούσα, ή μοναδική Τερψιχόρη, ἔγινε γυναί κα τοῦ ᾿Αχελώου…).
Αὐτά ἀναφέρει ὁ ᾿Απολλώνιος Ρόδιος στα «’᾿Αργοναυτικά» (᾿Απολλών νιου Ρόδιου βιβ. 4, 894). Οἱ μεγάλοι Ἕλληνες Ιστορικοί – ποιητές πάρα πολλά ἀναφέρουν για τον ποταμό ᾿Αχελώο. Πρώτος ὁ Ὅμηρος στην Ἰλιάδα, ἀναφέρει:
«Και γάρ σοι ποταμός γε παρά μέγας, εἰ δύναταὶ τι χραισμεῖν ἀλλ’ οὐκ ἔστι Διῖ Κνίονι μάχεσθαι, τῷ οὐδὲ κρείων Αχελώϊος Ισοφαρίζει οὐδέ βαθυρρείατο μέγα σθένος Ωκεανοίο ἐξ οὗπερ πάντες ποταμοί και πάσαν θάλασσα…»
Επίσης ὁ Θουκυδίδης 17, ὁ Στράβων 18, 18, ὁ Ἡρόδοτος 19, ὁ Ρωμαίος ποιη-20 196 της Οβίδιος πολλά ἀναφέρει για τις πλημμύρες του στην αρχαιότητα,
᾿Αργότερα στους Ἑλληνιστικούς χρόνους γράφουν, ὁ ᾿Αλεξανδρινός Δίδυμος Χαλκέντερος, Βυζαντινοί καί μέχρι την τουρκοκρατία ὡς τὰ σή μερα ὁ ᾿Αχελώος πολυτραγουδιέται σε μύθους καὶ ἀλήθειες. Είναι συζευγ μένος με γεγονότα, στενά δεμένος μὲ τὴν ἱστορία. ᾿Από τη μυθολογία θά ἀναφέρω τὴν πάλη τοῦ ᾿Αχελώου μὲ τὸν Ἡρακλῆ γιὰ τὴν όμορφη Διηάνει ρα.
Ὁ Ἡρακλῆς πῆγε στο βασιλέα Οϊνέα τῆς Καλυδωνίας στην Ακαρνα νία καὶ ζήτησε σε γάμο την θυγατέρα του Διηάνειρα. Όμως την πολιορ κοῦσε ὁ μνηστήρας ᾿Αχελώος που σαν θεός-ποταμός, εἶχε τὴ δύναμη να ἀλλάζη κάθε φορά μορφές. Αὐτή ἡ ἀλλαγή, τρόμαζε τη Διηάνειρα και ἤθελε νὰ ἀποφύγη τὸν ᾿Αχελώο σύζυγο. “Όταν λοιπόν ὁ Ἡρακλῆς ἦλθε στο βασιλέα καὶ ζήτησε σε γάμο τη Διηάνειρα, ἐκείνη δέχθηκε για να ἀποφύγη τὸν ᾿Αχελώο. Ὁ Ἡρακλῆς ὅμως ἔπρεπε να διεκδικήση ἀπὸ τὸν Αχελώο τὴν Διηάνειρα. Ἔγινε τότε μεταξύ τους ἀγώνας, γιὰ νὰ ἐπικρατή ση ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο γαμπρούς. Στη μεταξύ τους πάλη ὁ ᾿Αχελώος χρησιμοποίησε όλες τις μορφές του. Πήρε τή μορφή τοῦ φιδιοῦ μὲ κέρατο, τοῦ ταύρου ἀλλά ὁ Ἡρακλῆς ἔβαλε όλες του τις δυνάμεις, τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὰ κέρατα καὶ τοῦ ἔσπασε τὸ ἕνα. Ο Αχελώος τότε θεωρήθηκε νικημένος καὶ ἄφησε τὸ δικαίωμα στον Ἡρακλῆ να πάρη τὴν ὡραία Διηάνειρα για συζυγό του. Ὁ Ἡρακλῆς ὅμως σε ἀντάλλαγμα τοῦ δώρησε το κέρας τῆς ᾿Αμάλθειας (τῆς Γίδας ποὺ ἔτρεφε το Δία) καὶ ποὺ ἦταν πάντα γεμάτο μέλουλούδια καὶ φρούτα.
Ο Αχελώος συνδέεται με τη ζωή τῶν πρωτο-Ἑλλήνων πέρα ἀπὸ τοὺς μύθους μέ τήν πραγματικότητα. Δίνει ζωή με τις κοιλάδες του στους πρώ τους κατοίκους του, όπως θα δούμε παρακάτω στο κεφάλαιο ᾿Αθαμανία -᾿Αθαμάνες,
Οἱ πρῶτοι Ἕλληνες κατοίκησαν στην περιοχή γύρω ἀπό τὸν ᾿Αχελώο
καὶ αὐτὴ ἡ χώρα ἔδωσε τὸ ὄνομα Ἑλλάς, ὅπως ἀναφέρει ὁ ᾿Αριστοτέλης 21:
«᾿Αρχαία Ἑλλὰς ἐστὶν ἡ περί τὴν Δωδώνην καὶ τὸν
᾿Αχελώον· ἄκουν γάρ οἱ Σελλοί ἐνταῦθα καὶ οἱ
καλούμενοι τότε Γραικοί, νῦν δ’ Ἕλληνες».
(‘Αρχαία Ελλάδα εἶναι ἡ περιοχή γύρω ἀπό τή Δωδώνη καὶ τόν ποτα μό Αχελώο. Διότι ἐδῶ τότε κατοικοῦσαν οἱ Σελλοί που τους όνομάζαν τότε Γραικούς τώρα δὲ Ἕλληνες).
Το ἴδιο ἀναφέρει ἀργότερα καί ὁ ᾿Αλεξανδρινός Γραμματικός Δίδυ μος ὁ Χαλκέντερος:
«Ἡ ἀρχαιοτάτη Ἑλλάς περί Δωδώνην καὶ Σέλλους
ἔκειτο, ὅθεν ὁ ᾿Αχελώος, εἰς τὸν
Αμβρακικόν ἔξει κόλπον ἄχρις οὐ ὁ Ἡρακλῆς αὐτὸν ἀπέτρεψεν».
Πολλά ἱστορικά γεγονότα ἔλαβαν χώρα στον Αχελώο ποταμό ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὡς σήμερα. Το πνίξιμο τῶν Τούρκων στην Κατοχή το 1825 προκάλεσε θρίαμβο στούς Ἕλληνες καὶ αὐτὸν τὸν θρίαμβο τον τραγούδη σε ὁ ἐθνικός μας ποιητής στον «Ύμνο εἰς τὴν Ἐλευθερίαν». Στόν 105 καὶ 111 στίχο διαβάζουμε:
«Κακορίζικοι που πάτε τοῦ ᾿Αχελώου μέσ’ στην ροή καὶ πιδέξια πολεμάτε
ἀπὸ τὴν καταδρομή.
Σβηέται – αὐξαίνοντας ἡ πρώτη τοῦ ᾿Αχελώου νεροσυρμή-
το χλιμίντρισμα καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί».
Πολλοί νεώτεροι Ἕλληνες ἔγραψαν γιὰ τὸν ᾿Αχελώο μεταξύ αὐτῶν και ἕνας παραχελωίτης ἀπο τὴν Καληκώμη Καρδίτσας, χωριό ριζωμένο κοντά στην ὄχθη τοῦ ᾿Αχελώου, ὁ λογοτέχνης Σπύρος Ζήσης, που τον περπάτησε ἀπό τίς πηγές του ὡς τίς ἐμβολές, μαγεμένος ἔγραψε το όδοι πορικό του 22,
Ἕνας ἄλλος βάρδος νεοέλληνας λυρικός ποιητής, ὁ ᾿Αγγελος Σικελια νός γράφει 23 γιὰ τὸν ᾿Ασπροπόταμο 24, αὐτό τό ὄνομα τὸ πήρε στη βυζαντινὴ ἐποχή. ΟΝΕΙΡΟ
Πλημμύρα ὁ ᾿Ασπροπόταμος καί γώ στην τρομερή του όρμή
Καταμεσίς στημένος
Στύλο τα πόδια μου έβανα κι’ ολόρτο ἀπάνωθε κορμί
Σὰ Θεὸς ἐναντιωμένος
Καὶ ξαφνικά ὁ ἀγώνας μου, μια δίψα ἀνέγνωρη ἔγινε
καὶ ὡς ἄνοιξα τα χείλια
Λίγο να σκύψω καὶ νὰ πιώ, άσωτο νάμα ὁ ποταμός
Μές τὴν καρδιά μου ἐκύλα (….).
Λίγα μέτρα μόλις μακριά τα σπίτια τοῦ χωριοῦ Μυροφύλλου (Μεροκό βου) φυτρώνουν ὡς πιο ψηλά στην πλαγιά ποῦναι το κέντρο, ἡ Ἐκκλησία, το σχολείο, «τό χοροστάσι με τα μαγαζιά». Συνεχίζουν τη ζωή οἱ Μεροκο βίτες σ’ αὐτή την περιοχή, τὴν ἀρχαία Ελλάδα, παρέα στο πέρασμα τοῦ χρόνου, νανουρίζονται στην αἰωνιότητα από το σκούξιμο τοῦ ᾿Αχελώου, ἕως ὅτου ἡμεῖς οἱ Νεοέλληνες οἱ Γραικύλοι μὲ τὰ φράγματα, τίς ἐκτροπές, τον βασανίσουμε, τον παραμορφώσουμε ἄγρια γιὰ νὰ χάση αὐτή τήν πολύ-χρονη γλυκειά του μορφή καὶ γίνει ὅμοιός μας, ἀφύσικος, σὰν ἐμᾶς τοὺς ἀφύσικους.
3. ᾿Αθαμανία – ᾿Αθαμάνες
Το Μυρόφυλλο (Μερόκοβο) βρίσκεται στην περιοχή τῆς ᾿Αθαμανίας ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα τὴν κατοίκησαν οἱ ᾿Αθαμάνες, ἀπὸ τὰ πρῶτα Ἑλληνικά φύλα. Τὸ ὄνομά της το πῆρε ἀπό τὸ βασιλιά ᾿Αθάμα, ὅπως ἀναφέρεται στήν Ἑλληνική μυθολογία. Ὁ ᾿Αθάμας ἦταν γιος τοῦ Αἰόλου καὶ τῆς Ἑναρέτης, ἀδελφός τοῦ Κριθέα, τοῦ Σίσυφου τοῦ Σαλμωνέα και τοῦ Περιήρη καὶ βασιλιᾶς τῆς Βοιωτίας. ‘Από την πρώτη του γυναίκα, τη Νεφέλη, εἶχε δύο παιδιά, τον Φρίξο καὶ τὴν Ἔλλη. Αργότερα έδιωξε τη Νεφέλη και παντρεύτηκε τὴν Ἰνώ, τὴν κόρη τοῦ Κάδμου, ποὺ τοῦ χάρισε δύο υἱούς, το Λέαρχο καὶ τὸ Μαλικέρτη. Ἡ Ἰνώ δε χώνευε τα προγόνια της, για να τα βγάλει ἀπὸ τὴ μέση, ἔβαλε τίς γυναίκες τῆς χώρας να πάρουν τον καρπό που φύλαγαν οἱ ἄνδρες τους για τη σπορά καὶ νὰ τὸν φρύξουν στη φωτιά, χωρίς νὰ τὸν πάρουν εἴδηση ἐκεῖνοι. Ύστερα ἀπό αὐτό, τὴν ἑπόμενη χρονιά δέ φύτρωσε οὔτε ἕνα στάχυ στους κάμπους καὶ τότε ὁ ᾿Αθάμας ἔστειλε στούς Δελφούς να ρωτήση πῶς θὰ γλύτωναν ἀπό
το λιμό που τοὺς ἀπειλοῦσε. Εἶχε ὅμως τὸ νοῦ της ἡ Ἰνώ καὶ φρόντισε να ἐξαγοράση τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ βασιλιά, ὥστε νὰ τοῦ παρουσιάσουν σαν χρησμό τοῦ μαντείου αὐτό που συνέφερε σ’ ἐκείνη. Ἔτσι ὁ ᾿Αθάμας ἀκούει πώς ἡ Πυθία για να λείψη το κακό, ζητοῦσε νὰ θυσιαστή ὁ Φρίξος στο βωμό του Δία.
Σπρωγμένος ἀπὸ τοὺς ἀπεσταλμένους αγρότες ὁ ᾿Αθάμας ὑποχρεώνε ται να οδηγήση το γιό του στη σφαγή. Τὴν τελευταία όμως στιγμή μπαίνει στη μέση ἡ Νεφέλη, ἁρπάζει το γιο της καὶ τὸν φυγαδεύει μαζί μὲ τὴν ἀδελφή του πάνω σ’ ἕνα χρυσόμαλλο κριάρι που τῆς εἶχε δώσει ὁ Ἑρμῆς,
Καβαλικεύοντας το κριάρι τα δύο αδέλφια ταξιδεύουν πάνω από στε ριές καὶ θάλασσες, τὴν ὥρα ὡς τόσο που περνοῦν τὴ Θρακική χερσόνησο για τη Μικρά Ασία ή “Έλλη γλυστρᾶ καὶ πέφτοντας πνίγεται στα νερά τῶν στενῶν που παίρνουν ἀπὸ τότε το όνομα Ἑλλήσποντος. Ο Φρίξος συνεχί ζει το ταξίδι και φτάνει στὰ ἀνατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, στη χώρα τῶν Κόλχων τον δέχεται φιλικά ὁ βασιλιᾶς καὶ μένει ἐκεῖ ἀφοῦ παντρεύτηκε την κόρη του.
Ἡ θεά Ήρα θυμωμένη μὲ τὸν ᾿Αθάμα καὶ με τη γυναίκα του, που εἶχαν πάρει ν’ ἀναθρέψουν τον μικρό Διόνυσο, τους παίρνει τα λογικά καί τοὺς σπρώχνει ἐκεῖνον να σκοτώση το γυιό του τον Λέαρχο παίρνοντάς τον γιὰ ἐλάφι, τὴν Ἰνώ πάλι να ρίξη τὸν μικρό Μελικέρτη σ’ ἕνα καζάνι ζεματιστό νερό καὶ ἔπειτα παίρνοντας τὸ νεκρό κορμί του στὴν ἀγκαλιά, να πέση μαζί του στη θάλασσα του Σαρωνικού.
Διωγμένος ἀπό τή Βοιωτία για το φόνο τοῦ παιδιοῦ του, χωρίς γυναίκα καὶ παιδιά,ὁ ᾿Αθάμας καταφεύγει ξανά στον ᾿Απόλλωνα τῶν Δελφῶν γιὰ να μάθη σε ποιόν τόπο τοῦ μελλόταν να ζήση ἀπὸ ἐκεῖ κι ἐμπρός. Ἡ ἀπόκριση που παίρνει εἶναι κάπως παράξενη. Όπου δεῖς νὰ σοῦ κάνουν τραπέζι τὰ ἄγρια θηρία ἐκεῖ να καθήσης. Ύστερα ἀπό πολλές περιπλανή σεις ὁ ᾿Αθάμας φτάνει κάποτε στις πλαγιές της Πίνδου. Ἐκεῖ βλέπει μια μέρα κάτι λύκους νὰ ἔχουν πέσει σε πρόβατα καὶ νὰ τὰ σπαράζουν, μόλις ὅμως τὸν εἶδαν, τὰ ἄφησαν καὶ πῆραν δρόμο. Ο ᾿Αθάμας κατάλαβε πώς αὐτὸ ἦταν τὸ τραπέζωμα ποὺ ἐννοοῦσε ὁ χρησμός καὶ ἀποφασίζει να ἐγκατασταθή στη χώρα αὐτή, ποὺ ἀπὸ τότε εἰπωθηκε ᾿Αθαμαντία ἡ ᾿Αθα μανία. Ὁ μύθος ἔχει πολλές παραλλαγές. Μέχρι σήμερα έχουμε τοπωνύ μια συδεδεμένα με το μύθο. Τέτοια εἶναι ἡ περιοχή, τέως Δήμος Αθαμα-νίας, ᾿Αθαμάνια Όρη, κωμόπολη ᾿Αθαμάνιον, το βουνό Φράξος ἀπὸ τὸ Φρίξος, τόν παραπόταμο τοῦ ᾿Αχελώου Ἵναχο κ.ἄ.
Τα γεωγραφικά ὅρια, ὅπως τὰ καθορίζουν Ἕλληνες καί ξενοι άρχαιο-λόγοι 25 ἱστορικοί εἶν εἶναι σχεδόν τὰ ἴδια για την περιοχή τῆς ᾿Αθαμανίας μέκάποιες μικρές διαφορές, πού αὐξομειώνονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ἀνάλογα με τίς ἐξαπλώσεις τοῦ βασιλείου τῶν ᾿Αθαμάνων. Ἡ ἀνατολική πλευρά τοῦ ᾿Αραχθου ποταμού, τα Τζουμέρκα καί μέχρι τα βόρεια τοῦ Βάλτου, ἦταν τα φυσικά όρια στα δυτικά. Νότια συνόρευε ή ᾿Αθαμανία μέ τήν Δολοπία, στα βόρεια μέ τούς Μακεδόνες καί ἀνατολικά μέ τούς Θεσσαλούς μέ φυσικά ὅρια τόν Πηνειό ποταμό περίπου μέ τήν πολιτεία τῶν Γόμφων (σημερινή Ραψίστα) καί τοῦ Αἰγηνείου (σημερινή Καλαμπάκα). Τὰ ὅρια τῆς ᾿Αθαμανίας σχεδόν εἶναι τὰ ἴδια ὡς τὴν ἀπελευ-θέρωση τῆς Θεσσαλίας το 1881 καί στην πρώτη διαίρεσή της σε δήμους ἀπό τὸ ἐπίσημο Ἑλληνικό Ἔθνος δίνονται τὰ ἀρχαῖα ὀνόματα στούς δή-μους πού τήν ἀποτελοῦν. Ἔτσι ἔχουμε τόν δῆμο Κοθωνίων, δήμο Αἰθίκων, δήμο ᾿Αθαμανίας που τοὺς ἀποτελοῦν τὸν καθένα ὁμάδες χωριῶν τῆς ᾿Αθαμανίας ἕως το 1927-1928 ὁπότε ἡ Νομαρχία Τρικάλων διαλύει τούς δήμους καί σχηματίζει τις κοινότητες στη σημερινή τους μορφή. Στή μετα-βυζαντινή περίοδο ἡ περιοχή τῆς ᾿Αθαμανίας σχεδόν ἔχει τὰ ἴδια ὅρια καί ὅταν σταθεροποιοῦνται τὰ ἁρματωλίκια, συναντᾶται ὡς ἁρματωλίκι ᾿Α-σπροποτάμου, ἀπό τά πρώτα στο βαλκανικό χώρο. Το ὄνομά του το πῆρε ἀπό τόν ᾿Ασπροπόταμο, το δεύτερο ὄνομα τοῦ ᾿Αχελώου ποταμοῦ, πού το πῆρε κατά τή βυζαντινή περίοδο, ὅπως ἐξηγήσαμε παραπάνω στο σχετικό κεφάλαιο. Ὁ Νικόλαος Κασομούλης γραμματικός τοῦ καπετάνιου τοῦ ᾿Α-σπροποτάμου Νικολού Στουρνάρη περιγράφει ἀκριβῶς στὰ ἴδια ὅρια το ἁρματολίκι μέ τά χωριά του ὅπου ὑπαγόταν σ’ αὐτό.
᾿Αναζητώντας τους πρώτους κατοίκους αὐτῆς τῆς περιοχῆς που περι-γράψαμε, προτοῦ κατοικήσουν οἱ ᾿Αθαμάνες, στο χώρο αὐτό κατά την πρώϊμη χαλκοκρατία συναντούμε τούς πρώτο- Αχαιούς. Ἡ περίοδος αὐτή, ἡ πρώϊμη χαλκοκρατία, πρίν ἀπό τό 2000 π.Χ. παρουσιάζει ἀνακατατάξεις τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν φύλων στο χῶρο τῆς Ἑλλαδικής χερσονήσου. Στό συγκεκριμένο χῶρο τῆς ᾿Αθαμανίας ἐγκαθίστανται οἱ πρῶτο – ᾿Αχαιοί πού κατοικοῦν καί τή Φθιώτιδα μαζί ἀλλά καί νοτιότερα στις κοιλάδες τοῦ κάτω ᾿Αχελώου. Στό χῶρο τῆς ᾿Αθαμανίας τὰ ὑδρωνύμια ᾿Αχελώος, ὁ πα-ραπόταμος Ίναχος εἶναι τῶν πρῶτο – ᾿Ἀχαιῶν ποὺ ἔχουν ἰνδοευρωπαϊκή ρίζα ακ” – «νερό» εἶναι ἡ ἐπικρατέστερη ἐτυμολογία, γιατί εἶναι καί ἡ μόνη πού ἐπιδέχεται σημασιολογική ἐπιβεβαίωση.
᾿Από τὴν ἐποχὴ τῆς πρώϊμης – χαλκοκρατίας περί το 2000 ὡς τὸ 1150 π.Χ., διαμορφώνεται στο χώρο ἡ ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ ἐμ-φανίζονται οἱ πρωτοέλληνες στα γνώριμα Ἑλληνικά φύλα τῆς Μηκυναϊκῆς ἐποχῆς ποὺ μνημονεύονται κατά ἀλφαβητική σειρά: “Αβαντες, ᾿Αθαμάνες, Αἰνιάνες, Αἰολεῖς, Αἰτωλοί, Δωριεῖς, Ἕλληνες, Ἐπειοί, Θεσπρωτοί, Θεσ-σαλοί, Ἴωνες, Κεφαλλήνες, Κουρήτες, Λαπίθες, Λοκροί, Μακεδόνες, Μά-γνηττες, Μινύες, Μολοσσοί, Μυρμιδόνες, Περραιβοί, Πίερες, Φθίοι, Φλε-γύες, Φωκείς.
Τὰ ἑλληνκά φύλα προήλθαν μετά ἀπὸ ὑποταγή, ἀπώθηση, ἐξόντωση ἤ ἀφομοίωση μὲ τοὺς γηγενεῖς κατοίκους του χώρου. Ἡ ᾿Αθαμανία εἶναι μέρος τῆς περιοχῆς, κοιτίδας ἑλληνικῶν φύλων που πέρασαν στη Θεσσα λία, στη Βοιωτία, Φθιώτιδα, ᾿Αττική, την Πελοπόννησο καὶ σὲ ἄλλα μέρη τῆς Μεσογείου.
Πόλεις ποὺ ἀναπτύχθηκαν στην ᾿Αθαμανία εἶναι ἡ Θεοδωρία (τα ση-μερινά Θεοδωριανά ψηλά στην Κωστηλάτα τῶν Τζουμέρκων) πρός τιμή τοῦ βασιλιά της Θεοδώρου, ἡ Χαλκίς (το σημερινό Χαλίκι) στο βορεινό τμῆμα, το ᾿Αθήναιον (κοντά στο χωριό Πορτή πίσω ἀπό τόν “Ίταμο) στά ἀνατολικά. Στο κέντρο το Θεΐον, ἡ ᾿Αργιθέα ἡ ᾿Αργοθέα πρωτεύουσα τῆς ᾿Αθαμανίας τοποθετείται στο σημερινό χωριό ᾿Αργιθέα ἡ στο Καταφύλλι ὅπου ὑπάρχουν ἀρχαῖα ἀπομεινάρια οἰκισμῶν. Το τοπωνύμιο εἶναι Έλλη-νικό (ὅπως καὶ ὅλα στην ᾿Αθαμανία) ἀπό τό “Άργος + Θεός, τὸ ὁποῖο συναντούμε καὶ ἀλλοῦ στὴν Ἑλλάδα. Το “Άργος σημαίνει λαμπρός ἀλλά και γρήγορος. Πολυάριθμες εἶναι οἱ ὀχυρώσεις πίς διαβάσεις τῆς ᾿Αθαν μανίας ποὺ ἔνωναν τὴν Ἤπειρο με τη Θεσσαλία,
Ὁ χώρος τῆς ᾿Αθαμανίας λιγότερο από κάθε ἄλλον ἔχει ἐρευνηθεῖ ἀπό ἀρχαιολογική σκαπάνη. Γιὰ τὰ ἀπομεινάρια ἀρχαίων οἰκισμῶν καὶ εὐρημάτων ἔχουν γράψει κατά περιόδους μετά τον 19ο αἰώνα ἀρκετοί ξένοι. Γιὰ τὸ ᾿Αθήναιο, ἀπ’ ὅπου ἔχουμε σπουδαία εύρήματα, οἱ Leake F. Stählin καὶ ἄλλοι περιηγητές. Ολόκληρη ἡ περιοχή ἔχει ἀρχαιολογικά 27 ευρήματα, κάστρα, νομίσματα, τάφους, που συναντώνται σε χωριά ὅπως Μεσοχώρα, Θεοδωριανά, Νεράϊδα, Χαλίκι, Πολυνέρι, Μοσχόφυτο, Πύλη, Στουρναρεϊκα, κ.τ.λ. ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀρχαιολόγος – ἱστορικός “Άγγλος Nikolas Hammond, στη δεύτερη και τρίτη δεκαετία τοῦ αἰώνα μας.
Σήμερα ἀρχαιολόγοι, ἱστορικοί – μελετητές δημοσιεύουν 28 κατά και ρούς γιὰ ἀρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή τοῦ Νομού Τρικάλων 29 και στο χώρο τοῦ ᾿Ασπροποτάμου.
Το δυσπρόσιτο τῶν ὀρέων γενικά ή δύσβατη περιοχή τῆς ᾿Αθαμανίας στάθηκε περισσότερο εμπόδιο γιαὰ ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμού ἴδιου ὅπως καὶ τῶν ἄλλων Ἑλληνικῶν φύλων στα παραλιακά μέρη.
᾿Από την περιοχή τῆς ᾿Αθαμανίας, προήλθε τὸ ὄνομα «Ελλάς», ἀπὸ τὸ ὁποῖο πῆραν τὴν ἐπωνυμία ὅλοι οἱ Ἕλληνες στην Ελλαδική χερσόνησο καί οἱ διασκορπισμένοι σε ὅλες τίς ἀποικίες των στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Πολλές εἶναι οἱ μαρτυρίες ποὺ ἐπιβεβαιώνουν καί ἀποδει κνύουν αὐτὴ τὴν ἱστορική ἀλήθεια. Ο μεγάλος Μακεδόνας φιλόσοφος ᾿Αριστοτέλης (βλέπε ὑποσημείωση 21) ἀναφέρει «Ελλάδα τὴν περί την Δωδώνην καί τὸν ᾿Αχελώον περιοχήν». Ένας ἄλλος ἀρχαῖος Ἕλληνας, ὁ σοφός Σκύλαξ λέγει: «Μετά δε Μολοττίαν (=περιοχή τῆς Ἠπείρου) Αμ βρακίαν (= “Αρτα) πόλις Ελληνίς ἐντεῦθεν ἄρχεται ἡ Ἑλλάς συνεχής μέ-χρι Πηνειού ποταμού καί Ὁμιλίου Μαγνητικῆς πόλεως». ᾿Αργότερα ὁ Κλαύδιος Πτολεμαίος διευκρινίζει τον όρο «Ελλάς» πώς περιλαμβάνεται ὅλη ἡ Ἤπειρος. Συγκεκριμένα «ἀρχὰ Ἑλλάδος ἀπό Ωρικίας (=αρχαία πόλη κοντά στη σημερινή Αυλώνα τῆς Βορείου Ηπείρου) καί ἀρχέγονος Ἑλλάς». Στόν Τρωϊκό πόλεμο γιὰ τὴν ἄλωση της Τροίας ἀρχηγός ἦταν ὁ Αχιλλέας τῶν Πελασγῶν Ἑλλήνων: «πού κατείχαν την “Αλο, τὴν ᾿Αλόπη καὶ τὴν Τραχίνα, που κατείχαν την Φθία καὶ τὴν Ἑλλάδα….».
Ὑπάρχουν πάρα πολλές μαρτυρίες αὐτῆς τῆς ἱστορικής τεκμηρίωσης γιὰ τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων καὶ τῆς Ἑλλάδος. Τα Ελληνικά φύλα πού ἔμειναν στὴν Πίνδο ὅπου καὶ ἡ ἀφετηρία τους γιὰ τὴν ὑπόλοιπη Ελλάδα, ὅπως ἀναφέραμε, παρέμειναν προσηλωμένα στις φυλές των μὲ ἀρχηγούς τοὺς φύλαρχο καὶ ἀργότερα βασιλιά.
Οἱ ᾿Αθαμάνες συμμετείχαν στη ζωή καὶ ἔπαιρναν μέρος σε πολέμους ἢ διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τοὺς ὑπόλοιπους Ἕλληνες. ᾿Αναφέρω με ρικά ἱστορικά γεγονότα ἁπλῶς γιὰ νὰ γνωρίζει ὁ ἀναγνώστης τὸν πολιτι σμό τῶν ᾿Αθαμάνων: Το έτος 395 π.Χ. οἱ ᾿Αθαμάνες συμμετέχουν στο συνέδριο τῆς Κορίνθου.
Το 392 π.Χ. εἶναι σύμμαχοι τῶν ᾿Αθηναίων στη Β΄ ᾿Αθηναϊκή συμμα χία.
Λίγο ἀργότερα εἶναι σύμμαχοι μὲ τὸ Μακεδόνα βασιλιά το Φίλιππο Β΄στο πλευρό του πολεμοῦν ἐναντίον τῶν Ἰλλυριῶν Θρακών κ.λ.π. Αργότε-ρα πάλι συμμετέχουν στον Γ΄ Ἱερό πόλεμο κατά τῶν Φωκέων ὡς σύμμαχοι τῶν Μακεδόνων. ᾿Από το 350-345 π.Χ. ἔχουμε λυκοφιλία ᾿Αθαμάνων καί Μακεδόνων μέ τριβές στην πόλη τῶν Γόμφων (Ραψίστα κοντά στην Πύλη) καί τήν ἀποχώρησή τους τελικά ἀπό τή συμμαχία μέ τούς Μακεδόνες.
Το 338 π.Χ. βρίσκουμε τους ᾿Αθαμάνες μαζί μέ ἄλλους Θεσσαλούς στή μάχη τῆς Χαιρώνειας. Στό ἐκστρατευτικό σῶμα τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου το 334 π.Χ. παίρνουν μέρος καί οἱ ᾿Αθαμάνες μαζί μέ τούς ὑπόλοιπους “Έλλη-νες.
Το 322 π.Χ. παίρνουν μέρος στη Β΄ Συμμαχία τῶν Ἑλλήνων στην Κό-ρινθο.
᾿Αργότερα μέ τή δεύτερη ἄνοδο τοῦ Πύρρου στό θρόνο τῶν Μολοσσών οἱ ᾿Αθαμάνες, πού πάντοτε συνδεόταν, λόγω γειτνιάσεως μέ τούς Ἠπειρῶ-τες, γίνονται φίλοι καί πιστοί του στούς πολέμους. Μετά ὅμως ἀπό τό θάνατο τοῦ βασιλιά Πύρρου προσχωρούν στο «Κοινό» τῶν Αἰτωλῶν περί-που κοντά στο 270 π.Χ.
Στο προσκήνιο τῆς ἱστορίας τῶν ᾿Αθαμάνων ἐμφανίζονται ἀργότερα οἱ πρώτοι βασιλεῖς των ὁ Θεόδωρος τό 210 π.Χ. ἀργότερα ὁ ᾿Αμύνανδρος 208 π.Χ.. Γιά μία δεκαετία περίπου οἱ ᾿Αθηναῖοι βασιλεῖς συμμαχοῦν μὲ τὸ Φίλιππο Β΄ τῆς Μακεδονίας καί τοῦ ἐπιτρέπουν να διέλθη ἀπό τήν ᾿Αθα-μανία αἰφνιδιάζοντας τους Αἰτωλούς με τα στρατεύματά του καί τήν εἰσ-βολή αὐτῶν στήν πόλη Θέρμο.
Στό 201-200 π.Χ. οἱ ᾿Αθηναῖοι προσχωρούν σε συμφωνία μέ τούς Ρω-μαίους, ἀφοῦ ρωμαϊκή ἀντιπροσωπεία ἐπισκέφθηκε τήν πρωτεύουσά τους ᾿Αργιθέα. Οἱ ᾿Αθαμάνες ἀποχωροῦν ἀπό τή συμμαχία με τους Μακεδόνες.
Ὁ δραστήριος βασιλιάς τους Αμύνανδρος προσχωρεί στη συμμαχία ᾿Αθαμάνων – Αἰτωλῶν καί Ρωμαίων. Ἕνα χρόνο ἀργότερα ἐξαπολύει λη-στρικές ἐπιδρομές στον κάμπο τῆς Θεσσαλίας καί καταστρέφει τόν ἀνε-φοδιασμό τοῦ Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου. Συγκρούονται στην πόλη τῆς Φαρκαδόνας (σημερινό Τσιότι Τρικάλων), ὅπου ὁ Μακεδονικός στρατός συντρίβει τοὺς ᾿Αθαμάνες καί Αἰτωλούς. ᾿Αργότερα ὅμως ἐπανέρχονται στο πλευρό τῶν Ρωμαίων, ὁ ἴδιος ὁ βασιλιᾶς τῶν ᾿Αθαμάνων ᾿Αμύναδρος με 1.200 στρατιώτες, στη θέση «Κυνός Κεφαλαί» (κοντά στα Φάρσαλα) ὅπου νικιέται ὁ Μακεδόνας Φίλιππος Β΄. Λίγα χρόνια ἀργότερα, το 192 π.Χ. οἱ ᾿Αθαμάνες φεύγουν ἀπό τή συμμαχία μέ τούς Ρωμαίους καί συμμαχοῦν μὲ τὸ βασίλειο τῆς Συρίας πού εἶναι Ἑλληνικό.
Μέσα ὅμως σὲ ἕνα χρόνο οἱ Ρωμαῖοι συμμαχοῦν μέ τούς Μακεδόνες καί τό 191 π.Χ. στο Πελίναιο (=κοντά στο σημερινό Ζάρκο τῶν Τρικά-λων) τῆς Θεσσαλίας πολιορκοῦνται οἱ ᾿Αθαμάνες καί συλλαμβάνονται αἰχμάλωτοι. Συνθηκολογοῦν μέ τούς Μακεδόνες καί Ρωμαίους εἰσχωροῦν στή συμμαχία των οἱ ᾿Αθαμάνες. Τό ἔτος 178 π.Χ. πέθανε ὁ βασιλιᾶς τῶν ᾿Αθαμάνων ᾿Αμύνανδρος καί στο θρόνο ἀνέβηκε ὁ Σέλιππος ὁ υἱός του. Μέχρι τό ἔτος 148 π.Χ. τό βασίλειο τῶν ᾿Αθαμάνων ὀργανώνεται σύμφωνα μὲ τὰ πρότυπα τῶν ὑπολοίπων βασιλείων Μακεδόνων, Αἰτωλῶν, Ρωμαίων. Το 146 π.Χ. ἡ ᾿Αθαμανία, ᾿Απεραντία, ᾿Αγραία, Δολοπία καί ὑπόλοιπες περιοχές τῆς Ἑλλάδος ὑποτάχθηκαν στην κυριαρχία τῶν Ρωμαίων.
Οἱ κάτοικοι ζοῦν μὲ τὸν παλαιό τρόπο ζωής, μέ τήν κτηνοτροφία, γεωργία στις μικρές κοιλάδες τοῦ ᾿Αχελώου, τή μελισσοκομία, ξύλευση τῶν μεγάλων δασῶν πού ἔχει ἡ περιοχή, το κυνήγι κ.τ.λ..
Σε επόμενο κεφάλαιο θά ἐξετάσουμε παρακάτω τή ζωή στο χώρο κατά τούς Ρωμαϊκούς χρόνους, μέχρι να συναντήσουμε γραπτές μαρτυρίες γιά το Μυρόφυλλο (Μερόκοβο) Τρικάλων.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ
1. Νικ. Κασομούλη, Στρατιωτικά Ενθυμήματα τῆς Ἑπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων 1821-1833, Γ. Βλαχογιάννη, ᾿Αθῆναι 1939, σ. 260.
Ο μεγάλος Μακεδόνας ἀγωνιστής τοῦ ’21 Νικόλαος Κασομούλης ἔζησε για άρκε τα διαστήματα στο Μερόκοβο, γιατί ἦταν ὁ γραμματικός καί ἔμπιστος τοῦ ἀρματωλοῦ τοῦ ᾿Ασπροποτάμου Νικολοῦ Στουρνάρη ἀργότερα στρατηγού στήν ἔξοδο τοῦ Μεσο-λογγίου. Στη συνέχεια τοῦ βιβλίου φαίνεται ὁ δεσμός τοῦ Νικολού Στουρνάρη μέ τό Μερόκοβο καὶ γενικά ὅλης τῆς ἁρματωλικῆς οἰκογένειας τῶν Στουρναραίων. Ιδιαίτε-ρα μέ τήν Ι. Μονή τοῦ ᾿Αγίου Γεωργίου, ὅπου κατοικούσαν για μεγάλα διαστήματα, μῆνες καί ἔτη, ὅπως καταμαρτυροῦν ἐνθυμήσεις τῶν μοναχῶν τὰ παλαίτυπα ποὺ ὑπάρ-χουν ὡς σήμερα. Πολλές μαρτυρίες τοῦ Νικ. Κασομούλη θα παραθέσω στο βιβλίο.
2. ‘O Franz von Alder βαρώνος, γυιός προξένου στην Πάτρα Αὐστριακός, τρεῖς φορές πρωταθλητής στο Kajak στην Εὐρώπη, ήταν ὁ πρῶτος και μετά ἀκολουθοῦσε ἡ ὁμάδα που για πρώτη φορά διέσχισαν τὸν ᾿Αχελώο ποταμό από τα Τρία Ποτάμια Κρανιάς – Καλαμπάκας ἕως τὴν γέφυρα Στράτου στο ᾿Αγρίνιο τό ἔτος 1961. Λεπτομέ-ρειες γιά αὐτό τό ταξίδι στη δημοσίευσή μου «Ο πρώτος διάπλους τοῦ ᾿Αχελώου ἀπό ξένους περιηγητές το 1961» Θεσσαλικό Ημερολόγιο 21 (1992) 222-226, Λάρισα. Μοῦ χάρισε ἕνα μικρό ἀρχεῖο φωτογραφιῶν καἱπρόβαλε το Μερόκοβο στο μοναδικό στην Εὐρώπη τότε μεγάλο περιοδικό Κanu-Sport τοῦ ᾿Αννόβερου. Μάλιστα μοῦ ἔστειλε ἕνα ἀντίτυπο καὶ ἡ φιγούρα τοῦ ἐξώφυλλου εἶναι ὁ ᾿Αχελώος στην «Παλαιοκάμαρα» που χάνεται στο Φάγγο καὶ μοῦ γράφει ὅτι ἔχει 200.000 ἀντίτυπα στο μῆνα κυκλοφορία. Βλ. Kanu-Sport 3 (1962) 48-50, Hannover.
3. Γιὰ τὸ φιλίστορα αὐτό Μεροκοβίτη ἔγραψα στη δημοσιευμένη μου ἐργασία «Το Μυρόφυλλο (Μερόκοβο) Τρικάλων, Συνοπτική παράθεση ἱστορικῶν στοιχείων» Θεσ σαλικό Ημερολόγιο, Τόμος 22 (1992), 77. Ἐπίσης ἔγραψε ὁ συγχωριανός καθηγητής Δημήτριος Ε. Ράπτης, ἡ ἐφημερίδα του χωριού «ΤΟ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ» κ.τ.λ. για τον ἀπλό μπάρμπα-Στύλιο ποὺ ἦταν ἀνιχνευτής στούς Βαλκανικούς Πολέμους καὶ τιμήθη κε στη μάχη τοῦ Λαχανά. Μούδωσαν «παφίλια (στενεκές στην Μεροκοβίτικη διάλε κτο) με ένα φυλλιορούδι (=λωρίδα μεταχειρισμένου ρούχου στη διάλεκτο του χωριού) ποὺ δὲ χρησίμιβι οι’τίπουτα»,
4. Γιὰ τὴν παράδοση αἰχμαλώτων στη Θεσ/νίκη διηγείτο: «Παέναμι τους αἰχμαλώ τους ἐγὼ καὶ ἕνας λοχίας ἀπ’ τὴ Θεσ/νίκη ἀπόξω στην Αμερικάνικη σχολή. Σαν βγήκαμι καλά ἔξω ἕνας Τούρκος ἔφηγι ἀπ’ τ’ γραμμή, εἰς φάλαγγα κατ’ ἄνδρα καὶ μᾶς ἔλεγε κάτι. Οὐτ’ ἐκεῖ (ἀμέσως) ἀπήδ’σι στοῦ χαντάκι μέσα. Οὐ λοχίας μ’λέει καλύψου καὶ τοῦριξε ἀμέσως. Μί του τφέκσμα σκιάχτ(ι)καν οἱ ἄλλοι κι’ ἄρχισαν να πιλαλοῦν. Οὐ λοχίας τάχασι κι’ ἐγώ κι τσ’τφέκσαμι ούλους. Όταν πήγαμι κουντά στούν πρώτου τοὺν εἴδαμι ποὺ εἶχε κατεβάσει του ρούχου του για να κάμει του χουντρό τ’. Ει τότι καταλάβαμι γιατί πήδ’οι στού χαντάκι. Έπισαμε (πέσαμε) οἱ σιλλουί (=συλλογή) τι κακό μᾶς βρήκα. Να κι’ ἔρχουνταν καβαλλαρία. Σκώθκαμι μ’ λέει οὐ λοχίας σήκου οὐ βασιλιάς. Ιγώ γιὰ νὰ σιγουριφτῶ εἶπα δός μ’ ἕνα τσιγάρο. Ἔβγαλι χρυσή ταμπακιέρα, Εἶπα εἶνι ἀλήθεια ὅταν τὸν εἶδα. Οὐ ἀξιουματικός ιπιλίφκι (= ἐπελήφθηκε) αμέσους τοῦ συμβάντους. Τοῦ ἐξηγήσαμι. Τὰ εἶδε ὁ ἴδιος. Με ρωτάει για σήκωσε τα πόδια σου. Τάδειξα ἀπὸ κάτου ήταν χαλασμένα τα παπούτσια κι ἄρχισα να παλαμουδέρω. Τ’ λοχία τ’ λέγει βγάλι τὰ λιφτά ποὺ ἔχεις. Δὲν εἶχε ντίπ… εξέτασε μήπως καί κάναμε το κακό ἀπὸ σκοπού γιὰ πλιάτσικο (=κλέψιμο). Εγώ σ’ ὅλους τοὺς πολέμους δὲν πῆρα τίπουτι ἀπολύτως, μοναχά ένα ξουράφι στ’ Θεσ/κη ὅταν τὸν λιφτιρόσαμι γιὰ νὰ ξουρί ζουμι. Αὐτοί πόκαναν πλιάτσικο δέν γλύτωσαν κανένας».
5. ‘O Nikolas G. L. Hammond ἔκανε ἐπιτόπια ἀρχαιολογική έρευνα ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνη δυνατή καὶ ἐμπεριστατωμένη από το 1927 ὡς το 1939 στην Ήπειρο. Έγραψε πολλές μελέτες για το χώρο. Βλ. Νikolas Hammond, Epirus, Oxford 1967, σ. 249 σε μετάφραση ενός μέρους τοῦ ἔργου ἀπὸ στὸν πονηρό Ηπειρώτη» Ζιάγκα καί τή δημο σίευσή του στην ᾿Αθήνα το 1971. Τόσο προφορικά ο μεγάλος ἱστορικὸς ὅσο καὶ σε ἐπιστολή του τὴν ὁποία ἔχω, τὸν ἀποκαλεί «Πονηρό Ηπειρώτη» γιατί ἔκανε τὴν μετάφραση χωρίς τὴν ἄδειά του.
Ἐπίσης ὁ Nikolas G. L. Hammond ἐξέδωσε τοὺς μοναδικούς γιὰ τὸ χώρο χάρτες. Bλ. Hammond, Atlas of Greece (…)N. Υ. 1981 (χάρτης 1-12). Διατηρεῖ φίλους στο χώρο ἀπὸ τὸ 1935 μάλιστα μὲ τὸ π. Χαράλαμπο Βλαχοδήμο ἀπὸ τὴν Κοθώνη (ἔκφραση δική του) ἔχει ἀλληλογραφία μέχρι σήμερα. Ὁ ἴδιος ὁ Hammond εύρίσκεται στο χώρο ἀργότερα ὡς ὁ ἀρχηγός τῆς ᾿Αντίστασης κατά τῶν Γερμανών. Ὁ Hammond ὀργανώνει
τὴν Ἑλληνική Αντίσταση. (Βλ. Nikolas Hammond, Μὲ τοὺς ᾿Αντάρτες 1943-1944, έκα δοση Ευρωεκδοτική μετ. Γ. Λάμψα, ᾿Αθήνα, καὶ τοῦ ἴδιου, Δυτική Μακεδονία: ᾿Αντί σταση και συμμαχική στρατιωτική αποστολή 1943-1944 μετ. Παρμενίωνας Παπαθανα σίου, ἔκδοση Παπαζήση, ᾿Αθήνα). Είχα την τιμή να γνωρίσω καὶ νὰ συναντηθῶ δύο φορές. “Άψογος Ιστορικός, φιλέλληνας, ἄνθρωπος φωτισμένος, εἰλικρινής καὶ πολύ ἀπλός.
6. ᾿Από τοὺς Ἕλληνες ὁ Εὐαγγελίδης καὶ ὁ Σ. Δάκαρης καὶ τοὺς ξένους βλ. W. Dörpfeld “Alt Ithaca” 2. Beilage 836, 84, 85 κ.ε., ὁ A. J. B. Wace, & L. Heuzey, ô Kirsten, & Clarke, & Stählin, o Woodhouse, & A. Philippson, Thessalien und Epirus (…) Βερολίνο 1897, σελ. 123 καὶ 126 καὶ πολλοί ἄλλοι που δίνουν ἀρκετές μαρτυρίες για το χώρο τῆς ἀνατολικῆς Ἠπείρου – Δυτικής Θεσσαλίας.
7. Βλ. ᾿Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία τοῦ Νέου Ελληνισμού, Θεσ/νίκη Β (1964) 96.
8. Βλ. Ἐπιστολές στο παράρτημα τοῦ βιβλίου.
9. Βλ. Εφημερίδα «Βορειοηπειρωτικό Βήμα», φ. 34 (1994) 4 καί γενικά σε ὅλα τὰ φύλλα ἀπὸ τὸ 1990 καὶ μετά.
10. Βλ. Περιοδικό «Βόρειος Ήπειρος», ἔκδοσις ΣΦΕΒΑ, Θεσ/νίκη 1994, σελ. 47.
11. Βλέπε Hammond Ν., «Περί τῆς ἀρχαίας Ηπείρου», Ηπειρωτική Εστία 15 (1953) 790, Ιωάννινα.
12. Βλ. Μελέντης Ἰω., Ιστορία Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, 1 (1970) 10, Έκδοτική ᾿Αθήνα καὶ λεπτομέρειες Brunn J., Contriburion à l’ étude Geologique du Pinde (…) Ann. Géol. des Pays Helleniques, Athènes 7 (1956).
13. Σακελλαρίου Μ., «Οἱ γλωσσικές καὶ Ἐθνικές ομάδες τῆς Ἑλληνικῆς προϊστο ρίας», Ιστορία Ἑλληνικοῦ Ἔθνους 1 (1970) 362-364. ᾿Αθήνα και Cladwick J., «H γέννησις τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης», Επετηρίς τῆς Φιλοσοφικής Σχολῆς ᾿Αθηνῶν 12 (1961) σελ. 531-544.
14. Βλ. Hammond Nik., ἔνθα άνωτέρω ὑποσημείωση 11 στο ίδιο κεφάλαιο.
15. Βλ. Δρανδάκη εγκυκλοπαίδεια, τόμος 6, σελ. 383.
16. Ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ πρωταθλητής Αυστριακός Franz vbon Alber το 1961 καὶ ὁ Walter Frenz φωτορεπόρτερ – αθλητής τοῦ Kajak ἀπὸ τὴν Φραγκφούρτη το 1962 ο Αχελώος (στο Μυρόφυλλο τουλάχιστον) εἶχε 3-4% κλίση. Τοὺς παρακολουθούσα μέτις ώρες νὰ ἀκοῦνε ἀπὸ τὸν ᾿Αϊ-Γιώργη. Όταν μὲ ρώτησαν πόσο μακριά ἀκούγεται ό θόρυβος ἐγὼ τοὺς ἔδειξα την κορυφή ἀπό τὸ Μυλογόζι. Δὲν τὸ πίστεψε ὁ Αὐστριακός καὶ μοῦ εἶπε εἰρωνικά! «ἀπό ἐδῶ ὡς ἐκεῖ εἶναι ἕνα τσιγκαρέτο (=μία τσιγάρα) δρό μος;». Είχε φαίνεται αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἀπὸ τοὺς ντόπιους τῆς Πίνδου, που περπατού σαν ἀνάλαφρα χνοντας τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου μπρός τὸν καλοζωϊσμένο Ευρωπαίο. Ἐν πάση περιπτώσει ὁ Αὐστριακός Franz Alber ἐπιβεβαιώθηκε γιὰ τοῦ λόγου το ἀληθές όταν φθάσαμε στη ράχη Χοιρόλακο ερχόμενοι ἀπό Τρίκαλα πεζή το 1962. Τότε πράγματι χάζεψε πολλή ώρα. Θυμήθηκε το συμβάν καὶ ζήτησε συγγνώμη (εἶναι ἡ τυπική εὐγένεια τῶν Εὐρωπαίων), πολλή ώρα ἄκουγε το σκούξιμο τοῦ ᾿Ασπρου, 17. Βλ. Θουκυδίδης, βιβλ. Β΄ 102 κ.έξ. καί Β΄ 638.
18. Βλ. Στράβων, βιβλ. Ι, κεφ. Β΄.
19. Βλ. Ηρόδοτος, 2, 10 κ.α.
20. Βλ. Οβίδιος βιβλ. ΙΙ.
21. Βλ. ᾿Αριστοτέλης, Μετέωρ. 14 (352α, 35-63 Bekker).
22. Βλ. Ζήσης Σπ., ᾿Αχελώος, όδοιπορικό στον ᾿Απολλώνειο ποταμό, ᾿Αθήνα 1993.
23. Βλ. Σικελιανός “Αγγ., περ. Γράμματα 3 (1915), ‘Αλεξάνδρεια.
24. Βλ. P. Realencyclopädie Altertumswssenschalt Hirsle: Achelloos (1893) καί Hild Fr. «’Αχελώος», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 12 (1987) 28, ἐπίσης, Σπανός Κ., «Πρό-θεση 39 Μονῆς Δουσίκου 16ον – 17ον αἰῶνας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 20 (1991) 34.
25. Hammond N., Atlas of Greek and Roman (…) Ν. Υ. 1981 χάρτης 12 (γ) καί Σακελλαρίου Μιχ., «Οἱ Ἑλληνικές ὁμάδες 1900-1150 π.Χ.», Ίστορία Ἑλληνικοῦ Ε-θνους τ. Α΄, σελ. 365 κ.έξ., Τουλουμάκου Ἰω. «Τα Ἑλληνικά κράτη τῆς ᾿Ανατολῆς ὡς τὴν πρώτη ἐπέμβαση τῶν ρωμαίων στὴν Ἑλλάδα, 280-201 π.Χ.» Ιστορία Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμος Δ΄, σελ. 391-392.
26. Ἡ ἄποψη αὐτή εἶναι ἡ ἐπικρατέστερη ἀνάμεσα σε πολλές ἄλλες πού διατυπώ νουν Ἕλληνες και Εὐρωπαῖοι κυρίως ἐρευνητές τῶν γλωσσικῶν καί φυλετικῶν ὁμά δων τῆς Ἑλληνικῆς προϊστορίας, με πρώτο τόν κορυφαίο ἱστορικό Έλληνα τον Μιχ. Σακελλαρίου καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης καί Lyon τῆς Γαλλίας.
27. Σήμερα ἀκόμη πάρα πολλά τέτοια εὑρήματα ἔρχονται στὸ φῶς στις τυχαῖες διανοίξεις ἀγροτικών δρόμων. Βλ. Ράπτης Δ., ᾿Αφύλακτοι Θησαυροί, το μοναστῆρι τοῦ ᾿Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου Τρικάλων, ᾿Αθήνα 1985, σελ. 24, Καρακίτσιος Ελευθ. «Το Μυρόφυλλον (Μερόκοβο) Τρικάλων, συνοπτική παράθεση ἱστορικῶν στοιχείων», Θεσσαλικό Ἡμερολόγιο 22 (1992), 66 κ.έξ.
28. Βλ. Χατζηαγγελάκης Λεων. στο περιοδικό «’Αρχαιολογία» 34 (1990), Νημᾶς Θεόδ., «Τα κάστρα τοῦ Κόζιακα καί τοῦ Ἴταμου στη Δυτική Θεσσαλία», Τρικαλινά, 11 (1991) 225-257.
29. Βλέπε σχετική ἀναφορά τοῦ Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων πρός το Υπουργείο Πολιτι σμοῦ καὶ ἄλλους συναφεῖς ὀργανισμούς μὲ τὸ ὑπ’ ἀριθμ. 152/9-11-93 ἔγγραφό τους. Ἐκεῖ γίνεται λόγος γιὰ ἀρχαιολογικούς χώρους πού ἐντοπίζονται στα χωριά πού εἶναι στό χῶρο τῆς ᾿Αθαμανίας: ᾿Αγρελιά, Διάσελλο, Ελάτη (Τύρνα), Καλόγηροι, Μεσοχώ-ρα, Μυρόφυλλο, Παλαιοκαρυά, Πύλη, Στουρναρέϊκα, Φήκη κ.τ.λ.