Δρ. Msc. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΠ. ΚΑΡΑΚΙΤΣΙΟΣ Πρωτοπρεσβύτερος – Καθηγητής
Ἡ Ἱ. Μονή Αγίου Γεωργίου Μεροκόβου εἶναι ὁ πνευματικός φάρος στην περιοχή γιὰ ὁλόκληρους αἰῶνες, ἰδιαίτερα ὅμως ὁ 16ος – 17ος αἰώ-νας. Φρονῶ ὅτι ἡ σχολή Μεροκόβου προκόβει περισσότερο μετά την πρώ-τη ἐπανάσταση τοῦ 1600-1601 τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου Λαρίσσης – Τρίκκης Διονυσίου Β΄ τοῦ Φιλοσόφου. Γνωρίζουμε 78 ὅτι στην Τρίκκη (Τρίκαλα) ὑπῆρχε ή σχολή ἀπό τό 1568 – 1569 με προτροπή τοῦ μητροπολίτη Λαρίσ σης Ιερεμία (1568 – 1572) τοῦ μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἐπονομαζομένου Τρανοῦ, πού ἦταν Θεσσαλός στην καταγωγή. Μάλι-στα σε σύνοδο στο ναό τῆς Παραμυθιάς ὅριζε μεταξύ ἄλλων: «έκαστον ἐπίσκοπον ἐν τῇ ἑαυτοῦ παροικίᾳ φροντίδα καί δαπάνην την δυναμένην ποιεῖν, ὥστε τὰ θεῖα καὶ ἱερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι βοηθεῖν δέκατά δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν καὶ τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐὰν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχωσιν (…)^ 79 Στα Τρίκκαλα ἀπό τό 1543 στο ναό της Θεοτόκου τῆς «Ἐπισκέψεως» ὁ Θεοδόσιος ἱερεύς και σακελλάριος τῆς μητροπόλεως Λαρίσης διατηρούσε διδασκαλεῖο τῆς ἐγκυκλίου παιδεύσεως με στόχους περισσότερο πρακτικούς, ἀφοῦ στη θέση τῆς ρητο-ρικῆς ἔχουμε τη «μάθησιν νοταρίων» καί στή θέση τῆς ποιητικῆς τη «μάθη-σιν μουσικῶν ὀργάνων». ᾿Από το χωριό Μυρόφυλλο ἔχουμε ἱερομονάχους μοναχούς, ἱερεῖς, λόγιους ποὺ ἱδρύουν σχολές στον εὐρύτερο Ἑλληνικό χώρο “Αρτα, Ιωάννινα, Τύρναβο, Τρίκκαλα, Ζαγορά Πηλίου. Ἔχουμε κωδικογράφους, «ἀντιγραφεῖς» βιβλίων, ἀπὸ τὸ χῶρο τοῦ χωριοῦ Μυρο-φύλλου (Μεροκόβου) που σπούδασαν στις σχολές “Άρτας, Ἰωαννίνων, Βρανιανών (Βραγκιανών), Κωνσταντινουπόλεως, πάντοτε ὁρμώμενοι ἀπό τὴν Ἱ. Μονή, ὅπου ἔχουν πάρει τη βασική μόρφωση. Ιδρύουν σχολές, ἐνῶ δέν παύουν νά ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ γέροντα πνευματικό τους Παΐσιου τῆς Ἱ. Μονῆς ᾿Αγίου Γεωργίου. ᾿Από τη μέχρι τώρα ἔρευνά μας ἀρκετοί Μεροκοβίτες διέπρεψαν στη μόρφωση, πού εἶχαν ἄμεση ή έμμεση σχέση με το μοναστήρι τοῦ χωριοῦ. Τέτοιοι ἦταν ὁ ᾿Αθανάσιος Λιοντάρης ἱερομόναχος, ὁ ᾿Αναστάσιος Κουρφαριώτης υἱός Δημοβράνη, ὁ Θεόδωρος ἱερό-παις, ὁ Θεοδόσιος ἱερομόναχος κωδικογράφος, ὁ Ἰωάννης ἱερεύς υἱός τοῦ Θεοδοσίου, ὁ Θεοδόσιος τοῦ Ἰωάννου ἱερέως, ὁ Χριστόδουλος ἱερομόνα-χος, ὁ Γεώργιος υἱός τοῦ Χριστοδούλου, ὁ Ἰγνάτιος υἱός τοῦ Χριστοδού-λου, ὁ Γρηγόριος υἱός Χριστοδούλου, ὁ Νικόλαος ἱερεύς κωδικογράφος, ὁ Παΐσιος ἱερομόναχος, ὁ Δαμιανός ἱερομόναχος, ὁ Γεώργιος διδάσκαλος. Θὰ ἀναφερθούμε παρακάτω για τον καθένα καὶ θὰ παραθέσουμε κατ’ ἐκλογήν 81 μερικές ἐπιστολές αὐτῶν γιὰ μιὰ εἰκόνα στὸν ἀναγνώστη ἀλλά καὶ γιὰ γενικότερη εἰκόνα τῆς προσφορᾶς τῶν λογίων Μεροκοβιτῶν στον Ἑλληνικό χώρο. Άλλως τε το σώμα αὐτὸ τῶν ἐπιστολῶν μαρτυρεῖ τοὺς πνευματικούς δεσμούς τῆς Δυτικής Θεσσαλίας καὶ τῶν ᾿Αγράφων μὲ ἄλλες περιοχές τοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου, ὅπως ἡ ᾿Αρτα, Ἰωάννινα, ή Ζάκυνθος, ή Κωνσταντινούπολις, ἡ ᾿Αδριανούπολη, το Ιάσιο, το Βουκουρέστι. Μερικοί ἀπό αὐτοὺς τοὺς λόγιους Μεροκοβίτες εἶναι κάτοχοι σημαντικών βιβλίων ὅπως ὁ ἱερομόναχος ᾿Αθανάσιος Λιοντάρης, ὁ ᾿Αναστάσιος Κουρφαριώ-της υἱός Δημοβράνη, ὁ Θεοδόσιος ἱερομόναχος κωδικογράφος, ὁ Νικό-λαος ἱερεύς Μεροκοβίτης, Χριστόδουλος ἱερομόναχος.
Κυριώτερος, μάλλον, τῆς σχολῆς Μεροκόβου εἶναι ὁ μεγάλος λόγιος καί διδάσκαλος, ὁ Μάξιμος Πελοποννήσιος 82, πού δέν εἶναι Μεροκοβί-της, καθότι Πελοποννήσιος, ὅπως φανερώνει τὸ ἐπίθετό του, ἐδίδαξε στο Μυρόφυλλο (Μερόκοβο) 83 στις ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα. Οἱ σχέσεις του με τοὺς λόγιους Μεροκοβίτες καὶ ἡ ἀνάγνωση τῶν ἔργων του «Περί τῶν πέντε διαφορῶν» καί «εἰς τὴν καταλλαγήν», πού ἀπαντώνται στή μεταξύ τους άλληλογραφία καὶ ἡ παραμονή του στο Μερόκοβο μᾶς ὁδηγοῦν στο συμπέρασμα ὅτι ὁ μεγάλος διδάσκαλος ἔζησε καί δίδαξε στήν Ἱερά Μονή τοῦ ᾿Αγίου Γεωργίου πού εἶχε ἀσφάλεια αὐτούς τους χαλεπούς καιρούς. Ο Μεροκοβίτης κωδικογράφος τοῦ χειρογράφου 12406 τῶν Βρυξελλῶν διέ-σωσε μερικές ἐπιστολές τοῦ Μαξίμου που τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν ἐπικεντρώνεται στην παιδεία τοῦ Μαξίμου. Σχετικά γράφει:
\&(…) Τινές ἐλέγασι πώς ὁ ἱερός Μάξιμος ὁ Πελοποννήσιος δὲν ἤξευ-ρε μαθήματα ἐπιστημονικά ἤτοι λογικήν, φυσικήν, μεταφυσικήν καὶ τὰ λοιπά! ἀλλά μόνον ποιητικῆς ἦταν καλός. Οἱ ὁποῖοι ψεύδονται φανερώτα-τα διότι ἐντροπιάζονται από την παροῦσαν καὶ μετέπειτα ἐπιστολήν, αι ὁποῖαι τὸν μαρτυροῦσι φιλόσοφον καὶ θεολόγον, ρήτορα καί τῶν χριστια νικῶν ἐπιστημῶν δοκιμώτατος, τὸν ὁποῖον τὸν μαρτυροῦσι καὶ τὰ συγ γράμματά του, ὁποὺ εἶναι σοφώτατα» 84 84. Ἕνας τέτοιος δάσκαλος ὁλκῆς δίδαξε στο Μυρόφυλλο καὶ ποῦ ἀλλοῦ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι; Ἐδῶ ἡ προσω πική μου γνώμη, πού μέ ὁδηγεῖ μετά από τόσα χρόνια ἔρευνας, με κάνε να πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι ὁ ἱερομόναχος Μάξιμος Πελοποννήσιος ἔγρα ψε τον «Στηλιτευτικό του λόγο» έναντίον τοῦ φλογεροῦ πατριώτη ᾿Αρχιε πισκόπου Διονυσίου Β΄ Φιλοσόφου, ἐκτός τῶν ἄλλων λόγων, ἦταν καί τ αἰτία τῆς καταστροφῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεροκόβου το 1611 μετά την ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως που ήταν καί συγχρόνως καταστροφή και αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς σχολής του ἀλλὰ δὲ γνωρίζουμε λεπτομέρειες του μεγάλου κακού. Πόσο καιρό ἔζησε ὁ Μάξιμος Πελοποννήσιος στο Μυρό-φυλλο, πού εἶναι καὶ ὁ προπομπός ἴσως τῶν λογίων – ἀντιγραφέων κωδί κων στην ευρύτερη περιοχή, εἶναι θέμα εἰδικῆς ἔρευνας που θα φέρει περισσότερα στοιχεία. Από τη σχολή Μεροκόβου έλαβαν καὶ τὴ μόρφωσή τους οἱ πρῶτοι τουλάχιστον λόγιοι Μεροκοβίτες, ὁ Νικόλαος ἱερεύς κωδι κογράφος, ὁ Θεοδόσιος κωδικογράφος, ὁ Χριστόδουλος ἱερομόναχος και λόγιος, ὁ Θεόδωρος ἱερόπαις, ὁ ᾿Αναστάσιος υἱός Δημοβράνη. Ο Μάξι μος στὴν ἴδια ἐποχή πηγαίνει ἤ κατά διαστήματα διδάσκει και στην “Άρτα ὅπως βλέπουμε στὴν ἐπιστολή πού ἔπεται. Το Μυρόφυλλο εἶναι τόπος ἔλξεως μαθητῶν ἀπὸ παντοῦ, ἀφοῦ ἔρχονταν μαθητές καὶ ἀπό αὐτή τήν Βλαχία, το μακρινό Τιργοβίστι τῆς Ρουμανίας, γιὰ νὰ μαθητεύσουν στο μεγάλο διδάσκαλο Μάξιμο. Δημοσίευση τῶν ἔργων τοῦ Μαξίμου Πελοποννησίου καὶ ὀλόκληρου τοῦ κώδικα 112406 τῶν Βρυξελλών, θὰ μᾶς δώ σουν πολλά στοιχεῖα γιὰ τὴ μόρφωση, την παιδεία καὶ τὴν προσφορά τῆς σχολής Μεροκόβου, αὐτοῦ τοῦ μοναστηριού, τοῦ χωριοῦ Μυρόφυλλου Τρικάλων.
Ο Μάξιμος Πελοποννήσιος ἀλληλογραφεῖ μέ προσωπικότητες τῆς ἐν ποχής του, κυρίως λογίους, ἀπό ὅλη τὴν χερσόνησο τοῦ Αἴμου. Έχουμε δύο γράμματα τοῦ 1617, τὸ ἕνα ἀπό τὸν ἱερέα Γγίνη το βιβλιογράφος, το δεύτερο γράμμα τό ἔστειλε ὁ διδάσκαλος – ἱερομόναχος ᾿Αββακούμ μαθη-ματικός στο Τιργοβίστι τῆς Βλαχίας (Ρουμανίας ἀπό ὅπου στάλθηκε) στενός φίλος τοῦ Μαξίμου. Οἱ ἐπιστολές κατά χρονολογική σειρά:
α) «Τῳ σοφωτάτῳ ἐν ἱερομονάχοις ἁγίῳ διδασκάλω / κυρίῳ Μαξίμῳ τῷ λογίῳ τῷ Πελοποννησίω εὐλαβῶς δοθήτω (εἰς Μυρόκοβο ή “Αρτα).
Παμφίλτατε καί περιπόθητε ἐμοί ἀδελφέ ἄγιε διδάσσκαλε κύριε / Μά-ξιμε την λογιότη σου δουλικώς προσκυνώ καί τόν / γλυκύν καί πεποθημέ-νον χαιρετισμόν κομίζω τῇ μεγίστη σου / λογιότητι σύν τὸν ἐν Χ(ριστ)ῶ ἀσπασμόν, καὶ δέομαι Κ(ύριο)ν τόν / Θεό)ν τοῦ ὑγιαίνειν ψυχήν καὶ σῶμα. Καὶ ἡμεῖς τοῦ Θ(εο)ῦ / μακροθυμοῦντος ὑγιῶς ἔχωμεν τῷ σώματι. Εἰς πλάτος / δὲν γράφω τῇ λογιότητί σου, μόνον ἕνας μαθητής μου /εὑρισκόμενος εἰς τὴν βλαχίαν ἤκουσεν μαθηματικοῦ ᾿Αββακούμ λεγομέ-νου ὁποῦ εὐρίσκετο τότε / εἰς τήν Μπογδανίαν. Καὶ ἔχοντας ὁ μαθητής μου ὄρεξιν / να σπουδάξῃ εἰς τὴν Γραμματικήν ἐπιστήμην καὶ εἰς ἄλλα /πῆγεν ἐκεῖ καὶ ἐκάθησεν τρεῖς χρόνους καὶ ἐσπούδα/ξεν ὅσα ἡμπόρεσεν καὶ ὅσα ὁ ἄνωθεν ᾿Αββακούμ / ἐδύνετο νὰ τοῦ παραδώσῃ· λοιπόν ἔχο-ντας αὐτός / ἐπιθυμίαν να σπουδάξῃ ἀκόμη καί εἰς μεγαλύτερα μαθήμα-τα τῆς φιλοσοφικῆς ἐπιστήμης τοῦ ᾿Αριστοτέλους και / ἀκόμη τα τοῦ ᾿Α-φθονίου περί ρητορικής προγυμνάσματα, καί / τά λοιπά ταύτης τεκμήρια, προ πάντων δε και μετά πάντων / ἐπιθυμᾷ να διδαχθῆ τὴν ἐκκλησιαστι κήν θεολογίαν τῶν ἱερῶν π(ατέρ)ων ἐνθυμήθην τήν λογιότητά σου / (ὡς ἂν ὁποῦ εἶσαι εἰς τὰ τοιαῦτα λαμπρός καί τέλειος) ὅτι / σε ἠξεύρει ὁπότες ἤσουν ἐδῶ καὶ ἤκουσεν καὶ ταῖς διδαχαῖς σου, ἔστειλεν μου ὅμως μίαν γραφήν διά / τήν λογιότητά σου νὰ τοῦ μηνύσω πού εὑρίσκεσαι / νὰ ἔλθη να σπουδάξῃ, καὶ στέλνει σου καὶ δύο γραφαῖς / ἀπό ἐκεῖνον τον παπά ᾿Αββακούμ. Λοιπόν ἄν εἶναι / ορισμός σου να τον σπουδάξῃς, γράψε μου, νὰ τοῦ / μυνήσω νὰ ἔλθῃ ἀπό τήν Βλαχίαν· ἄλλο γράφω / τῆς σῆς λογιότητος διά κάποιον Διονύσιον σπουδαίον, / ὁποὺ ἔλεγεν νὰ ἔλθῃ αὐτοῦ διὰ νὰ σπουδάξῃ λογικήν / ἐπιστήμην παρ’ αὐτῆς, ἄν εἶναι αὐτοῦ παρα/καλῶσε ἀνάγκασε τον νὰ μοῦ στείλλῃ ἄσπρα V r = 50 ἄσπρα) /ὁποῦ ἀνέμενον ἀπό τὸ βιβλίον ὁποῦ τοῦ ἐπούλησα / καὶ ἂν δὲν ἔχει, ἂς δανεισθή. Καί καθώς ἡμπορεῖ / ἄς κάμῃ, μόνον τώρα νὰ μοῦ τα στείλλη μὲ τὸν κύρ / Ζώτον ὁποῦ φέρνει τάς γραφάς καὶ μετάνοια εἰς τὴν / ἁγιωσύνην του. Τίμιον σου γράμμα νὰ ἔχω πάντοτε / διὰ νὰ εὐφραίνομαι την ὑγείαν σου, ἔρρωσο / αχιζ φευρου(αρίου) alpha ^ eta ισταμένου / (1-2-1617) Γγίνης ἱερεύς καὶ οἰκονόμος σός ἀδελφός».
Ὁ ἱερεύς Γγίνης στέλνει τὴν ἐπιστολή του από την Θεσπρωτία στο Μάξιμο Πελοποννήσιο, ὁ ὁποῖος ἔχει σχολείο και σπουδαστές κάνουν κοντά του ἀνώτερες σπουδές Φιλοσοφική ἐπιστήμη τοῦ ᾿Αριστοτέλους καί τοῦ Αφθονίου ρητορική, έκκλησιαστική Θεολογία τῶν Ἱερῶν Πατέρων.
β) Ἡ ἐπιστολή ἀπό τὸ Τιργοβίστι Ρουμανίας (8-12-1617) ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Τῳ πανοσιωτάτω λογιωτάτω καί σοφωτάτω κ(υρίζω κ(υρίζω / Μαξί-μῳ ἁγίω διδασκάλω καὶ ἱερῶ ἀνδρὶ ἐν ἱερομονάχοις προσκυνητῶς καί περιχαρῶς ἐγχειρισθείη εἰς τὴν ᾿Αρταν ἡ εἰς χωρίον Μυρόκοβον. Πανο-σιώτατε και σοφώτατε ἅγιε διδάσκαλε κ(αἱ) ἐν διδασκάλοις / λογιώτατε κύριε κύριε Μάξιμε, τὴν ἁγιωσύνην σου ἀδελφικῶς ἀσπάζομαι και χαιρετῶ.
Γράφοντάς σου / λοιπόν ἐν συντομίᾳ σοῦ δίδω εἴδησιν πῶς Θ(εο)ῦ βοη/θεία κ(αί) δι’ εὐχῶν της ἁγί(ων) υγιαίνω κ(αι) ἐγώ μέχρι / σήμερον.
Ἔλαβα δέ τήν σοφωτάτην σου ἐπιστολήν κ(αι) ἀνεγνών αὐτήν κ(αί) μα-θῶν περὶ τῆς ὑγείας σου / ὑπερφυῶς ἐχάρηκα. Μάλιστα ἐγώ ἤλπιζα / πώς νὰ σὲ ἀπολαύσω εἰς τὰ μέρη ἐτοῦτα τῆς / Βλαχί(ας). Καὶ γράφεις μου περί τούτου πῶς διὰ πολλαῖς / ἀφορμαῖς δὲν ἡμπορεῖς νὰ ἔλθης ἐδῶθεν ὅτι πῶς / ἀχαμνός εἶσαι κατά τα κούφια (ὡς λέγεις) κ(αί) δέν ἡμπορεῖς νὰ καβαλι κεύσης, ἄλλο πώς εἶναι ψυχρός / τόπος κ(αἱ) πῶς εἶσαι φύσει ψυχρός. Καί πρός τούτοις / λέγεις πώς δὲν ἔχεις τινάν συνοδοιπόρον να / σοῦ εἶναι βοηθός εἰς τὸν δρόμον. Καί θαυμάζομαι τί ἀφορ/μαῖς εὑρίσκεις. Ἐδῶ ἡμπόρειες νὰ ἀναπαυ/θῆς πολλά καλά, διατί ἤθ(ελ)ες ἔχη ἀπό τόν ἐν/δοξότατον αὐθέντην ἐδῶ τὰ πρὸς τὴν χρείαν σου / καὶ ἄλλοις φιλοδωρίες. Ἐδῶ ἀνταμώθηκα με τον πν(ευματ)ικόν κύρ Κάλλιστον, τον φίλον σου γνήσιον καὶ / ὁμιλήσαμεν πολλά περισσά διά τὴν ἁγιωσύνην σου./ Μάλιστα μὲ εἶπεν ὅτι ἂν θέλης νὰ ἔλθης νὰ ἔλθη αὐτὸς νὰ σὲ πάρῃ καὶ νὰ σε φέρη ἀκόπως καὶ ἀπείρακτα / ἐδῶ. Καί φαίνεταί μου πώς ἤθελες κάμῃ πολλά καλά / νὰ ἐλθῆς καὶ νὰ μὴ γυρεύης να πηγαίνεις μακρά πελάγη / να πειράζεσαι.
Ο μαθητής μου σε προσκυνά καί ἀσπάζεταί σου την δεξιάν καὶ βούλε-ται μόνον να μάθη που / καταντᾶς; Εἶτα νὰ σιμώσῃ κοντά σου διά να ἀπολαύσῃ τινῶν μαθημάτων παρά σοῦ, τουτέστιν λογικήν, φυσικά / καί μεταφυσικά τοῦ φιλοσόφου, καὶ τὸ πλέον ἐξαίρετον καὶ / τῶν ὀρθῶν δογ μάτων κεφάλαιον (ἐπιθυμεῖ νὰ τὸν διδάξης) / την θεολογίαν ὁποὺ ἡ Ἐκ-κλησία κρατεί. Πολλήν ἐπιθυμίαν / καὶ ἀγάπην ἔχει νὰ σὲ ἀπολαύσῃ και ἂς μάθωμεν λοιπόν το γοργότερον (παρακαλούμεν) διά τιμίου σου γράμ ματος / ἤ ἐδῶ ἔρχεσαι (καὶ θές κάμη καλά) ἤ ἀλλοῦ πηγαίνεις. Ο / δέμαθητής, ὁπού λέγω, εἶναι φύσει καλός ἄνθρωπος, καὶ τὰ dot eta / theta * eta του καί ἡ διαγωγή του, μόνον δός μας μίαν εἴδησιν ἤ ἐδῶ / νὰ σὲ ἀναμένῃ ἢ αὐτοῦ νὰ ἔλθη, παρακαλούμεν. Διατί / θέλεις κάμῃ εἰς αὐτόν μεγάλον ψυχικόν να τον μάθης τήν / Ελληνικήν καί Φιλοσοφικήν παιδείαν καί μάλιστα τήν /δεκτήν θεολογίαν τῆς Ἐκκλησίας.
Χαιρέτα μου τον μαθητήν σου τον Λιοντάρη. Εὐχαριστῶ τον διά τα ράσα / πλὴν ἀκόμη δὲν τὰ ἔλαβα εἰς τὰ χέρια μου δέν ἠξεύρω / μέ ποῖον τά ἔστειλεν.
Έρρωσο λοιπόν ἐν Χ(ριστ)ῶ ἀδελφέ περιπόθητε:
᾿Από Ντιργοβίστου Δεκεμβρίου η / αχιζ
Αββακούμ ταπεινός Ἱερομόναχος καί σός ἐν Χ(ριστ)ῶ ἀδελφός κατά
πάντα».
- Μεροκοβίτες λόγιοι καὶ προσωπικότητες 16ου – 18ου αι.
Τουλάχιστον ἀπὸ τὸν 16ο αἰ. ἕως τὸν 18ο αἰώνα ἔχουμε στο Μυρόκοβο καὶ στα Τρίκκαλα μορφωμένους Μυροφυλλίτες ποὺ ἔχουν μεταξύ τους συγγένεια. Εἶναι μια αλυσίδα ἐξαδέλφων, ἀδελφῶν, ἐγγονῶν, ἀνεψιῶν οἱ περισσότεροι. Ἔχουμε καί μερικούς ἄλλους ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἱερομονά-χους. Ὅλα τα στοιχεῖα τὰ ἔχουμε γιὰ τὴν ὥρα ἀπό ἀλληλογραφία ἀπό τόν κώδικα 112406 τοῦ Νικολάου Μυροκοβίτη πού ἀναλυτικά θὰ ποῦμε παρα-κάτω, ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ μεγάλου διδασκάλου τοῦ Γένους Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ, ἀπὸ τὰ Γενικά ᾿Αρχεῖα τοῦ Κράτους, ἀπό τούς κώδικες 26, 96, Ἱερᾶς Μονῆς ᾿Αγίου Στεφάνου, τούς κώδικες 184, 203 καί 222 τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βαρλαάμ τῶν Μετεώρων, ἐπιστολές τοῦ ᾿Αναστα σίου Γορδίου διδασκάλου καί ἰατροῦ, σχολάρχη μετέπειτα τῆς μεγάλης σχολῆς τῶν Βρανιανών (Βραγκαινῶν), ὅπου μαθήτευσαν ἀρκετοί χωρια-νοί μας. Τιμητικά το ᾿Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο ἐξέδωσε ἐπιστημονική ἐπετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολῆς (περίοδο Β΄, τεύχος τμήματος Φιλολογίας, παράρτημα άριθμός (1)) με θέμα: Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ ἐπι-στολές, Κριτική έκδοση στη Θεσσαλονίκη 1992, ἕνα μνημειώδες ἔργο μέ560 σελίδες. Τὸ ἔργο αὐτό ἐπιμελήθηκαν οἱ καθηγητές Πανεπιστημίου τῆς Φιλοσοφικής Σχολῆς Ι. Ε. Στεφανής καί ἡ Νίκη Παπατριανταφύλλου Θεοδωρίδη 86 Ασπροποταμίτισσα, όρμωμένη ἀπό τά Στουρναρέϊκα (με γένος μητέρας ἀπό τούς Ζωγραφαίους Μοσχόφυτο – (Κορνέσι) Τρικάλων.
Ως πρώτος φορέας παράδοσης τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη ἀπό τούς ποσοτικά πλουσιότερους, ὁ συγχωριανός μας Νικόλαος ἱερεύς -κωδικογράφος εἶναι ὁ πρῶτος Oc87 μεταξύ ὅλων τῶν ὑπολοίπων. Οἱ λόγιοι Μεροκοβίτες συνέβαλαν στὴν ἀνόρθωση τῆς παιδείας στη Δυτική Θεσσα-λία μαζί με τοὺς ὑπόλοιπους λόγιους τῆς κεντρικῆς Ἑλλάδος στον 17ο αἰώνα, σε αὐτή τήν περίοδο τοῦ Ἑλληνικοῦ Διαφωτισμού 88. Κώδικες που ἀντέγραψαν Μυροφυλλίτες κωδικογράφοι εὑρίσκονται σήμερα στις προ-θῆκες καί βιβλιοθήκες τῶν μουσείων τῶν Ἱ. Μονῶν τῶν Μετεώρων καὶ τοῦ Βελγίου ὡς σήμερα πού ἔγιναν γνωστοί. Ἡ ἔρευνα σίγουρα ἐπιφυλάσ σει ἀκόμη περισσότερα για το Μυρόφυλλο, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ἀρκεῖ νὰ κάνουν προσπάθεια καί οἱ ἴδιοι οἱ Μεροκοβίτες. Ο χρόνος θά το δείξει. “Ας δοῦμε ὅμως ἔναν ἔκαστον Μεροκοβίτη ὡς προσωπικότητα ἀπὸ τις μέχρι τώρα ἔρευνές μας συντασσοντας για τον καθένα ἰδιαίτερο κεφά-λαιο καὶ ἀρχίζοντας ἀπό τούς παλαιότερους χρονολογικά ἀλλά αὐτὸ μὲ ἐπιφύλαξη.
α) Θεοδόσιος ἱερομόναχος – κωδικογράφος Μεροκοβίτης.
Ὁ Θεοδόσιος Μεροκοβίτης εἶναι ὁ πρῶτος λόγιος τῆς ὅλης οἰκογένειας τῶν Μεροκοβιτῶν, ἔγγαμος, ὁ ὁποῖος καταλήγει ἱερομόναχος ἀργό τερα ἴσως στο τέλος τῆς ζωῆς του, μια συνήθεια τῆς ἐποχῆς τους κατά παράδοση στο Βυζάντιο αὐτό συνέβαινε στις προσωπικότητες με έκκλη-σιαστικό φρόνημα.
Ἔζησε μεταξύ τοῦ τέλους 16ου καί πρώτο μισό τοῦ 17ου αἰώνα. Εἶχε τουλάχιστον ἕνα γιό, τὸν Ἰωάννη, ποὺ τὸν σπούδασε καί ἀργότερα γίνεται ἱερέας, μάλιστα στίς ἀλληλογραφίες τῶν λογίων παίρνει τὸ ὄνομα Ἰωάν-νης ἱερέας Τρίκκης. Ο Θεοδόσιος εἶναι ἐξάδελφος τῶν ἐπίσης Μεροκοβι-τῶν ἀδελφῶν, Θεοδώρου ἱερόπαιδος και Χριστοδούλου ἱερομονάχου.
Σίγουρα τη βασική μόρφωση καὶ τὴν ώθηση στα γράμματα ἔλαβε στο μοναστήρι τοῦ Μεροκόβου, ὅπου ὁ ἴδιος ἀργότερα πρέπει νὰ ἔγινε καὶ ἱερομόναχος. Συμπεριλαμβάνεται στούς λογίους τοῦ 17ου αἰώνα που δια-κινούν βιβλία στην Κεντρική Ἑλλάδα. ᾿Αλληλογραφεῖ μὲ λογίους τῆς ἐπο-χῆς του, εἶναι κάτοχος σημαντικῆς συλλογῆς βιβλίων καὶ ἀντιγραφέας κω-δίκων. “Ας σημειωθεῖ ὅτι γιὰ ἕνα παλαιότερο γράμμα τοῦ 1631 ὁ Νικόλαος Μεροκοβίτης δίνει την πληροφορία ὅτι kappa (…) ὑπάρχει ἰδιόχειρον τοῦ κυρ Θεοδοσίου τοῦ ἐκ Μυροκόβου δηλαδή ἐκ γραμμάτων αὐτοῦ» 90,
Ὁ Θεοδόσιος ὅπως ἀναφέρει ὁ παπά Νικόλαος Μεροκοβίτης (βλ. Κώδικας ΙΙ 2406 Βρυξελλών, Β΄ μέρος, Φ 26α) ἔγραψε την ιδ΄ ἐπιστολή (Φ 167α-168β): «Ταύτης συγγραφεύς Θεοδόσιος ἱερομόναχος ὑπάρχει / ό μοιροκοβίτης· Ἐπαρακλήθη δε παρὰ τῶν μοναχῶν / τῆς τοῦ σ(ωτῆρος μονῆς τοῦ Ντουσίκου καὶ ἔγραψε ταύτην / τήν ὁποίαν ἑστείλασι πρὸς τὸν τῆς Βλαχίας αὐθέντην Βα/σίλειον, Βοϊβόνδα, την αἰτίαν τὴν ἔχει φανε-ράν». Ἡ ἐπιστολή εἶναι εὐχαριστήριος τῶν ἱερέων, μοναχῶν, ἀρχιερέων τῆς ᾿Αρχιεπισκοπῆς Λάρισας, για την εξόφληση χρεῶν τῶν Ἱ. Ναῶν πρός τὸν Τοῦρκον δυνάστη που τοὺς ἔκλεισε τίς ἐκκλησίες για το χαράτσι που δέν ἦταν σε θέση να πληρώσουν «(…μέ τοιοῦτον πρό/μαχον καί πολυοῦχον αὐθέντην, ὁποῦ μᾶς ἐπρόφθασεν / καὶ μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό ἀνυπομόνη-τον βάρος / τοῦ χρέους καὶ τὴν σκλαβιάν ὁποῦ ἐκινδυνεύσαμεν ψυχικά καὶ σωματικά, ἀλλά καί οἱ ἁγίαις τοῦ Χ(ριστο)ῦ ἐκκλησίαις / ὁποῦ ἦταν σφαλισμέναις ἄνοιξαν (…)».
Τοῦτο φανερώνει ὅτι καί ἄλλοι πρίν ἀπό τὸν Νικόλαο Μεροκοβίτη συγκέντρωναν καὶ ἀντέγραφαν ἐπιστολές, βιβλία στην περιοχή καί ἀναφέρει το συγχωριανό του Μυροφυλλίτη Θεοδόσιο κωδικογράφο.
Ὁ Θεοδόσιος εἶχε στη συλλογή βιβλίων του και το σημερινό κώδικα 222 τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βαρλαάμ Μετεώρων πού ἀργότερα δέν γνωρίζουμε πῶς γίνεται κτῆμα τοῦ συγχωριανού του Γκουρφαριώτη ᾿Αναστασίου υἱοῦ Δημοβράνη. Ο κώδικας αὐτὸς ἀνῆκε στὸν ἱερομόναχο Θεοδόσιο Μεροκοβίτη, ὅπως ἀναφέρεται σε ἐπιστολή τοῦ ἱερομονάχου Λεοντίου ἀπὸ τὴν “Άρτα πρός τὸν ἱερομόναχο Θεοδόσιο στο Μοιρόκοβο” τὸν ᾿Απρίλιο τοῦ 1639.
“Αν κρίνουμε τη μόρφωση τοῦ Θεοδοσίου Μεροκοβίτου ἀπὸ τὸν ὁγκώδη κώδικα τῶν 1052 σελίδων, ἕνα ἀριστούργημα γραφής, μὲ τὴν ἄρι-στη θεολογική σκέψη τῶν λόγων τοῦ ᾿Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου που περιέχει, έρμηνευόμενοι από το θεολόγον ἐπίσκοπον Νικήτα Σερρών, λόγιον ὀλκῆς, τότε φρονοῦμε ὅτι ὁ συγχωριανός μας κωδικογράφος ἦταν ἄριστα μορφωμένος, ὑψηλό ἀνάστημα αὐτῆς τῆς ἐποχῆς στην Κεντρική Ἑλλάδα.
Ὁ Θεοδόσιος ἦταν ἄριστος καλλιγράφος ἀντιγραφέας κωδίκων. Ε-γραψε στις (17-12-1612) τόν 184 κώδικα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βαρλαάμ Μετεώρων ὅπως ἀναφέρεται στο φύλλο 247β: « (…) διά χειρός οἰκτροῦ Θεοδοσίου καὶ τῶν ἱερομονάχων ἐλαχίστου ἐν ἔτει zeta*exa +iv( delta iota xr iota overline omega v)o varsigma ια΄ μηνί δεκεμ/βρίω ιζ ἡμέρα ε΄ (7121 – 5509 = 1612 δεκεμβρίου 17 ημέρα πέμπτη)». “Όλες οἱ συμπτώσεις δείχνουν ὅτι εἶναι ὁ Θεοδόσιος Μεροκοβί της, όπως συμφωνοῦν οἱ ἐρευνηταί (βλ. Χατζημάνου (…) Γραφή σελ. 254).
Ἡ ἄριστη καλλιγραφία τοῦ Θεοδοσίου φαίνεται σὲ αὐτὸν τὸν κώδικα, ἀφοῦ ἀπὸ τὸ 1984 τουλάχιστον ὡς σήμερα εἶναι στην προθήκη τοῦ μου-σείου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βαρλαάμ ἐκτεθειμένος στοὺς ἐπισκέπτες 93.
Ὁ Θεοδόσιος Μεροκοβίτης εἶχε διασυνδέσεις με λόγιους τῆς ἐποχῆς του καί ἀλληλογραφοῦσε μὲ τὸ μεγάλο σχολάρχη διδάσκαλο τοῦ Γένους Εὐγένιο Γιαννούλη ἀπό τά Βρανιανά (Βραγκιανά) τῶν ᾿Αγράφων. Ἐπίσης ἀλληλογραφούσε μὲ τὸν ἱερομόναχο καί λόγιο Λεόντιο ἀπό τὴν ᾿Αρτα και λοιπούς λόγιους τῆς ἐποχῆς του, ὅπως μαρτυρεῖται στὴν ἀλληλογραφία των.
Ὑπάρχουν θετικές συμπτώσεις ὅτι πρέπει νὰ εἶχε συγγένεια με τον Θεοδόσιο ἱερέα – σακελλάριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Θεοτόκου τῆς «Επισκέψεως», ὅπως όνομάζεται στα Τρίκκαλα, ποὺ εἶχε ἐκεῖ σχολεῖο τὸ ἔτος 1543. Εἶναι ἕνα ἐρώτημα για μελέτη.
Μία σε βάθος μελέτη πρέπει να φέρει καινούργια στοιχεία για τον κωδικογράφο Θεοδόσιο Μεροκοβίτη ἱερομόναχο. Παραθέτω τήν ἀνέκδο-193α ἐπιστολή τοῦ Ἱερομονάχου Λεοντίου ἀπό τήν “Αρτα πρός τό Θεοδό-τη σιο σταλμένη στις 25-4-1639 στο Μοιρόκοβο.
Κώδικας Βρυξελλών 12406 Β΄ μέρος Φ182α.
“Άρτα Λεόντιος ἱερομόναχος 25-4-1639 – Θεοδόσιον ἱερέα Μοιρόκοβο.
«Λογιώτατε καί σπουδαιότατε πν(ευματι)κέ παπά-κύρ Θεο/δόσιε καί ἡμέτερε ἐν Χ(ριστ)ῶ ἀδελφέ, εἴης μοι υγιαίνειν / μετά πάντων φίλων καὶ ἀδελφῶν./
Ὡς ἔμαθον παρά τινῶν ὅτι ἡ λογιότης νὰ ἔχῃ τὸν / ἐξηγητήν Νικήταν τοῦ ἱεροῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος οὐ μόνον εἰς τὸ τοὺς φιλομα-θεῖς καί / σπουδαῖον εἶναι χρειαζόμενος, ἀλλ’ οὖν πολλῶ / μᾶλλον καὶ εἰς τοὺς ἀπλουστέρους καὶ ἀμαθεῖς. Τούτου χάριν τῆς σῆς λογιότητος δέομαι πολλά, ἐὰν / ὁρίσῃ νὰ μᾶς τὸν στείλλη ἀντιγράψεως χάριν, και / για ἀμαθής ῶν, ἀλλά καί φιλομαθής ἀγαπῶ γενέσθαι.
Μεγάλην χάριν καί εὐχαριστίας θέλω τὸ ἔχει. / Καὶ ταῦτα μέντοι προς το παρόν καὶ ἀς μὴν ἀποτύ/χομεν τῆς αἰτήσεως.
Ἔρρωσο. Τούς ἱερεῖς / εἰς τὴν χώραν καὶ τὸν παπά-Κύριλλον ὡς ἐξ
ἐμοῦ / πρόσειπε/
αχλθ΄ ἀπριλλίου κε΄/
Ὁ ἐλάχιστος τῶν ἱερομονάχων Λεόντιος ὁ ἐξ / “Άρτης. /
Τῷ λογιωτάτω και σπουδαιοτάτῳ πν(ευματι)κῷ pi( ar(ei) κυρίῳ
Θεοδοσίῳ περιχαρῶς ἐγχειρισθείη/
εἰς Μοιρόκοβον.».
94 β) Αναστάσιος Κουρφαριώτης υἱός Δημοβράνη η Μεροκοβίτης
Ο ᾿Αναστάσιος Κουρφαριώτης υἱός τοῦ Δημοβράνη εἶναι ἀπό τό συν
νοικισμό τοῦ Μυροφύλλου σήμερα, ἴσως τότε ήταν ξεχωριστό χωριό, δι πως ἀνέφερα για τους σημερινούς συνοικισμούς Γκαβαλλιώρα καί Μυλο-γόζι παραπάνω ἀποτελοῦσαν το 1454 χωριά. Ἔτσι λοιπόν ὁ ᾿Αναστάσιος ἀπό τὸ Κουρφάρι ἡ Γκουρφάρι ή Γκουλφάρι ἤ Γλουφάρι ἔδωσε το τοπω νύμιο τῆς γενέτειράς του ὡς ἐπίθετο πού αὐτὴ τὴν ἐποχή ἔτσι συνηθίζεται, γιατί τὰ ἐπίθετα καθιερώθηκαν μετά τον 19ο αἰώνα γιά τό λαό.
Τὸ ὄνομά του σημείωσε ὁ ἴδιος στον κώδικα 222 τῆς Ἱ. Μονῆς Βαρλαάμ Μετεώρων κατά τον 17ο αἰώνα” στην κάτω ώα (= περιθώριο) τοῦ πρώτου φύλλου: «κ(αί) τόδε πρός τοῖς ἄλλοις ἀναστασίου κουρφαριώτου υἱοῦ δημοβράνη».
Ἡ σημείωση δηλοποιεῖ ὅτι εἶναι κτήμα του το βιβλίον κατά τή συνή θεια τῶν κατόχων βιβλίων τῆς ἐποχῆς νὰ γράφουν αὐτὸ τὸ ἀπόφθεγμα.
Ο Αναστάσιος Κουρφαριώτης εἶναι κτίτορας τοῦ κώδικα 222 πού προηγουμένως ἀνῆκε στο συγχωριανό του ἱερομόναχο Θεοδόσιο, ὅπως ἀναφέραμε παραπάνω. Πῶς βρέθηκε τώρα στην κατοχή του δέν μποροῦμε νὰ τὸ γνωρίζουμε, ἂν τὸν ἀγόρασε ἤ κληρονόμησε ἤ ἄν εἶναι δῶρον τοῦ συγχωριανού του, ποὺ εἶναι λίγο δύσκολο, γιατί ἕνα τόσο μεγάλο χειρό γραφο ἦταν δυσεύρητο και κόστιζε πάρα πολύ στὴν ἐποχή του. Ὁ κώδικας αὐτός εἶναι «λόγοι τοῦ ᾿Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου» καί τούς ἐξηγεῖ ὁ λόγιος ἐπίσκοπος Νικήτας Σερρῶν ἔχει γραφεῖ στὸ 1530/31 κατά τό βυζα ντινολόγο Νικ. Βέη. Διατηρεῖται σε ἄριστη κατάσταση ὡς σήμερα πράγμα που φανερώνει ὅτι καί οἱ δύο λόγιοι Μεροκοβίτες, πού ἦταν κάτοχοί του, ἦταν νοικοκύρηδες ἐκτός τῶν ἄλλων καί πρόσεχαν τα βιβλία, ἀφοῦ φυσικά γνώριζαν την τεράστια πνευματική καὶ ὑλική ἀξία τους.
Ὁ ᾿Αναστάσιος ὡς κάτοχος τοῦ κώδικα ἀπὸ τὴν ἐπιτόπια ἔρευνά μας διεπιστώσαμε ὅτι τὸν μελέτησε ἐπισταμένως καὶ ὄντως ἐντρύφισε ἐπ’ αὐτοῦ, μάλιστα ἡ ἐπέμβασή του δείχνει μορφωμένη προσωπικότητα μέἱκανές θεολογικές γνώσεις.
Γιὰ τὴν εὐχρηστότητα τοῦ κώδικα φρόντισε ὁ ἴδιος νὰ τὸν ἀριθμήση μέἀραβικούς ἀριθμούς, στοιχειοθέτησε πίνακα περιεχομένων, πρόσθεσε σχόλια στο περιθώριο τῶν κειμένων στα φύλλα τοῦ κώδικα (φίβ, φλα, φ5β, φ338β). Στό φύλλο 338β πρόσθεσε στον 30 στίχο τοῦ κειμένου, στην κάτω ώα (=περιθώριο), ἕνα κριτικό σχόλιο, τό ὁποῖο δείχνει ἄρτια θεολο-γική μόρφωση.
Πῶς ἔφτασε ὁ κώδικας στήν Ἱερά μονή Βαρλαάμ Μετεώρων εἶναι πάλι ἕνα ἐρώτημα γιὰ ἔρευνα, ὅπως καί ἄλλα ἀκόμη που θα δίναν μεγαλύ τερη αίγλη στη δραστηριότητα τῶν λογίων τοῦ Μεροκόβου καί τῆς Δυτικής Θεσσαλίας ευρύτερα σ’ αὐτή τήν ἐποχή. Ἡ ἐντοπιότητα τοῦ κτήτορα ᾿Ανα-στασίου, τῶν ὑπολοίπων λογίων Μεροκοβιτῶν καί ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Μυ-ροφύλλου ἔχουν ἄρρηκτη σχέση. Όλοι ἐμφανίζονται τήν ἴδια ἐποχή. Γιά αὐτή τή Μυροφυλλίτικη προσωπικότητα δέν ἔχουμε ἄλλα στοιχεία γιὰ τὴν ώρα, περιμένουμε καινούργια, γιατί πολλοί εἶναι οἱ ντόπιοι ἐρευνητές πού ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἔρευνα λογίων τοῦ 17ου – 18ου αἰῶνα στην περιο-χή. 96
γ) Ἰωάννης ἱερέας υἱός Θεοδοσίου ἱερομονάχου, Μεροκοβίτης
Ὁ Ἰωάννης ἱερέας εἶναι γιός τοῦ μετέπειτα ἱερομονάχου Θεοδοσίου Μεροκοβίτου τοῦ κωδικογράφου που τον περιγραψαμε παραπάνω στο ὁμώνυμο κεφάλαιο. ᾿Απαντάται στην ἀλληλογραφία τοῦ κώδικα 112406 τῶν Βρυξελλῶν τοῦ συγχωριανού μας Νικολάου ἱερέως, στὴν ἀλληλογρα φία τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη διδασκάλου τοῦ Γένους, πού εἶναι καταχωρη-μένοι σε κώδικες τοῦ ᾿Αγίου Ορους, τοῦ Φιλολογικού συλλόγου Κωνστα-ντινουπόλεως, Δημόσιας Βιβλιοθήκης Πετρούπολης Ρωσίας καί ἀλλοῦ.
Τὸν Ἰωάννη τον συναντοῦμε μὲ διαφορετικά ὀνόματα, ὡς Ἰωάννη ἱε-ρέα, Ἰωάννη ἱερέα υἱό τῆς Θεοδόσαινας, (ἴσως γιατί ἀπό συμφώνου μέ τή μητέρα του ὁ Θεοδόσιος ἔγινε ἱερομόναχος συνήθεια βυζαντινή πού ἴσως ὑπῆρχε καὶ τότε), Ιωάννη ἱερέα Τρίκκης, Ιωάννη ἱερέα το δευτερεύοντα καί πολύ πιθανόν νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ τὸν Ἰωάννη οἰκονόμο Τρίκκης (αὐτό τό λέγω πολύ ἐπιφυλακτικά).
Γεννήθηκε στις ἀρχές τοῦ 17ου αἰῶνα καὶ εἶναι υἱός τοῦ Θεοδοσίου Μεροκοβίτου, ἐξάδελφος τῶν υἱῶν τοῦ Χριστοδούλου ἱερομονάχου, Γεωργίου, Ἰγνατίου, Γρηγορίου και θυγατέρας του. Εἶναι θεῖος τοῦ Νικολάου ἱερέως – κωδικογράφου Μυροκοβίτου ἀλλά καί στενός φίλος ὅπως προκύπτει ἀπό τόν κώδικα 112406 τῶν Βρυξελλών.
Ὁ Ἰωάννης ἱερέας τοῦ Θεοδοσίου Μεροκοβίτου ὑπῆρξε ἀλληλογρά-φος καί φίλος τῶν μεγάλων διδασκάλων Εὐγενίου Γιαννούλη, ᾿Αναστα σίου Γορδίου ἱερομονάχου – ἰατροῦ διαδόχου στη σχολή Βραγκιανών. Ποῦ σπούδασε ὁ ἴδιος δέ γνωρίζουμε. “Αν συμπεράνουμε ἀπό τήν ἀλληλογραφία του πρέπει ὅπως δήποτε να ἔλαβε την πρώτη του μόρφωση στο Μερόκοβο κοντά στο Μάξιμο Πελοποννήσιο στο μοναστήρι τοῦ χωριοῦ του. Ἔχει ἐπισκεφθεῖ τὰ Βραγκιανά, την περίφημη σχολή που ίδρυσε ὁ Εὐγέν νιος Γιαννούλης μὲ τὸν ὁποῖο συλλειτουργούσε στο χωριό Μοσχολούριο Σοφάδων Καρδίτσας, ὅπως ἀναφέρεται στο ἀχρονολόγητο πρός αὐτὸν γράμμα που παραθέτω παρακάτω. Ο μεγάλος διδάσκαλος Εὐγένιος Γιαν-νούλης ἀλληλογραφεῖ μὲ τὸν Ἰωάννη ἱερέα τουλάχιστον με πέντε έπιστολές του ποὺ ἐντοπίσαμε, τον προσφωνεῖ λόγιο καὶ ἀνταλάσσει μαζί του βιβλία ὅπως βλέπουμε στὴν ἀπό (4-10-1676) ἐπιστολή του.
Ο συγχωριανός μας ἱερομόναχος ᾿Αθανάσιος Λιοντάρης, ὅταν σπού δαζε στην Κωνσταντινούπολη, σε ἐπιστολές του πρός τούς λογίους Χριστό-δουλον, Νικόλαον καί Κων/νον πρωτοπαπάν Τρίκκης, τουλάχιστον πέντε φορές προσφωνεῖ μὲ τὰ πιὸ θερμά λόγια τόν ἱερέα Ιωάννη. Σε μιά ἐπιστολή του ὁ ἱερομόναχος ᾿Αθανάσιος πρός το Νικόλαον Μεροκοβίτην (2-10-1678) γράφει: «… Ήθελα να γράψω καὶ τοῦ φιλτάτου ἁγίου δευτερεύοντος πλήν δὲν ἐπρόφθασα μάλιστα δε γνωρίζω πῶς εἶστε ἀδιάσπαστοι τῷ πνεύματι κατά την φιλικήν ἕνωσιν καὶ ὁ εἷς φανερώνει τὸν ἕτερον, κατά τὸν ὀρισμό τοῦ φίλου, λέγοντας (ἄλλος ἐγώ). Διά τοῦτο ἀσπάζομαι άκρι-βῶς διὰ σοῦ καὶ τὴν αὐτοῦ λογιότητα (…)». ᾿Αναστάσιο Γόρδιο. Στήν ἀλληλογραφία τῶν λογίων τῆς ἐποχῆς του, που ἀλληλογραφοῦν μὲ προσωπικότητες τοῦ πνεύματος στα Τρίκκαλα, πάντο-τε ἀποστέλλουν χαιρετισμούς και στὸν Ἰωάννη ἱερέα ὡς ἐξέχουσα προσω πικότητα.
Ὁ Ἰωάννης ἱερεύς συμπεριλαμβάνεται 98 στούς λόγιους τοῦ 17ου-18ου αἰώνα που διακινούν βιβλία στην κεντρική Ελλάδα, κυρίως χειρόγραφα περισσότερο σπάνια δὲ ἔντυπα καὶ ἔχει τή φήμη «τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου» ὅπως τὸν σκιαγραφεῖ ὁ ᾿Αναστάσιος Γόρδιος σε ἐπιστολή του ἀπό τήν Άρτα (24-4-1678) πρός τόν Εὐγένιο Γιαννούλη.
Παραθέτω δύο ἐπιστολές πρὸς τὸν Ἰωάννη ἱερέα υἱό τοῦ Θεοδοσίου Μεροκοβίτη, τοῦ διδασκάλου Εὐγενίου Γιαννούλη.
α) Βρανιανά 1669 Εὐγένιος Γιαννούλης – Ἰωάννη Ἱερέα εἰς Τρίκκαλα
«Εὐλαβέστατε ἱερέων, κύρ Ιωάννη, ὑγίαινε ἐν Χριστώ.
Ἡμεῖς ἐθαρούσαμεν νὰ ἔχωμεν τὴν ἁγιωσύνην σου εἰς τήν πρώτην τάξιν τῶν φίλων, φίλον δηλονότι φιλικώτατον, καί ὄχι μόνον ἁπλῶς φίλον ἀλλά ἔμεινε τώρα εἰς ἡμᾶς ἡ ἐλπίδα μόνον, ἐλπίδα πραγμάτων ἔρημος, διατί βλέπομεν κατ’ ὄλίγον ὀλίγον καὶ ἀπό μίαν ἡμέραν εἰς ἄλλην καὶ ἡ φιλία ὁπού εἶχε πρὸς ἡμᾶς καὶ ἀπομαραίνεται· ἀλλά ὁ πόθος ὁ θερμός καί ἡ διάπυρος ἀγάπη ἡ ἐδική μας, ὁπού ἔχομεν πρός τὴν ἁγιωσύνην σου, εἶναι πάντα νεαρά καὶ νέα. Δέν ἐθάρρουν ἐγώ ποτέ τόσον μάλιστα καιρόν νὰ μὴν ἀνέβης ἐδῶ εἰς τοῦτα τὰ ἀχρείαστα ῎Αγραφα, νὰ σὲ ἀπολαύσωμεν καὶ νὰ μᾶς ἀναπαύσης τον πολύν πόθον· ἀλλὰ ἐγώ καθώς βλέπω, μᾶς ἐξέγραψες ἀπό τήν μνήμην σου καὶ ἀπό τὸν λογισμόν τῆς ψυχῆς σου· μᾶς ἐξέγραψες ὅμως ὡς ἀχρείους φίλους καὶ γνωρίμους ἀνωφελεῖς μᾶς ἐξέ-γραψες, νὰ εἰπῶ ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς ψυχῆς σου, καθώς ἄφηκαν ἄγραφα καὶ τὰ ᾿Αγραφα τοῦτα οἱ παλαιοί ἐκεῖνοι χωρογράφοι.
Ἔλα γοῦν, παρακαλῶ, ἔλα πρὸ τοῦ χειμῶνος ἢ νὰ εἰπῶ καλύτερα, πρό τοῦ θανάτου. Μήν ἀμελῆς ποτέ σου καί ὀκνεύης την συνομιλίαν τῶν πι στῶν φίλων καὶ τῶν γνωρίμων ἀδελφῶν τὴν συμβουλήν· μάλιστα δέ γίνου πρόθυμος πάντα εἰς ἐκείνους ὁπού σοῦ λέγουσι συμβουλευτικά «Οδεύσω-μεν, ἀδελφέ ὀδεύσωμεν εἰς τὰς ἁγίας αὐλὰς τοῦ Κυρίου καὶ μὴ εἰς τὰς ἐμπαθεῖς αὐλάς τοῦ κόσμου τούτου καί τοῦ κοσμοκράτορος διαβόλου».
Εἰς τοιούτων φίλων συμβουλήν πρέπει νὰ εὐφραίνεται ἀδελφέ το πνεῦμα σου πάντα καί ἡ καρδία σου να συγχαίρεται, καθώς ὀρίζει εἰς τοὺς
Ὁ Ἰωάννης ἱερέας εἶναι μια ἐξέχουσα προσωπικότητα στα Τρίκκαλα καί το 1669 ὑπηρετεῖ ὡς ἐφημέριος στον Ἱερό ναό τῆς ᾿Αγίας Μαρίνας, μια πολύ καλή θέση στη Μητρόπολη Τρίκκης. Εἶχε ἕνα γιό, τὸν Θεοδόσιο, ποὺ γιὰ ἀνώτερες σπουδές ἔστειλε στη σχολή Βραγκιανῶν κοντά στους μεγάλους τότε διδασκάλους πού τήν διεύθυναν, Εὐγένιο Γιαννούλη καὶ ᾿Αναβαθμούς ὁ Θεῖος Δαβίδ ἢ νὰ εἴπω, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τὸ διὰ τῆς γλώσσης λαλοῦν ἐκείνου.
᾿Από τὴν ἀνήλιον καί σκοτεινήν Γούβαν τῶν Βρανιανών αχέθ΄ (1669).
Ὁ Εὐγένιος ὑμέτερος ἀδελφός καί εὐχέτης
Τον πάντιμον γέροντα (…) διά τοῦ τιμίου σου εὐχόμεθα στόματος, ὁμοίως καί τήν μητέρα σου.
Τοῦ εὐλαβεστάτου ἱερέως κυροῦ Ἰωάννου εὐλαβῶς δοθήτω εἰς τὴν ᾿Αγίαν Μαρίναν». Ἡ διεύθυνση ήταν πάντα γραμμένη ἔξω ἀπὸ τὸ γράμμα γιὰ νὰ τὸ δώση ὁ κομιστής στον παραλήπτη.
β) Εὐγένιος Γιαννούλης – Ἰωάννην ἱερέα Τρίκκαλα
«Διὰ νὰ μὴν ἀποκριθοῦμεν εὐθὺς εἰς τὸ τίμιον γράμμα τῆς ἀγάπης σου,
θέλει ὑποπτεύσει, λογιάζω, εἰς ὑμᾶς οὐ μόνον ἀφιλίαν ἀλλὰ καὶ ἀμέλειαν καί θεομισή τινά ὑπεροψίαν, ὁ μή γένοιτο. Εγώ εὐγενέστατε κύριε (…) εἰ χρή τἀληθές εἰπεῖν, χωρίζοντας ἀπό τήν κοινήν πανύγηριν τοῦ Μοσχολου-ρίου ἀνέβηκα εἰς τὰ βουνὰ τοῦτα τῶν ᾿Αγράφων, ὁπού καὶ αἱ γίδες, καθώς λέγει ὁ λόγος, τα μισοῦσι διὰ τὴν τραχύτητα. Δέν εἴδαμεν ὅμως οὐδεμίαν ἡμέραν καλήν· μήτε νόστιμον, καθώς ἡ ποίησις λέγει, ἀλλά ἡ ἀρρωστία ἡ μία ἀκόμη δὲν ὑγιάζεται καί ἄλλη ξαναφαίνεται χειρότερη τῆς προτέρας καὶ ἐξ ἐκείνης πάλιν ἄλλη ὁμοίως. Καί οὕτω διαβάζομεν τὴν ταλαίπωρον ταύτην καὶ ἀθλίαν ζωήν μὲ κακές ἡμέρες ἐξ ὧν μόνον αὐτός ὁ νεκρούς ἀναστών Χριστός ἢ κανένας μαθητής ἐδικός του με θείαν τινά και παντο-δύναμον χάριν να θεραπεύσῃ τα πάθη μας. Εἰς τοῦτα γοῦν εὑρισκόμε-στεν ἕως ὁπού λειτουργήσωμεν τον κοινόν τῆς φύσεως νόμον καὶ τὴν ὀφειλομένην καί κοινήν τοῦ βίου τελευτήν· γένοιτο γοῦν μόνον θεαρέστως καὶ ἐλευθέραν ἀγνοημάτων.
Διὰ τὰ βιβλία γοῦν ὁποῦ ὥρισεν ἐλπίζομεν εἰς αὐτὴν μετά Θεόν καί εἰ μέν εὐρεθῶσι, τῷ Θεῷ χάρις, εἰ δὲ καὶ ἀποτύχωμεν, ὅμως γένοιτο ύπο-μονή· ἄς εἶναι καλά ὁ Πανιερώτατος ὁποὺ τὰ ἔχει καὶ θέλει μᾶς χαρίσει διά πολλήν του καλοσύνην τήν ἀνάγνωσιν τῶν ἐδικῶν του· δὲν ἐμάθαμεν ὅμως πολύν καιρόν πῶς εὑρίσκεται ἡ ποῦ· περί οὗ ἄς μὴν ὀκνεύσῃ να μᾶς φανερώσῃ διά τιμίου της γράμματος. Καί ταῦτα μέν.
Τον δε μικρόν Θεοδόσιον τὸν ἐμὸν καὶ σόν εὔχομαι· τήν παρακαλῶ ὅμως νὰ τὸν χαιρετήσῃ ἀπό λόγου μας ὁλοψύχως καὶ τυχούσαν καὶ ἄς τὸν ἀναγκάζῃ πάντοτε νὰ παιδεύεται με φιλοπονίαν καὶ εἰς τὴν τυχοῦσαν σπουδήν. ῎Ας ἔχῃ πρὸ ὀφθαλμῶν τῆς πατρικῆς εὐγενείας τὰ σύμβολα ὄχι εἰς τὰ ροῦχα ἀλλὰ εἰς τὴν τελειότητα τῆς ψυχῆς, εἰς τήν γνῶσιν τῶν θείων, καθ’ ἣν διαφέρουσιν οἱ ἄνθρωποι τῶν ἀλόγων ζώων· ἄς μὴν ἀκούη, μήτε ἄς μιμᾶται τοὺς ἀπαιδεύτους· ἄς γυμνάζεται τώρα εἰς τὸ τυχόν καί μετά ταῦτα θέλει ἀκούσει σύν Θεῷ καί τελειότερα, ὅτι ἡ ἀρετή καὶ τὰ ἄλλα τὰ καλά κατ’ ὀλίγον ὀλίγον ἀποκτίζονται καὶ ἔρχονται εἰς τελειοτέραν κατά-στασιν καί προκοπήν. “Ας τόν φυλάττη μετά Θεόν με πολλήν ἐπιμέλειαν ἀπὸ τὴν ἐπιβουλήν καὶ τὸν φθόνον τῶν ἐχθρῶν τοῦ σταυροῦ, διότι ὅταν εἶναι αἱ ἀρχαί τῶν πραγμάτων καλαί, το τέλος σύν Θεῷ γίνεται καλύτε ρον. Καί ταῦτα μέν κατά το παρόν, ἡ δὲ παντοδύναμος καί οὐράνιος χάρις νὰ τὴν περιέπῃ ὑγιαίνουσαν εἰς χρόνους πολλούς καὶ εὐτυχεῖς· ἀμήν.
Ὁ Εὐγένιος»
Ἔχουμε πάρα πολλά στοιχεῖα ἀπό τά γράμματα αὐτά. Θα μπορούσα-με να διακρίνουμε τα κυριότερα. Ήτοι: ὑπάρχει στενή φιλία τοῦ Ἰωάννη ἱερέα Μεροκοβίτου μὲ τὸν Εὐγένιο Γιαννούλη, τη μαεστρία τοῦ λόγου στο μεγάλο δάσκαλο. Τονίζει ἀπό τήν «ἀνήλιον καί σκοτεινήν Γούβαν τῶν Βρανιανών…». Γνωρίζομε ὅτι ὁ μεγάλος σοφός δάσκαλος Εὐγένιος Γιαν-νούλης, ἂν δὲν εἶχε κυνηγηθῆ ἀπό συμφέροντα ἐπιόρκων τῆς ἐποχῆς του «θα μπορούσε να κάνει λαμπρή σταδιοδρομία στην Εκκλησία και στην ἐκπαίδευση»994. Πάντοτε ἡ ἴδια σχέση σε ὅλες τίς ἐποχές, πάντοτε ἐπι-κρατοῦν οἱ μέτριοι ἴσως καὶ ἄσχετοι παντοῦ· αὐτό διαφαίνεται ἀπὸ τὴν ἱστορία σὲ ὅλες τίς ἐποχές χωρίς φυσικά ὁ κανόνας νὰ μὴν ἔχει καὶ ἐξαι-ρέσεις.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο εἶναι στὸ ἔτος 1669, ὅπου ζεῖ ἡ μητέρα τοῦ Ἰωάννη ἱερέα ποὺ τὴν ἔχει, ὅπως φαίνεται, μαζί του στα Τρίκκαλα. Σε ἐπιστολή πάλι τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη στα 1662 πρός τον Πατριάρχη Ρωσίας γίνε-ται λόγος γιὰ τὸν Ἰωάννη ἱερέα. Ήταν αὐτή τὴν ἐποχή στη Ρωσία ὁ Ἰωάν-νης καὶ ἔφερε γράμματα τοῦ Πατριάρχη Νίκωνα μαζί μέ ἕναν ἄλλον Τρικ καλινό ἱερομόναχο, τον Ματθαῖο, στὸν ἁγιογράφο ᾿Αθανάσιο ἀπό τήν Ζάκυνθο, γιὰ νὰ πάη στη Ρωσία νὰ ἁγιογραφήση ναούς ἢ νὰ διδάξη ἴσως καὶ τὴν ἀγιογραφία, ἀφοῦ τὸν συστήνει ὁ ἴδιος ὁ Εὐγένιος Γιαννούλης: «(…) Ἔστι δὲ καὶ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς ζωγραφίας ἱκανῶς ἐπιστήμων, δι’ ἧς εἰς θεωρίαν τὸν εὐσεβῆ καί δόκιμον ἄγει χριστιανόν καὶ εἰς ἀληθῆ καί ἀδιάψευστον γνῶσιν τῶν πρωτοτύπων (…)».
Ὁ Ἰωάννης εἶναι μεταξύ τῶν προσωπικοτήτων που δεσπόζουν στη Μητρόπολη Τρίκκης και στὸν εὐρύτερο Θεσσαλικό χῶρο αὐτή τήν ἐποχή.
δ) Θεοδόσιος υἱός Ἰωάννου ἱερέως, Μεροκοβίτης
Εἶναι υἱός τοῦ Ἰωάννου ἱερέως Τρίκκης ποὺ ἦταν υἱός τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεροκοβίτη. Εἶναι ἐγγονός τοῦ ἱερομονάχου Θεοδοσίου Μεροκοβίτη τοῦ ἀντιγραφέα – καλλιγράφου, τοῦ ὁποίου φέρει τὸ ὄνομα ὄχι καί τή χάρη ἀπὸ τὰ ὅσα διαφαίνονται στὴν ἀλληλογραφία τῶν διδασκάλων του.
Τὴν ἐγκύκλιο παίδευση τὴν ἔλαβε στην ἰδιαίτερη πατρίδα του καί με-τέπειτα ἐστάλη ἀπό τὸν εὐσεβή πατέρα του, Ιωάννη ἱερέα καί λόγιο, στούς σοφούς τότε διδασκάλους, Εὐγένιο Γιαννούλη καὶ ᾿Αναστάσιο Γόρ-διο, στη σχολή Βραγκιανῶν, ὅπου παρακολούθησε ἀνώτερες σπουδές. Ὁ μεγάλος Εὐγένιος γράφοντας εἶδαμε παραπάνω στην τελευταία άχρονολόγητη ἐπιστολή στον πατέρα του, πολλή αγάπη φανερώνει για τον Θεο-δόσιο να λάβει μόρφωση ὅπως ἔπρεπε ἔχοντας πολύ περισσότερο ένα λόγιο πατέρα. Ὅπως φαίνεται τέλειωσε τίς ἐκεῖ σπουδές του καί ἀργότερα μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη, στη μεγάλη τοῦ Γένους Πατριαρχική Σχολή, ὅπου συστήνεται ἀπό τόν Εὐγένιο Γιαννούλη στὸν ἐκεῖ εὐρι-σκόμενον μεγάλο δάσκαλο τοῦ Γένους γνωστό Ἰωάννη Καρυοφύλλη. Σε γράμμα τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη πρὸς τὸν Ἰωάννη Καρυοφύλλη που το μεταφέρει ὁ ἴδιος ὁ Θεοδόσιος τοῦ ζητά νὰ τὸν βοηθήσει: «Εἷς μὲν τῶν φίλων τούτων και λίαν γνωρίμων, ἔστι δ’ εἰπεῖν καὶ μαθητῶν, ὁ παρών οὗτος Θεοδόσιος ὀνόματι ὁ νῦν σοι τὰ παρ’ ἡμῶν ἐγχειρίζω γράμματα, Τρίκκης δὲ τῆς περιφήμου καί γέννημα πέφυκε καί γνήσιον θρέμμα (…) δειξάτω καὶ ἐπὶ τὸν ρηθέντα Θεοδόσιον σπλάχνα παρακαλώ θεοφιλῆ καὶ φιλάνθρωπα (….) aleph^ 100
᾿Από ὅ,τι φαίνεται παρακάτω ἄφησε ὁ Θεοδόσιος τα γράμματα, δέν πρόκοψε οὔτε βάδισε στα βήματα τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ παππού του μεγάλου καλλιγράφου Θεοδοσίου ἔτσι ποὺ ὁ δάσκαλός του ᾿Αναστάσιος Γόρδιος ἀπὸ τὴν ᾿Αρτα στις (27-4-1678) γράφει στον Εὐγένιο Γιαννούλη (περίλυπος ἀπό σεβασμό στο λόγιο ἱερέα Ἰωάννη): (…) «῎Ας ήξεύρη καί τοῦτο ἀκόμη, τὸ ὁποῖον εἶναι βέβαιον καί ἐξαιρεῖται ἀπό τοῦτα ὁπού ἐσυνάξαμεν διά τῆς ἐπαγωγῆς ὡς ἀβέβαια, ὁ υἱός τοῦ παπα-Ιωάννου ἀπό τα Τρίκκαλα, ἐκεινοῦ τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου, ὁ λεγόμενος Θεοδόσιος, παρ’ αὐτῆς δὲ ποτε ἄσωτος ἐπικληθείς υἱός, ἦτον εἰς τὴν Πόλιν «, ἀλλά δέν ηύρε καμίαν τέχνην νά κάμῃ καὶ πάλιν ἐγύρισεν ἐδῶ εἰς τὴν ᾿Αρταν, όπού ἦτον συνηθισμένος, γυμνός καί τετραχηλισμένος, ἀσωτίαν ἐπ᾿ ἀσωτίᾳ προστιθείς, ὅστις τὴν προσκυνάει κατά πολλά. Ταῦτα μὲν κατά το παρόν καί τῶν δεόντων μακρότερα αἱ δὲ ἄγιαι καί θεοπειθεῖς αὐτῆς εὐχαί εἴησαν μεθ’ ἡμῶν.
Ἔξ Άρτης αχοη΄ ἀπριλίου κζ
Ὁ μικρότατος δοῦλος της ἱεροδιάκονος ᾿Αναστάσιος»
Ἴσως ἀπορήσει ὁ ἀναγνώστης γιατί συμπεριέλαβα τον Θεοδόσιο υπό Ἰωάννου ἱερέως Μεροκοβίτη στο βιβλίο καί μάλιστα στο κεφάλαιο τῶν Λογίων. ᾿Απλά σκέφθηκα ὅτι πρέπει να δούμε καὶ τὴν ἄλλη όψη στη ζωή ἑνός Μυροφυλλίτη τοῦ 17ου αἰώνα για παραδειγματισμό, ἐκτός ἀπό τήν πληροφόρηση γιὰ ἐκείνη τήν ἐποχή. Καθένας διαβάζοντας την βιογραφία σε συνάρτηση βέβαια μέ τή βιογραφία τοῦ πατέρα καὶ τοῦ παπποῦ του σίγουρα ἐξάγει κάποια συμπεράσματα, γιὰ νὰ ἀκολουθήση το δρόμο τῆς ἀρετῆς, τὸ δρόμο τῆς ἐργασίας, τῆς προκοπῆς.
ε) Θεόδωρος ἱερόπαις Μεροκοβίτης
Ὁ Θεόδωρος ἱερόπαις εἶναι ἀδελφός τοῦ Χριστοδούλου ἱερομονάχου Μεροκοβίτου καί θεῖος τοῦ ἱερέα Ἰωάννη πού εἶναι υἱός τοῦ Θεοδοσίου Μεροκοβίτη. Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ἔχουμε ἀπό ἀλληλογραφία μεταξύ λογίων. Ἐξάγεται λοιπόν το συμπέρασμα ὅτι ὁ Θεόδωρος, ὁ Χριστόδουλος καί ὁ κωδικογράφος – ἱρομόναχος Θεοδόσιος Μεροκοβίτης που τον περιγράψα-με πρώτον στο κεφάλαιο τῶν λογίων Μεροκοβιτών εἶναι ἐξαδέλφια μεταξύ τους.
Πότε γεννήθηκε δέν γνωρίζουμε ἀλλά πρέπει νὰ ἔχη μια μικρή διαφο-ρά μέ τό Θεοδόσιο τον ξάδελφό του που περιγράψαμε. Τήν μόρφωσή του σίγουρα τὴν ἔλαβε στη σχολή Μεροκόβου κοντά στον Μάξιμο τόν Πελο-ποννήσιο μὲ ἀφετηρία, ὅπως ὅλα δείχνουν, το μοναστήρι τοῦ Μυροφύλ-λου.
Ἡ προσωνυμία του «ἱερόπαις» ἐξυπακούεται ὅτι ὁ πατέρας του ήταν ἱερεύς, ἕνα ἀκόμη στοιχεῖο πού συνηγορεί στη μόρφωσή του στη Σχολή Μεροκόβου κοντά στο μεγάλο δάσκαλο Μάξιμο.
᾿Αργότερα φεύγει ἀπό τὸ Μερόκοβο καὶ ἐγκαθίσταται στα Τρίκκαλα χωρίς να γνωρίζουμε τί ἐπάγγελμα ἔκανε. Ὁ Θεόδωρος ἀλληλογραφεῖ με το μεγάλο δάσκαλο τοῦ Γένους ᾿Αναστάσιο Γόρδιο· σε ἐπιστολή στις (1-4-1683) ζοῦσε αὐτή τὴν ἐποχή στα Τρίκκαλα και ἦταν κάτοχος βιβλίων. “Αν κρίνουμε ἀπό τίς διασυνδέσεις του με το Γόρδιο, τήν κατοχή βιβλίων αὐτὴ τὴν ἐποχή, την συγγένειά του και την προσωπικότητα τοῦ ἀδελφοῦ του Χριστοδούλου, πρέπει καί ὁ ἴδιος νὰ εἶναι μορφωμένος, ἐξέχουσα προσωπικότης, καλλιεργημένος χαρακτήρας, προδίδουν ὅλα μαζί ἀφετηρία τὴν Ἱερά Μονή Μεροκόβου. Ένας βλαστός τοῦ φυτωρίου τῆς Μονῆς πού δέ γνωρίζουμε τί μπορεῖ νὰ φέρη ἡ ἔρευνα στο μέλλον γιὰ τὴν οἰκογένειά του καί τή δραστηριότητά του.
στ) Χριστόδουλος ἱερομόναχος – λόγιος Μεροκοβίτης
Ὁ Χριστόδουλος ἦταν ἀπό τὸ Μερόκοβο, σίγουρα βλαστός στη χορεία τῶν λογίων τῆς Ἱ. Μονῆς ᾿Αγίου Γεωργίου τῆς γενέτειράς του. Ήταν άδελ φός τοῦ λόγιου Θεοδώρου ἱερόπαιδα τοῦ Μεροκοβίτου ἀπ’ ὅπου μαρτυ ρεῖται ὅτι ὁ πατέρας τοῦ Χριστοδούλου ἦταν ἱερεύς. Εἶναι ἐξαδέλφια μέτὸν ἱερομόναχο Θεοδόσιο καλλιγράφο κωδίκων.
Εἶναι ἔγγαμος, μετά τή χηρεία γίνεται ἱερομόναχος, ἔχει τέσσερα παι διά, τρεῖς υἱούς και μία θυγατέρα που παντρεύτηκε τόν ἱερέα Νικόλαο Μεροκοβίτη κωδικογράφο καί ἀρτοποιό. Γιά τους τρεῖς υἱούς του θά άνα-φέρουμε παρακάτω ξεχωριστά και γιὰ τὴν κόρη, ἐκτός τοῦ γάμου της, δέν ἔχουμε ἄλλες πληροφορίες.
Ὁ Χριστόδουλος ἦταν ἤδη ἱερεύς στο Μυρόφυλλο και ἱερομόναχος στο μοναστῆρι τοῦ χωριοῦ κατά τὸ ἔτος 1674, ὅπως καταμαρτυρείται στην ἐπιστολή τοῦ ἱερομονάχου ᾿Αθανασίου Λιοντάρη Μεροκοβίτη (βλ. παρα-κάτω 16-3-1674): «(…) ᾿Ασπάζομαι καί προσκυνώ διὰ σοῦ τὸν πανοσιώτα-τον ἐν ἱερομονάχοις καὶ αἰδεσιμώτατον κύριον Χριστόδουλον, δι’ αὐτοῦ μὲν καὶ τὴν τῶν πατέρων ἀδελφότητα διὰ σοῦ δὲ καὶ τὴν τῶν ἱερέων (…)».
᾿Από τα παραπάνω αὐτή τή χρονολογία ὑπάρχει στο μοναστῆρι τοῦ Μυροφύλλου ἀδελφότητα μοναχῶν καί στο χωριό ἀδελφότητα ἱερέων ἕνα πολύ συνηθισμένο γιά τήν ἐποχή τους φαινόμενο103, νὰ ὑπάρχη πληθώρα ἱερέων. Ἔτσι κρατήθηκε το Ελληνικό γένος προπάντων ὅπου ὁ χριστιανι κός πληθυσμός δέν ἦταν ἀμιγής καί ἡ καταπίεση τοῦ Ὀθωμανοῦ δυνάστη φοβερά.
Ὁ Χριστόδουλος ἔλαβε ἄρτια μόρφωση στη σχολή Μεροκόβου ἀπό το Μάξιμο Πελοποννήσιο ἢ καὶ στη σχολή Τρίκκης ὅπου αὐτὴ τὴν ἐποχή διδάσκονται «τά ἱερά γράμματα» καί ὑπάρχουν ἀντιγραφεῖς κωδίκων στα πλαίσια καλλιγραφικῶν «ἐργαστηρίων» 104. Από τα χρονολογημένα γράμ-ματα τῶν ἀλληλογράφων του πρέπει να γεννήθηκε γύρω στα τέλη του 16ου ἤ ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα.
Ἔδωσε ἄριστη μόρφωση στα παιδιά του στέλνοντάς τα γιὰ ἀνώτερες σπουδές στη σχολή Βραγκαινών κοντά στούς μεγάλους διδασκαλους τοῦ Γένους Εὐγένιο Γιαννούλη και ᾿Αναστάσιο Γόρδιο. Κοντά στο ἔτος 1676 ἀπό ὅ,τι καταμαρτυρεῖται στα γράμματα τοῦ ἱερομονάχου ᾿Αθανασίου Λιοντάρη, συγχωριανού του, που τα στέλνει ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στον ἴδιον ὅσο καί στο γαμβρό του Νικόλαο ἱερέα, προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ αὐτοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ τοῦ μοναστηριού τοῦ χωριοῦ, Γέροντος Παϊσίου. Ὁ ἱερομόναχος Παΐσιος ὑποστηρίζεται ἀπό τὸν ἱερομόναχο Α-θανάσιο Λιοντάρη, πού εἶναι πνευματικό του παιδί ἀλλά καί ἀπό τήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς. Μάλλον αὐτή εἶναι καί ἡ αἰτία που μετώκησε στα Τρίκαλα ὅπου τον βρίσκουμε νὰ ὑπηρετῆ ὡς ἱερεύς στο ναό τοῦ ᾿Α-γίου Νικολάου πού ἦταν τότε ὁ Μητροπολιτικός Τρίκκης.
Προσπαθεῖ νά τούς συμβιβάση ὁ ἱερομόναχος ᾿Αθανάσιος δίνοντας το δίκαιο στὸν ἱερομόναχο Παΐσιο.
105 Στα Τρίκαλα ὁ ἱερεύς Χριστόδουλος εξελίσσεται περισσότερο σε ἐξέχουσα προσωπικότητα που στέλνει καὶ λαμβάνει βιβλία κατατασσόμενος σήμερα ἀπὸ τοὺς ἐρευνητάς 5 στοὺς λόγιους τοῦ 17ου αἰώνα που διακι νοῦσαν χειρόγραφα στήν κεντρική Ἑλλάδα· εἶχε σημαντική συλλογή βι-βλίων σπάνιο γιὰ τὴν ἐποχή. ᾿Από τη γνωστή ὡς τα σήμερα ἀλληλογραφία λογίων ὁ Χριστόδουλος, σημαίνουσα προσωπικότητα, ἀλληλογραφεῖ με ἐξέχοντας Διδασκάλους ὅπως: Εὐγένιον Γιαννούλην, ᾿Αναστάσιον Γόρ-διον, Νικόδημον Μαζαράκην, ᾿Αθανάσιον Λιοντάρην, Γρηγόριον Σκιαδό-πουλον καί λοιπούς. Στήν ἀλληλογραφία λογίων πού ἀλληλογραφοῦσαν μέτον πνευματικό κόσμο τῶν Τρικάλων, λαϊκούς καὶ ἱερωμένους, πάντοτε βρίσκουμε χαιρετίσματα στον ἱερομόναχο Χριστόδουλο.
Ἡ διένεξη μὲ τὸν ἱερομόναχο Παΐσιο τῆς Ἱ. Μονῆς Μεροκόβου εἶναι αἰτία ποὺ ἀποτραβιέται ὄχι στο μοναστῆρι τοῦ χωριοῦ του ἀλλά στην Ἱερά Μονή Αγίου Βησσαρίωνα Δουσίκου μέχρι το τέλος τῆς ζωῆς του, ὅπου ὑπάρχει κτητορικό σημείωμά του σε βιβλίο σήμερα 106. “. ᾿Από τήν ὅλη άλλη-λογραφία τῶν λογίων σκιαγραφεῖται ὁ Χριστόδουλος ὡς ἄνθρωπος με εἰλικρινή χριστιανικά βιώματα βάθους οὐχί ὑποκριτικά καί ἐπιφανειακά.
Παραθέτω δύο ἐπιστολές 107 πρός το Χριστόδουλο ἱερομόναχο Μερο-κοβίτη, μία τοῦ Εὐγενίου Γιαννούλη, ἡ ἄλλη τοῦ ᾿Αθανασίου Λιοντάρη, τρεῖς τοῦ ᾿Αναστασίου Γορδίου καὶ μία τοῦ Χριστοφόρου ἱερομονάχου.
Επιστολή 1η
Εὐγένιος Γιαννούλης Βρανιανά 9 Ιουλίου 1681 πρός τόν Χριστόδου-λον ἱερομόναχον Τρίκκαλα
«Ὁσιώτατε ἐν ἱερομονάχοις καί πνευματικοῖς, ἀνδράσι κύριε Χριστό-δουλε, ὑγίαινε κατά τον διπλοῦν ἄνθρωπον καὶ εὐοδοῦ εἰς τὴν κατά Χρι-στον ζωήν μὲ ὅσους ἀγαπᾶς.
Ἠξιωθήκαμεν σύν Θεῶ τῶν τιμίων γραμμάτων τῆς ἀγάπης σου και ἐγνωρίσαμεν δι’ αὐτῶν τὰς ὑγείας της καὶ ὅπως ἔχει μέχρι τοῦ παρόντος· καὶ πάλιν, ὅταν ὁρίσῃ, ἄς γράψη πρὸς ἡμᾶς (ἂν εἶναι δυνατόν, ἀγαποῦ-σαμεν νὰ τὴν ἰδοῦμεν αὐτοπροσώπως). ῎Ας μᾶς γράφῃ γοῦν, ἀλλὰ ἄς μήν μᾶς γράφῃ τόσα και τόσα ἀνθρώπους ἐμπαθεῖς καὶ μηδέν ὑγιές ἔχοντας ἤ ἄξιον λόγου καὶ γράμματος. Ἤκουσεν ἡ ἀγιωσύνη σου πολλάκις την εὐαγγελικήν παραίνεσιν τὴν λέγουσαν καί ταλανίζουσαν διὰ τοῦ οὐαί, ὅταν περισσεύσῃ τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου πλεῖον τῶν ἔργων· ἡ παγκό-σμιος κρίσις καί ὁ ἀπαραλόγιστος ἐκεῖνος κριτής ἀποποιεῖται, καθώς ἤ-κουσε, καὶ τοὺς θαυματουργούς. ᾿Αλλ’ αὐτή καθώς φαίνεται ἠπατήθη καί θαυμάζει σκιάς μόνον κούφους· ἀλλά ὡς φαίνεται, κάνει τοῦτο ἀπό πολ-λήν της καλοσύνην καὶ ἁπλότητα καὶ ὁρίζει ἐκεῖνα ὁπού ὁρίζει. Ἡ ἀγιότης γοῦν εἰς τοὺς καθ’ ἡμᾶς χρόνους ἔφυγεν ἀπό τήν πολιτείαν τῶν ἀνθρώπων μέ ὅλα τὰ καλά· διατί, ἂν ἦσαν εἰς τοῦ λόγου μας τοιαῦτα θεοσεβή ἔργα και πράξεις καλές, δὲν ἤθελαν μᾶς περικυκλώσει τοιαῦτα κακά.
Ὁ Γεώργιος ὅμως ὁ ἐδικός της ὡσάν νέος εἶναι καί φύσει φιλόϋπνος ἀλλὰ δὲν τὸν ἀφήνουν να κάμῃ ἐκεῖνα ὁπού θέλει. Καί ταῦτα μέν βιαίως ἐγράψαμεν.
᾿Από τα Βρανιανά αχπα΄ Ἰουλίου θ΄
Ὁ Εὐγένιος ὑμέτερος ἀδελφός καὶ εὐχέτης.
Καί ἐγώ ὁ γράψας ᾿Αναστάσιος ἀσπάζομαι τὴν ἁγιωσύνην σου εύλα-βῶς καὶ ἂς μοῦ συμπαθήσῃ, ὁποὺ δὲν τῆς ἔγραψα χωριστά ἀπό κάποιες φροντίδες· ᾶς εἶναι ὅμως το παρόν κοινή ἀπάντησις παρ’ ἀμφοτέρων· ἀσπαζόμεθα δὲ δι’ αὐτῆς καὶ τὸν παπά-κύρ Νικόλαον.
Εἰς τὰς χεῖρας τοῦ πανοσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῖς πατράσι κυρίου Χριστοδούλου τοῦ Μυροκοβίτου ὑγιῶς δοθείη εἰς τὰ Τρί-καλα ἢ ὅπου ἄν τύχη».
Στο γράμμα αὐτό, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὁ Γεώργιος εἶναι ὁ υἱός του, ὁ «παπά-κύρ Νικόλαος» εἶναι ὁ γαμβρός του ὁ κωδικογράφος. Το ύστερό-γραφον εἶναι τοῦ ᾿Αναστασίου Γορδίου που διακονεῖ στὴν ἀλληλογραφία το σχολάρχη Εὐγένιο Γιαννούλη.
Επιστολή 2η
᾿Αθανάσιος Λιοντάρης
Κωνσταντινούπολις 1-7-1676 πρός τόν Χριστόδουλον ἱερομόναχον
Τρίκκαλα ή Μερόκοβο
«Πανοσιώτατε ἐν ἱερομονάχοις καί αἰδεσιμώτατε, κύριε κύριε Χριστό-δουλε, τὴν σὴν πανοσιότητα ἀσπάζομαι καί προσκυνῶ τοῦ Κυρίου δεόμε-νος ὑπέρ τῆς σῆς ὑγείας.
Το τίμιον καὶ παμφίλτατον γράμμα της ἔλαβον καὶ τὴν ὑγείαν της ἐχάρην, ὅσον διά τον πόνον τῶν ποδιῶν ἔχει ὑπομονήν, ἐπειδή περ καὶ ἐν θλίψοις μεμνήμεθα τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐγώ δι’ εὐχῶν σας Θεοῦ χάριτι ὑγιαίων μετρίως τῷ σώματι. Λυπούμαι λίαν εἰς τήν μεταξύ ὑμῶν διαφωνίαν καὶ τὰ σκάνδαλα, ὁπού ἔχετε μετά τοῦ πατρός Παϊσίου. Ἡμεῖς οἱ κηρύσσοντες μετάνοιαν καί ἄφεσιν ὀφλημάτων, ἀλλήλους μισούμεν; Οἱ ἑρμηνεύοντες τούς ἄλλους, ἀλλήλους ἀπεχθαίρομεν; Οἱ ἀδελφοί καί συμβιοῦντες, οἱ καταλιπόντες πάντα καὶ ἀκολουθήσαντες Χριστῷ τῷ κηρύσσοντι εἰρήνην τοῖς μαθη-ταῖς αὐτοῦ καὶ λέγοντι ὅτι «ἐν τούτῳ γνώσκονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστέ, ἐὰν ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» τὰς σάρκας ἀλλήλων, εἰ μᾶλλον εἰπεῖν τὰς ψυχάς, κατεσθίετε; Εάν δε πάλιν ἐθελήσῃ τις τὰ περί τῆς ἀγάπης, τῷ ἀποστόλῳ ρηθέντα ἀπαριθμῆσαι ἐπιλείψει τοῦτον ὁ χρόνος διηγούμενον. Διά τοῦτο οὖν λίαν λυπούμαι περί τούτου. Ἴσθι οῦν, σεβασμιώτατε πάτερ, ὅτι οὐ τοῦ πταίοντος μόνον τὸ ἁμάρτημα ἀλλά καί τοῦ μὴ βουλομένου τον ἐνόντα τρόπον ἀποδιώκειν καὶ ἀποφεύγειν το μίσος καὶ ὑποχωρεῖν τῶ ἀδελφῶ. ῎Αρα οὖν τὰ τῆς εἰρήνης διώκομεν κατά ἀλλήλων οἰκοδομής προχωροῦντες; Ἔκκλινον ἀπό κακοῦ φησί καί ποίησον ἀγαθόν. Εἰ γάρ καὶ οὐκ αἴτιος σκανδάλου ἀλλά γενοῦ αἴτιος ἐρεύνης ἵνα καὶ μακαρισμού θείου ἀξιωθῆς παρά Χριστοῦ, μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί καί τὰ ἐξῆς. Σύγ-γνωθι δέ μοι, πάτερ, βουληθέντι περιπτολογήσαι παρά τοῦ δέοντος.
Περί δὲ τῆς παρά Θεοῦ ἀξιώσεως τοῦ μεγίστου βαθμοῦ παρακαλώ σε πλέον νά μήν μὲ τὸ γράψης ὅτι πλέον λυποῦμαι πῶς δέν θέλω τίς ἀποκρι-θῆ.
Τὸν οὐ ποτέ μόνον ἀλλὰ καὶ νῦν ἀδελφόν ἠγαπημένον Ἰωάννην ἱερέα καί δευτερεύον(τα) ἀσπάζομαι διά τῆς ἱερᾶς σου φωνῆς. Περί τῆς συνδρο-μῆς καὶ βοηθείας τῶν μοναστηρίων, ὅσον ἀπὸ τοῦ λόγου μου, δέν ἡμπορῶ να βοηθήσω τίποτε διά τό ἀλλότριο τοῦ τόπου, πλήν ἡ θεία δύναμις να συνεργήση εἰς τοῦτο.
Ταῦτα μὲν διά τοῦ παρόντος καί ὑγιαίνοις μοι, προσφιλέστατε πάτερ ξύν Θεῷ ρωννύμενος.
αχοστ΄ Ἰουλίου α ἱσταμένου
Ὁ εἰς τοὺς ὁρισμούς τῆς σῆς πανοσιότητος
᾿Αθανάσιος ἱερομόναχος.
Τῷ πανοσιωτάτῳ ἐν ἱερομονάχοις καὶ αἰδεσιμωτάτῳ κυρίῳ κυ-ρίῳ Χριστοδούλῳ τῷ περιποθήτῳ μοι ἐν Χριστῷ αἰσίως καὶ εὐλα-βῶς».
Στὴν ἐπιστολή τοῦ ἱερομονάχου ᾿Αθανασίου πρός τόν Χριστόδουλον ἔχουμε ἀρκετά ἐκτός τῶν ἄλλων στοιχεία. Ήτοι ὁ Χριστόδουλος πάσχει στα πόδια· ἴσως εἶναι ρευματισμοί πού προϋποθέτουν μεγάλη ἡλικία. Η διαφωνία μὲ τὸν ἱερομόναχο Παΐσιο τοῦ μοναστηριού τοῦ χωριοῦ εἶναι διάχυτη στο γράμμα. Ὁ Ἰωάννης ἱερέας καί δευτερεύοντας εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοδοσίου Μεροκοβίτου, ἤτοι εἶναι ἀνεψιός του. Ο Χριστόδουλος τέλος εἶχε ζητήσει ὁ ᾿Αθανάσιος στην Κωνστατνινούπολη να κάμη ἔρανο γιὰ τὰ μοναστήρια που δεν τα κατονομάζει, προπαντός δέν διευκρινίζει ἐάν εἶναι για το μοναστῆρι τοῦ Μυροφύλλου καὶ ἐκεῖνος δηλώνει άδυνα-μία. Σε ἄλλη ἐπιστολή 29-3-1679 ἀπό τὸν ᾿Αθανάσιο Λιοντάρη στο Νικό-λαο δίνεται ή πληροφορία ὅτι ὁ παπά-Χριστόδουλος μετά τη διένεξη φεύ-γει στην πόλη τῆς Λάρισας για να ξεφύγη τίς κυρώσεις τοῦ δυνατοῦ ἱερο-μονάχου Παϊσίου με τις πλάτες τοῦ ἐπισκόπου Καλαμπάκας Δανιήλ.
Βρανιανά ᾿Αναστάσιος Γόρδιος 29-10-1681 – παπά-Χριστόδουλος
Τρίκκαλα
Κώδ. 112406 Βρυξελλών, Β΄ μέρος, φ 2228 -φ 223β.
«Πανοσιώτατε ἐν ἱερομονάχοις και πνευματικοῖς πατράσι κύριε Χρι στόδουλε, εἴης μοι / υγιαίνων ἐν Χριστῷ καὶ εὐτυχῶν ἐν τοῖς καταθυ-μίοις./
Ἐλάβαμεν ἀγαθῇ τύχῃ τα πάντιμα γράμματα τῆς ὁσιότητός σου / τα διά τοῦ ἱερομονάχου κυρίου Ἰγνατίου πρὸς ἡμᾶς πεμφθέντα / καὶ ἐγνωρί-σαμεν δι’ αὐτῶν ὅσον ἦτον δυνατόν τὴν ὑγείαν της / καὶ τὰ κατ’ αὐτήν ὅπως ἔχει σύν Θεῷ κατά το παρόν, καί ἐχάρημεν ὡς / εἰκός ἦν. Πρό πάντων δέ καί μετά πάντων ἐχάρημεν μαθόντες / καί διὰ τῶν γραμμάτων αὐτῶν καὶ διὰ τοῦ κυρίου Ἰγνατίου τήν ἐπί τῆς / Μητροπόλεως τῆς Τρίκκης αὐτῆς ἐπάνοδον. Καί ἄλλων ἕνεκα πολλῶν, ἀλλά καί τοῦ δύνασθαι πρός ἀλλήλους ἀμοιβαδόν ἐκ τοῦ ῥάστου / γράφειν. Ὅπερ οὐκ ἐδυνάμεθα ποιεῖν ἐν τῇ προτέρα παροικία / σοῦ ὄντος. Γράφεις μου όμως περί τῶν βοτανῶν τῆς καθάρσεως, ὅτι / μήτε ἄνθρωπον ηύρε δόκιμον πρός τήν αὐτὴν ἐκλογήν, ἀλλά καί ὁ / καιρός ἐπέρασε. Λέγω γοῦν καὶ ἐγώ πρός τήν ἁγιωσύνην σου, ὅτι / καί ἡ ἐδική μου νόσος ἐπέρασε, καὶ ἄμποτε δι’ εὐχῶν της ἁγίων / νὰ μὴν ἤθελε ἐπανακάμψῃ ποτέ. “Ας ἔχωμεν ὑγείαν ἔως / τον καιρόν τοῦ Μοσχολουρίου, καί ἡ μοναχή της αὐτή θέλει μοῦ τὰ ψωνίσει, /ἢ καὶ ἐγώ μετ’ αὐτῆς. Με ἐχαιρέτησεν ἀκόμη καὶ ἀπό μέρους τοῦ / ἀγίου πρωτοπαπά, καὶ ἰδοὺ ὁποῦ τὸν ἀντιχαιρετῶ καὶ ἐγώ ὁμοίως, / πέμπω του καί ἐπιστολήν, καί τήν ἀκολουθίαν τοῦ ἁγίου ᾿Αχιλίου καὶ τοῦ / Οἰκουμε νίου ὁποῦ μοῦ ἐπαράγγελε να συνθέσω. Περί τῆς ὁποίας / ἂν καλά καί πρωτίτερα τοῦ ἀποκρίθηκα, πῶς δὲν εἶναι εἰς τὴν δύνα/μίν μου καθώς ἠξεύρει νὰ τὴν γραψω. ᾿Αλλά πάλιν ὕστερον / κατά την δύναμίν μου την ἔγραψα.
“Αν ὀρίσῃ να μάθῃ καὶ / τὸ αἴτιον ἡ πρός αὐτὸν τὸν ἅγιον πρωτοπα πᾶν ἐπιστολή θέλει / τῆς το φανερώσει. “Ας ήξεύρει ὅμως πρός τούτοις, ὅτι ἡ ἀκολουθία εἶναι εἰς δύο τέτραδα γραμμένη ἀπαραλλάκτως. Τὸ ἕνα γράμμα ἐδικόν μου, καί τό ἄλλο τοῦ υἱοῦ της τοῦ Γεωργίου. Καί ἄς τά δώσῃ / και τα δύο τοῦ ἁγίου πρωτοπαπά καὶ ἄς τὰ ἰδῆ, καὶ ἄς κρατήση το ἕνα / ἂν ὁρίσῃ καὶ τὸ ἄλλο ἄς μᾶς τὸ πέμψῃ ὀπίσω διὰ τοῦ ἱερομο/νάχου κύρ Ἰγνατίου.
Πέμψε μου καί ἡ ἁγιωσύνη σου διὰ τοῦ αὐτοῦ / παρακαλοῦμεν, δέκα δράμια ἤ καί περισσότερα μαστίχην. Ο υἱός της Γεώργιος φιλομαθής μέν ὡς καὶ πρότερον, οὐ φιλόπονος δέ / ἅπερ καὶ ἀτελῆ δοκοῦσιν εἶναι θάτε-ρον παρά θάτερον προϊόν/τος μέν τοι τοῦ χρόνου ἐλπίζομέν τινα προκο-πήν παρ’ αὐτοῦ.
Ο Δι/δάσκαλός μας την χαιρετάει δι’ ἐμοῦ ἀκριβῶς. Ἤθελε τῆς γράψει καί χωριστά, ἂν ἦτον εἰς τὴν δύναμίν του· ἀλλά διά νά μήν δίνε ται, σιωπά.
Ταῦτα μὲν κατά το παρόν, καὶ πάλιν ἄς ἔχωμεν / τίμιά της γράμματα.
᾿Από Βρανιανών
αχπα” Οκτωβρίου κθ /
Ὁ ἐν ἱερομονάχοις ἐλάχιστος καί ὑμέτερος ἐν Χ(ριστ)ῷ κατά πάντα
Αναστάσιος
προσθήκη. Τὸν εὐλαβέστατον ἐν ἱερεῦσι κύριον Νικόλαον ἀσπάζομαι διὰ τῆς ἱερᾶς / σου φωνῆς, εὐλαβῶς, ὁμοίως καὶ τὸν παπά κύρ Δημήτριον τον καλλιγράφον. / Ενθυμήσου καὶ διὰ τὸν κρόκον ὁποῦ σοῦ ἐπαραγγεί λαμεν. Πέμψον ἄν εἶναι / δυνατόν και το γράμμα εἰς τὰ Ἰωάννινα. /
Τῷ ὁσιωτάτῳ ἐν ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῖς πατράσι κυρίῳ Χριστοδούλῳ καὶ ἐφημερίῳ τῆς ἐν Τρίκκης Μητροπόλεως, ὑγιῶς καὶ εὐτυχῶς ἐγχειρισθείη».
Επιστολή 4η
Βρανιανά 16-12-1681 ᾿Αναστάσιος Γόρδιος – παπά – Χριστόδουλος Τρίκκαλα
Κώδ. 112406 Βρυξελλών φ 2238 – φ 224β, Β΄ μέρος.
«Τῷ ἐν ἱερεῦσι καὶ μοναχοῖς ἀνδρᾶσιν ὁσιωτάτῳ, καί ἡμετέρῳ ἐν Χῷ / φίλῳ πιστῷ καὶ ἀγαπητῷ κυρίῳ Χριστοδούλῳ, ᾿Αναστάσιος ὁ ἐν / ἱερονομονάχοις ἐλάχιστος, εὖ πράττειν.
Δειναί ἐπιδέξιαι φασίν αἱ εὔνοιαι καί φιλίαι οἱ ἀγάπαις να φθείρουσι δεκά σας τάς ψήφους τάς κρίσεις τούτου χάριν οὐ / δέ θαυμαστόν ὑπολαμ βάνω νὰ εἶναι τὸ νὰ νικηθῆ καί ἡ ὁσιότης σου / ὑπό τῆς περί ἐμέ εὐνοίας, εἰς τόσον ὁποῦ νὰ γράφῃ ὑψηλά / καί μεγάλα. ᾿Αφίνω να λέγω τὰ ἄλλα πάνυ πολλά γε ὄντα, / ἀλλὰ καὶ λογιότητας πρός τούτοις καί σοφότητας καὶ ὅσα τά / τοιούτου γένους, ὧν οὐδὲ κᾶν ὄναρ εἰς ὄψιν ἡμεῖς ἐλθεῖν ἐδυ/νήθημεν. Δέν πρέπει ὅμως νὰ ὑπερβαίνῃ τινάς τόσον μέ τούς λόγους τὰ πράγματα, διότι οἱ λόγοι ὅσον συμφωνούσι / μετά πράγματα, τόσον εἶναι καὶ ἀληθεῖς, καὶ ὅσον ἐκ τούτων ἀποδιίστανται, τόσον καί πρός το ψεῦδος ἀποκλινοῦσιν· ἀλλά ταῦτα / μέν οὕτως ἐκ πολλῶν ὡς φασιν ὀλίγα, τοῦ καιροῦ παραιτέρω γράφειν μὴ ἐπιτρέποντος, μή δέ πολλά περί τούτων φιλο/σοφεῖν.
Περί δὲ τοῦ φιλτάτου αὐτῆς υἱοῦ Γεωργίου τοῦ νῦν παρ ἡμῖν μαθη-τεύοντος ἄς ἠξεύρει ὅτι ὑγιαίνει, καί σπουδάζει ὅσον / τὸ ἐπ’ αὐτῷ νὰ φιλιωθῇ μὲ ταῖς μούσαις δι’ εὐχῶν της. ᾿Αλλά / δεῖται συνεχώς τοῦ παρ’ ἡμῶν κέντρου, καὶ τῆς πρὸ τὰ μαθήματα / προτροπῆς. Ο καὶ μετά τῆς ἐνούσης ἡμῖν προθυμίας ἀόκνως ποι/οῦμεν, καί ποιεῖν οὐκ ὀκνήσομεν ἄχρις ἄν μένοι παρ’ ἡμῖν. / Ἤθελα γράψη τῆς ὁσοιότητός σου και περί τούτου πολλά, ἀλλά / τοῦ διακομιστοῦ τὸ ἀνοίκειον μοῦ ἀνακόπτει την προθυμίαν. / Καί πάλιν ἄν τύχω διακομιστοῦ οἴκους και πιστοῦ, θέλω τῆς γρά/ψε διεξοδικώτερον.
Ἔλαβα όμως διὰ τοῦ ἱερομονάχου κύρ / Ἰγνατίου, την τε μαστίχην καὶ τον κρόκον καί εὐχαριστῶ τὴν ἀγάπην της, ὁποῦ δὲν ὤκνευσε νὰ μοῦ τὰ φροντίσῃ. Τήν / παρακαλῶ ὅμως και τώρα πάλιν πολλά, νὰ μοῦ φροντί-ση / ἕως δέκα ἤ καί δέκα πέντε δράμια ὀξυφοίνικον, τὸ ὁποῖον λέγετε τουρκιστί ντιμίρ χιντί. Καὶ ἄς κάμῃ τρόπον αὐτοῦ νὰ τὸ εὔρῃ. διατί ἠξεύρομεν πῶς εὑρίσκετε καὶ ἂν εἶναι / δυνατόν ἄς μᾶς τὸ πέμψει τώρα μέπρῶτον μέσον, ἤ με κανενός Νεοχωρίτην, ή Πετρηλιώτην, καὶ ἄς μᾶς τὸ πέμψῃ, ἄς / ἠξεύρει ὅτι ὄχι μόνον ἐγώ θέλω τῆς ἔχειν χάριν πολλήν, ἀλλὰ / καὶ δεόμενος πολλῷ μᾶλλον τῆς ἐκ τούτου θεραπείας. Ὅστις γάρ δίψης / παρηγόρη τις ὡς τὰ πολλὰ τὸ φάρμακον, ὑφ᾽ ἧς ἐνταῦθα / παῖς τις τῶν οἰκείων μαθητευσάντων ἡμῖν καθυπερβολήν πάσχει.
Ταῦτα μέν, καὶ πάλιν ἄς ἔχωμεν τίμιά της / γράμματα δηλώσαντες τῆς ὑγείας της.
᾿Από Βρανιανών, αχπα” Δεκεμβρίου ιστ΄
Προσθήκη / Τούς εἰς δοσίματά της ἱερεῖς κύριον Κωνσταντίνον και κύρ Ἰωάννην, ὧν / θάτερος, εἰ καὶ φίλος ἡμῖν, ἀλλὰ τῶν ἀγνώστων ἔτι τυγχάνει ὧν / διὰ τῆς ἱερᾶς καὶ παντί μου σου φωνῆς φιλοφρόνως καί χαριέντος / ἀσπαζόμεθα. Εἰ δὲ καί τήν πάντιμον δεξιάν τοῦ / πανιερωτά του / ὡς παρ’ ἡμῶν ἀσπάσαιο, ἐν μέρει καὶ τοῦτο λογισθήσεσθαι τῶν π/ρός ἡμᾶς σου χαρίτων.
Τῷ ὁσιωτάτῳ ἐν ἱερονομονάχοις και πνευματικοῖς πατράσι κυρίῳ Χριστοδούλῳ τῷ ἐφημερίῳ τῆς ἐν Τρίκκῃ Μητροπόλεως, ὑγιῶς καί εὐτυχῶς ἐγχειρισθείη».
Επιστολή 5η
Βρανιανά 17-2-1682 ᾿Αναστάσιος Γόρδιος – Χριστόδουλος ἱερέας Τρίκκαλα
Κώδ. 112406 Βρυξελλών, Β΄ μέρος, φ 2258 – φ226α
«Πανοσιώτατε πνευματικέ, καί ἐφημέριε τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Τρίκκης, ὑγι/αίνοις μοι ἐν Χριστῷ /
Το παρόν μου γράμμα εἶναι πολλά βιαστικόν, καὶ ὀλιγόστιχον. Διά /τοῦτο δὲν ἡμπορῶ νὰ τῆς γράψω κατά μέρος τα καθ’ ἡμᾶς. Γράφω της μόνον συντόμως τὰ ἀναγκαιότατα. “Ας ήξεύρει / γοῦν ὅτι ὑγιαίνομεν σύν Θ(ε)ῷ καί δι’ εὐχῶν της ἁγίῳ. Ὁ Γεώργιος / σπουδάζει, και προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐπιτείνει την φιλοπονίαν. / Εγώ ἔπεμψα ἕνα γράμμα τῆς ἁγιωσύνης σου, καί ἄλλο / τοῦ παπά κύρ Νικόλα μὲ ἕναν παπᾶ ἀπὸ τὸ Τζιγότι, ὀνόματι Σίμωνα, καὶ δὲν ἠξεύρω, ἂν τὰ ἐλάβετε, ἤ μή. Ἔγραψα /τότε τοῦ παπᾶ κύρ Νικολάου ἀπόκρισιν, εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ μοῦ ἐ/γύρευσε να τοῦ ἐξηγήσω. Καί διὰ τοῦτο ἤλπιζα να λάβω καί / παρ’ ὑμῶν ἀπόκρισιν, ἀλλὰ ἀπέτυχα μέχρι τοῦ παρόντος, / καὶ γράψετε πάλιν πρὸς ἡμᾶς ἄν ὁρίσετε. Τὸν αὐτὸν παπά / κύρ Νικόλαον, καί τὸν αἰδεσιμώτατον πρωτο-παπᾶν, καὶ τοὺς λοι/πούς φίλους ἀσπαζόμεθα διὰ σοῦ ἀσμενέστατα,
᾿Από τὴν Γούβαν τῶν Βρανιανῶν, αχπβα φεβρουαρίου iota * xi ^ eta /
᾿Αναστάσιος ὑμέτερος ἐν Χριστῷ ἀδελφός /
προσθήκη /
Ο Διδάσκαλος και πάντες οἱ περὶ ἡμᾶς ἀσπάζωνται τὴν ἀγιω/σύνην σου εὐλαβῶς /
Εἰς τὰς τιμίας χεῖρας τοῦ πανοσιωτάτου πνευματικοῦ καὶ ἐφημερίου τῆς Μητροπόλεως Τρίκκης κυρίου Χριστοδούλου ὑγιῶς δοθείη».
Επιστολή 6η
Βρανιανά 2-3-1682 Χριστοφόρος ἱερομόναχος – παπά Χριστόδουλος Τρίκκαλα Κώδ. 112406 Βρυξελλών, Β΄ μέρος, φ 2248 – φ 2258
«Τῷ πανοσιωτάτῳ ἐν ἱερομονάχοις, και πνευματικοῖς πατράσι, κυ ρίω / κ. Χριστοδούλῳ, τὴν εἰλικρινῆ, καὶ ὀφειλομένην μετάνοιαν.
Τῆς μακροτάτης μου ταύτης, καί πολυχρονίου σιωπῆς, οὐδέν / μᾶλλον ἐμέ, ἢ τὸ τῶν γραμματοκομιστῶν ἐλλειπές τε, / καί βάρβαρον αἰτιοῦ φιλι κωτάτη μοι καὶ τῷ ὄντι τιμίας κεφαλή Χριστόδουλε. Μετά γάρ τῶν ἄλλων ὧν δυστυχούμεν καλῶν, καὶ / το γραμματοκομιστῶν ἐπιτυγχάνειν πιστῶν ἀφαιρήμεθα. Εἰδέπου καίτινος τύχομεν ποτέ, τοσοῦτον τῶν μηδαμώς δι ντων· διενήνοχα, / ὅσον ἐκεῖνοι μέν ἑαυτούς μόνον ἐκ μέσου πεποίηνται, ὅδε / σὺν αὐτῷ καὶ τὰ πρὸς τοὺς φίλους ἡμῶν, ὅδη καίτις τῶν ἐκ τοῦ /Ἱεροῦ καταλόγου τοῦνομα Σίμων ἐκ τοῦ Τζιοτίου ὡς καὶ φασί πρό / πολ-λοῦ πεποίηκε, πάντα σχεδόν τῶν ἐνταῦθα γράμμασι φιλικοῖς τὴν ἱεράν σου κεφαλήν ἀσπασάμενη δι’ ἑαυτοῦ, ἐμοῦ καὶ μόνον / τῆς γλυκυτάτης πρός ρήσεως ἀπολειπομένου, ἀλλ’ οὐδέν τι πλέον ἐμοῦ καὶ οὗτοι τούτων ἀπώναντο, ὡς ἐκ τῶν ὑστέρων τῆς σῆς / ὁσιότητος· πεμφθέντων γραμμά-των ἐγνώκαμεν.
Τὰ νῦν δὲ ἰδίου τινός, καὶ πιστοῦ τυχόντες κομιστοῦ τὸ ὄνομα Πανα-γιώτου, καὶ ταῖς τούτου θαῤῥήσαντες ὑποσχέσεσι, δεδώκαμεν αὐτῷ το παρόν. / Ἑλάβαμεν ὅμως το παμπόθητον γράμμα τῶν τιμίων χειρῶν τῆς /ἀγάπης σου, καὶ ἐγνωρίσαμεν δι’ αὐτοῦ, πρὸ τῶν ἄλλων τήν ἀγάπην, καὶ τὴν διάθεσιν ὁποῦ ἔχεις πρὸς ἡμᾶς, καὶ θαυμάζομεν / πολλά τὴν ἐπιτηδειό-τητα τῆς φύσεώς σου ὅτι εἶναι σχεδόν θεία / καὶ τῶν τοῦ νῦν καιροῦ ἀν(θρώπ)ων ύψηλοτέρα σημαδεύοντες τὸν / ἔσω καὶ ἀφανῆ ἄν(θρωπ)ον, διὰ τῶν τοῦ ἔξω, καὶ φανερού, καλίστων / ἐνεργειῶν, καὶ ἀποτελεσμάτων, εἰς πάντα μέν, μάλιστα δὲ εἰς τὴν / ἀγάπην, καὶ τὸν διάπυρον ζῆλον ὁποῦ ἔχει περί τὴν τῶν ἱερῶν / γραμμάτων παίδευσιν.
Τὸ ὁποῖον τοῦ καθ’ ἡμᾶς καιροῦ οἱ ἄνθρωποι / οὐδ᾽ ἀκοῦσαι ὅλως ἀνέχονται. Αὐτὸς δὲ οὐ μόνον τοὺς νέους, καὶ τοῖς ἐν ἡλικίᾳ νεαζούση ὄντας σπουδάζεις, ἀλλά πολλῷ / μᾶλλον σαυτόν, τοῖς ἱεροῖς ἀεί βιβλίοις προσκείμενος, καὶ τό / τοῦ προφήτου ἀπόφθεγμα ἐν σε αυτῷ περίποιήσα-σθαι ὅίσον τὸ ἐπὶ σοἱ οὐκ ἀφίστασαΐ. Τὸν ἐν σοἱ πνευμαντικόν ἄνθρωπον διά / τῆς ἐν τῶν ἱερῶν βιβλίων ἠδυτάτης ποιότητος πιαίνωντε, / καὶ άνα-καινίζων.
Εἰς ὅ δὴ καὶ ἡμᾶς ὑποτρύνων, ἐν ἐγκωμίους / σχήματι την πρὸς ἡμᾶς σου ἐπιστολήν ἀνεπλέξω, ὡσάν / δι’ αὐτῆς εἰς τὴν τῶν ἱερῶν μαθημάτων περιποίησον διεγείρας. /
Το γὰρ ἁγιωτάτους, και λογιωτάτους, καὶ προσέτι σοφωτάτους, / και λεῖν ἡμᾶς τοὺς μηδ’ ὁποσοῦν τούτων μετασχόντας, οὐδέν / ἄλλο οἶμαι δηλοῦν, ἢ τὸ ἀφ᾿ ὧν ἀμελήσαντες ἐκπεπτώκα / μεν, διὰ τῆς ἐπιστολῆς δῆθεν παραινέσεως ἐπανάξαι.
Εὐχαριστοῦμεν ὅμως πολλά τὴν ἁγιωσύνηνσου εἰς τὴν μεγάλο δώρον της εὐλογίαν ὡς ἐκ φιλικωτάτης διαθέσεως πρός γινο/μένην ἡμῖν, νὰ πα-ρακαλοῦμεν τὸν ἕνα ἐν Τριάδι προσκυνού/μενον Θεό)ν νά τήν διαφυλάτ τη ὑγιῆ, καί δαιμονικῆς ἁπάσης / ἐπηρείας ἀνωτέραν, ἐν βαθεῖ καὶ πίονι γήρατι.
Ἐκ Βρανιανών αχπβι μαρτίου β΄
Χριστόφορος ἱερομόναχος / ύμε (τερος) (….)
προσθήκη /
Ἡκούσαμεν καί τήν παλαμναιοτάτην ποδαλγίαν ὁποῦ τῆς ἐσυ/νέβη καί ἐλυπήθημεν ὑπερβολικά, καί ἀς εἶναι δέ δοξασμένος / ὁ Θ(εό)ς ὁποῦ τὴν ἐλάφροσε πάλιν. Ἔτζη ἔπαθε καί ὁ διδάσκαλός, ἀλλὰ τοῦ ἀπέρασε γλύ-γορα, διατί δὲν ἦτον ποδαλ/γία κυρίως το πάθος, μόνον ἦτον σφάκτης εἰς την κλείδωσιν / τοῦ γόνατός του. Ὁ ὁποῖος ἀσπάζεταί σου δι’ ἐμοῦ τὴν τιμίαν / κεφαλήν, σὺν τῷ κυρίῳ ᾿Αναστασίῳ, καὶ τῷ Γεωργίῳ τῷ σῷ υἱῷ. Ομοίως καί ὅλη ἡ πν(ευματι)κή μας συνοδία τὸν εὐλαβέστατον / ἐν ἱερεῦσι κύριον Νικόλαον τον γαμβρόν της, καὶ τὸν ἐπιτηδεώ/τατον ἐν χρυσοχόοις κύριον Εὐστάθιον διὰ τῆς ἱερᾶς σου / ἀσπάζομαι φωνῆς. /
Εἰς τὰς τιμίας χεῖρας τοῦ πανοσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις κυρίου κ. /Χριστοδούλου τοῦ ἐφημερίου ὑγιῶς ἐγχειρισθείη καί εὐτυχῶς».
Στο ἀπό (29-10-1681) γράμμα τοῦ ᾿Αναστασίου Γορδίου μαθαίνουμε γιὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ παπά – Χριστοδούλου στήν Ἱερά μητρόπολη Τρίκκης, ἴσως ἀπό τή Λάρισα ὅπου τον βρίσκουμε. Ο ᾿Αναστάσιος Γόρδιος που σπούδασε ἰατρική στην Ιταλία παράλληλα στο λειτούργημα τοῦ δασκάλου ἐξασκεῖ καὶ τὸ τοῦ ἱατροῦ λαμβάνοντας βότανα ἀπό τό Χριστόδουλο. Πολ-λὰ τὰ προμηθεύεται στην πανήγυρι τοῦ Μοσχολουρίου (κωμόπολη τότε) ὅπου συναντούμε πολλούς λογίους· ὅπως φαίνεται συναντώνται στο πανη-γύρι καθε χρόνο. Σπουδαία πληροφορία εἶναι στην προσθήκη τῆς ἐπιστο-λῆς, μᾶς λέγει για κάποιο Δημήτριο καλλιγράφο τουτέστιν στα Τρίκαλα ἔχει ἐργαστήριο ἀντιγραφῆς βιβλίων. Στήν ἐπιστολή (16-12-1681) γίνεται λόγος για τις σπουδές τῶν υἱῶν τοῦ παπά – Χριστόδουλου Μεροκοβίτη ὅπως ἀναλύσαμε στις βιογραφίες των.
Πάλι στο ἀπό (17-2-1682) γράμμα γίνεται λόγος για την πρόοδο τῶν σπουδῶν τοῦ υἱοῦ του Γεωργίου. Τὴν ἐπιστολή ὁ Γόρδιος τή στέλνει καί ἐκτός τῶν ἄλλων, πληροφορεῖ τὸν παπά – Χριστόδουλο ὅτι τοῦ ἔγραψε ἕνα ἄλλο γράμμα καὶ τὸ ἔστειλε μὲ τὸν παπά – Σίμωνα ἀπό τό Τζιγότι (=Τσιό-τη σημερινή Φαρκαδώνα) που ὄντως ὑπάρχει στόν κώδικα. Η τελευταία ἐπιστολή πρὸς τὸν παπά – Χριστόδουλο (2-3-1682) ἀποστέλλεται ἀπό τόν ἱερομόναχο Χριστόφορο Αἰτωλό, ἀργότερα διαμένει στα Τρίκαλα, άγαπη-μένος μαθητής τοῦ Γιαννούλη καὶ τοῦ ᾿Αναστασίου Γορδίου. Ἐπίσης μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν ἀσθένεια (ποδαλγία) τοῦ παπά – Χριστόδουλου καί ὅτι ὁ υἱός του Γεώργιος σπουδάζει στα Βραγκιανά.
ζ) Γεώργιος υἱός Χριστοδούλου Μεροκοβίτης
Ὁ Γεώργιος εἶναι υἱός τοῦ Χριστοδούλου ἱερομονάχου – λόγιου Μερο-κοβίτη προσωπικότητα ἐξέχουσα στον πνευματικό κόσμο τῶν Τρικάλων στον 17ο αἰώνα. Φρόντισε τα παιδιά του να σπουδάσουν, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καί σήμερα οἱ Μυροφυλλίτες, «μαύρα λάχανα με ψωμί καί ἐλιά, θα περπατήσω γιά μεροκάματο και θα τα σπουδάσω», σύνηθες ἀπόφθεγ μα στο χωριό.
Ὁ Γεώργιος ἔλαβε τη βασική μόρφωση στὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα καὶ μετά φοίτησε κοντά στούς δασκάλους Εὐγένιο Γιαννούλη καί ᾿Αναστάσιο Γόρδιο στη σχολή Βρανιανῶν ᾿Αγράφων 103. Πολλοί φίλοι τοῦ Χριστόδου-λου, λόγιοι καί ἐπιφανεῖς διδάσκαλοι τῆς ἐποχῆς, λόγῳ τοῦ κύρους τοῦ Χριστόδουλου στην κοινωνία τῶν Τρικκάλων, ζήτησαν να σπουδάσουν τα παιδιά του. Στήν ἀλληλογραφία βρίσκουμε αὐτές τις προτάσεις για το Γεώργιο, γιατί εἶναι μᾶλλον το μεγαλύτερο παιδί τοῦ Χριστόδουλου. Ο συγχωριανός του ἱερομόναχος ᾿Αθανάσιος Λιοντάρης μετά τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη γίνεται σχολάρχης στον Τύρναβο. ᾿Από τον Τύρναβο ὁ ᾿Αθανάσιος γράφει στις (2-10-1678) στο γαμβρό ἀπό κόρη τοῦ Χριστόδουλου, στον ἱερέα Νικόλαο κωδικογράφο καὶ ἐκτός τῶν ἄλλων προτείνει στο Χριστόδουλο να στείλει το παιδί να σπουδάξη ἐκεῖ μάλιστα χωρίς αμοιβή ἀναλαμβάνει ἐκεῖνος τὰ ἔξοδα:
«(…) Τοῦ παπά – Χριστοδούλου ἤθελα νὰ γράψω γράμμα, καί κατά το παρόν δὲν ἐπρόφθασα, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον εἶχα γνώμην νὰ τοῦ γράψω, ἂν εἶναι ὁρισμός του, να στείλῃ τὸ παιδί να σπουδάξῃ ἐδῶ εἰς τὸ σχολεῖον. Τὴν ἀξίαν καί τήν τιμήν τῆς σπουδῆς δέν κάμνει χρεία εἰς τοῦ λόγου σας νὰ τὴν φανερώσωμεν, ὅτι τὴν ἐγνωρίζετε σαφέστατα. Τοῦτο ἡμποροῦμεν νὰ κάμωμεν εἰς τοὺς παλαιούς φίλους και πατέρας καθ’ ὅ δυνάμεθα (…)». Γιὰ τὸ Γεώργιο ἐξεδήλωσε ἐνδιαφέρον καὶ ὁ ἄλλος μεγάλος διδάσκαλος Νικόδημος Μαζαράκης ὁ Φερραίος (=Βελεστίνο)· ἔγραφε στον παπα Χριστόδουλο στα Τρίκκαλα ἀπό τά Ιωάννινα στις 18-11-1681 γιὰ τὸν υἱό του προκειμένου να σπουδάσει ἐκεῖ:
alpha (…) γοῦν ἀνταποκρινόμενος ἤκουσα, διὰ τῶν / γεγραμμένων της μᾶς ἐσημείωνε, ὅτι δηλαδή νὰ ἔστειλε / τὸν υἱόν της εἰς τὰ Βρανιανά εἰς τὸν κύρ ᾿Αναστάσιον, καὶ ὅτι να / ήσθένησεν καί πάλιν νὰ ὑγίαινε Θεοῦ χάριτι καὶ μάλιστα εἰς τοῦ το ὁποῦ ἐπιθυμᾶ νά μανθάνη διά τὴν ἐμήν ταπεινότητα / εἰς τὸ ὁποῖον εὐχαριστῶνται τὴν ἐξ ὅλης καρδίας τῆς μυνήομεν / καί τοῦτο, ὅτι ἄν τῆς φανησθῆ ἀρεστόν να πέμψῃ τὸν υἱόν της / εἰς τὰ Ἰωάν-νινα πρός ἡμᾶς, χάριν σπουδῆς, δὲν εἶναι κανένα / ἐμπόδιον ὡς καθώς πρωτύτερα, τοῦτο μοναχά π/ρέπει ὅτι να μεταχειρισθῇ τοῦ σοφωτάτου ἐν ἀρχιερεῦσι / ᾿Αγίου Λαρίσσης μέσον πρός τόν κύρ Μῆχον τὸν ἐπίτροπον τοῦ / σχολείου μου, εἰς τὸ νὰ τὸν γράψῃ εἰς τὸ lambda*oup*epsilon*v (…)s^ 1
Πρέπει ὁ Γεώργιος να σπούδασε στη σχολή Ιωαννίνων κοντά στο Νικόδημο Μαζαῤῥάκη τον Φεραίο, ὅπως καί τὰ ἀδέλφια του, ἀλλά μετά τις σπουδές στά Βρανιανά.
᾿Αρχικά λοιπόν ὁ παππά – Χριστόδουλος προτίμησε να στείλει τούς υἱούς του στη σχολή ᾿Αγράφων, στο μοναστῆρι τῆς ᾿Αγίας Παρασκευῆς Βρανιανῶν, ὅπου σχολάρχης καί ἰδρυτής ὁ κορυφαίος διδάσκαλος του Γένους Εὐγένιος Γιαννούλης καί ὁ λόγιος – Ιατρός ἱερομόναχος Αναστά-σιος Γόρδιος, φίλοι του στενοί. Για την επίδοση τοῦ ἴδιου μαθητή Γεωρ-γίου στο σχολείο Βρανιανῶν, ὅπου πήγε τελικά, διαβάζουμε:
kappa (…) Περί δὲ τοῦ φιλτάτου αὐτῆς υἱοῦ Γεωργίου τοῦ νῦν παρ’ ἡμῖν μαθητεύοντος, ἂς ἠξεύρει ὅτι ὑγιαίνει, και σπουδάζει ὅσον / τὸ ἐπ’ αὐτῷ να φιλιωθῇ με ταῖς μούσαις δι’ εὐχῶν της. ᾿Αλλά / δεῖται συνεχώς τοῦ παρ’ ἡμῶν κέντρου καὶ τῆς πρὸς τὰ μαθήματα / προτροπής. Ο καὶ μετά τῆς ἐνούσης ἡμῖν προθυμίας ἀόκνως ποι/οῦμεν, καὶ ποιεῖν οὐκ ὀκνήσομεν ἄχρις ἂν μένοι παρ’ ἡμῖν. / Ἤθελα γράψῃ τῆς ὁσιότητός σου καὶ περί τούτου πολλά, ἀλλά / τοῦ διακομιστοῦ τὸ ἀνοίκειον μοῦ ἀνακόπτει την προθυμίαν. / (…)»
Ἡ προκοπή τοῦ Γεωργίου φαίνεται στο μετέπειτα γράμμα τοῦ διδα-σκάλου του (17-2-1682): propto(…) Ο Γεώργιος σπουδάζει και προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐπιτείνει τὴν φιλοπονίαν (…)» 111
Παραθέτω ἐπιστολές στη συνέχεια που δείχνουν τή δραστηριότητα καί τοῦ Γεωργίου καί γενικά Μυροφυλλιτῶν, σταλμένη ἀπό τόν σοφόν Εὐγέν νιο Γιαννούλη πρός τό Χριστόδουλο ἱερομόναχο στα Τρίκαλα.
Ἐπιστολή α΄. Βρανιανά 17-11-1681 Εὐγένιος Γιαννούλης – παπά Χριστόδουλο στα Τρίκκαλα
«Οσιώτατε ἱερομονάχων κύρ Χριστόδουλε, ὑγίαινε ἐν Χριστῷ μέὅλους τούς φίλους. Ἡ ἰσότης καθώς λέγουσιν οἱ παλαιοί γέροντες, ίερομο-νάχων ὀσιώτατε κύρ Χριστόδουλε, καί ἡ ὁμοτιμία συσταίνουσι τήν εὐαγ γελικήν ἀγάπην. αὕτη γάρ συνδεῖ τούς φίλους και πείθει τούτους νά διαμέ-νουσιν εἰς αὐτήν πάντα. Τοῦτον γοῦν τὸν κανόνα τῆς ἁγίας ἀγάπης μᾶς τὸν ἐπαράδωσε δο᾽ ὀλίγων ἐν Εὐαγγελίοις ὁ Κύριος λέγων: «Ο σύ μισεῖς ἑτέρῳ μή ποιήσης». Ἡ ἀγάπη σου ἔπεμψε προχθές πρὸς ἡμᾶς γράμμα σύμβολον φιλίας εὐαγγελικῆς περιέχον· ἀκολουθάει δε κατά την κοινήν συνήθειαν τῆς πολιτείας ἀπάντησις τῶν γραμμάτων ἐκείνων. ᾿Αλλά ἡμᾶς τότε μᾶς ἔθλιβον κάποιοι λογισμοί γεροντικοί καὶ μᾶς ἐσκότιζαν τὸν νοῦν καὶ τὴν φρόνησιν καί δέν ἡμπορέσαμεν να γράψωμεν τότε πρὸς αὐτήν. Ἔγραψαν θαρρώ τότε καί ὁ ᾿Αναστάσιος καί ὁ Γεώργιος ὁ ἑδικός σου. γράφομεν καί ἡμεῖς τώρα καὶ τὴν χαιρετοῦμεν ἀκριβῶς καὶ δι’ αὐτῆς ὅ-λους τους κοινούς φίλους καὶ ἰδίους· καὶ πάλιν, ἂν ὁρίσῃ ποτέ, ἄς ἔλθῃ νὰ τὴν ἀπολαύσωμεν. Ο Γεώργιος ὁ υἱός σου υγιαίνει σύν Θεῷ και δι’ εὐχῶν τους καί σπουδάζει, καθώς ἐσπούδαζε, τυχόν δέ καί καλύτερα. Ταῦτα μὲν κατά το παρόν και πάλιν και πολλάκις ὑγίαινε, φίλων καὶ ἀδελφῶν ἄριστε. ᾿Από τήν ἀνήλιον Γούβαν τῶν Βρανιανών αχπα΄ Νοεμ-βρίου ιζ’
Ὁ Εὐγένιος ὑμέτερος ἐν Χριστῷ ἀδελφός
Καὶ ἐγώ ὁ γράψας (…) ἀκριβῶς ἀσπάζομαι τὴν σὴν ὁσιότητα. Εἰς τὰς τιμίας χεῖρας τοῦ ὁσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις κυρίου Χριστοδούλου ὑγιῶς καί εὐτυχῶς δοθείη εἰς τὰ Τρίκαλα»
Στήν ἐπιστολή μαθαίνουμε για την πρόοδο τοῦ Γεωργίου υἱοῦ τοῦ παπά – Χριστόδουλου στη σχολή ᾿Αγράφων άλλα καί γιά διαφωνίες πού εἶχε ὁ ἱερομόναχος μέ τό γέροντα Παΐσιο πνευματικό ἀπὸ τὸ Μυρόφυλλο. Ὁ μεγάλος Εὐγένιος Γιαννούλης ὑπενθυμίζει στον παπά Χριστόδουλο την περί ἰσότητας θεωρία τοῦ Πλάτωνα καὶ τὸν κανόνα τῆς ἀγάπης τοῦ Εὐαγ-γελίου, ὅπως λέγεται στον Τωβίτ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Εἶναι ἕνα ἀκόμη δείγμα στη μόρφωση που κατεῖχε ὁ παπά – Χριστόδουλος Μεροκοβίτης.
Δύο ἀκόμη ἐπιστολές στη συνέχεια, μία τοῦ σχολάρχη Ιωαννίνων ἱε-ρομονάχου Νικοδήμου Μαζαῤῥάκη τοῦ Φεραίου και μία τοῦ διδασκάλου ᾿Αναστασίου Γορδίου ἀπό τά Βρανιανά, συμπληρώνουν τὴν εἰκόνα για τις σπουδές τοῦ Γεωργίου υἱοῦ Χριστοδούλου Μεροκοβίτη.
Ἐπιστολή 1η
Ιωάννινα 18-11-1681 Ἱερομόναχος Νικόδημος Μαζαρράκης – παπά –
Χριστόδουλος Τρίκκαλα
Κώδ. ΙΙ 2406 Βρυξελλών, Β΄ μέρος φ 221α – φ 222α
«Πανοσιώτατε και αἰδεσιμώτατε, πνευματικέ πάτερ καὶ ἡμέτερε ἐν Χριστῶ ἀγαπητέ καὶ περιπόθητε ἀδελφέ κύριε παπά / κύρ Χριστόδουλε την πανοσιότητα σου κατά πάντα τῆς ἐν Χριστῷ φιλαδελφίας ἐκ καρδίας ἀσπαζόμεθα.
Ἐλάβαμεν τήν τιμίαν της ἐπιστολήν διά τῆς ὁποίας γνωρίζοντες ἀκ/ρι βῶς τὰ κατ’ αὐτήν νὰ εὐοδοῦνται καθώς καὶ ὁ καιρός συγχωρεῖν καὶ μάλιστα ὅτι ὑγιαίνει ἐχάρημεν ἀναπέμποντες εύ/χαριστηρίους φωνάς τῷ Θεῷ ὁποῦ ἐπικαλεῖται μὲ τὴν ἄῤῥη/τον του πρόνοιαν τούς γνησίους του οἰκέτας, καί καθαρούς του / φίλους.
Μὲ τὸ παρόν γοῦν ἀνταποκρινόμενος εἰς ὅσα, διὰ τῶν γεγραμμένων της μᾶς ἐσημείωνε, ὅτι δηλαδή νὰ ἔστειλε / τὸν υἱόν της εἰς τὰ Βρανιανά εἰς τὸν κύρ ᾿Αναστάσιον, καί ὅτι να / ἠσθένησεν καί πάλιν νὰ ὑγίαινε Θεοῦ χάριτι, καὶ μάλιστα εἰς τοῦ το ὁποῦ ἐπιθυμᾶ νὰ μανθάνῃ διά τήν ἐμήν ταπεινότητα / εἰς τὸ ὁποῖον εὐχαριστῶντας τὴν ἐξ ὅλης καρδίας τῆς μηνύομεν / καί τοῦτο, ὅτι ἄν τῆς φανησθῆ ἀρεστόν να πέμψῃ τὸν υἱόν της / εἰς τὰ Ἰωάννινα πρὸς ἡμᾶς, χάριν σπουδῆς, δέν εἶναι κανένα / ἐμπόδιον ὡς καθώς προτύτερο, τοῦτο μοναχά πρέπει, ὅτι να μεταχειρισθῇ τοῦ σοφωτάτου ἐν ἀρχιερεῦσι / ἁγίου Λαρίσσης μέσον πρὸς τὸν κύρ Μῆχον τὸν ἐπίτροπον τοῦ σχολείου μου, εἰς τὸ νὰ τὸν γράψῃ εἰς τὸν λουφέν, ἐπειδή καὶ εἶναι τόπος ἄδιος, τὰ δὲ μεταταῦτα· αὐτή ἄς γένη οἰκο/νόμος τῶν οἰκείων της μὲ τὴν ἰδίαν της φρόνησιν, καὶ ἔμ/πειρον σύνεσίν της, ἀσπάζομαι διὰ τῆς ἱερᾶς σου φωνῆς / τὸν εὐλαβέστατον, καὶ λογιώτατον ἐν ἱερεῦσι παπά κύρ Νικόλαον / τόν ἐδικόν της, καί ὅσους ἄλλους ἀξίους ἀσπασμοῦ, ἡ δὲ τοῦ Θεοῦ / χάρις εἴη μετά τῆς σῆς πανοσιότητος διευθύ νουσα πάντοτε / τά κατά Θεοῦ διαβήματά του ἐν παντί ἔργῳ ἀγαθῷ. /
Νικόδημος ἱερομόναχος αχπα” νοεμβρίῳ m ^ eta /
Εἰς τὰς παντίμους χείρας τοῦ πανοσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις καί πνευ-ματι/κοῖς πατρᾶσι κυρίου κύρ Χριστοδούλου ὑγιῶς δοθείη ἐξ Ιωαννίνων εἰς τὰ Τρίκκαλα.».
Επιστολή 2η
Βρανιανά 16-4-1683 ᾿Αναστάσιος Γόρδιος – Γεώργιον υἱόν Χριστο
δούλου Δούσικον
Κώδ. ΙΙ 2406 Βρυξελλών, Β΄ μέρος, φ 289α – φ 290α
«Φιλολογώτατε κύριε Γεώργιε Δημόσθενες, Χ(ριστό)ς ᾿Ανέστη /
Αἱ πολλαί περιστάσεις, και τα πάθη τὰ ἄμετρα ὁποῦ μᾶς / ἐσυνέβησαν τὸν ἀπερασμένον χειμώνα ἔγιναν εἰς τοῦ λόγου σου πρόφασις (καθώς ἤκουσα) καὶ ὕλη κατη/γορίας, νὰ εἰπῆς καθ’ ἡμῶν, ὅσα καί εἶπες. ὅτι σε ἐδι/ώξαμεν δηλονότι, καί ἐδεχθήκαμεν ἄλλους ἀντί σοῦ. / ἀλλὰ πῶς εἶναι ἀληθές τοῦτο, κατά τὴν ἐδικήν σου την γνώ/μην ήμπορῶ νὰ εἰπῶ, ὅτι καὶ ἐσὺ ἐδίωξας ἡμᾶς / καί περισσότερος ἦτον ὁ ἐδικός μας ὁ διωγμός ἀπό /τὸν ἐδικόν σου. διατί ἐσύ εὐγένοντας ἀπὸ τὸ ἐδικόν μου / το κελλί ἦλθες εἰς τὸν πατέρα σου, καὶ εἰς τοὺς ἐδικούς σας / καὶ ἐκ τῆς ἀλλοδαπής, να εἰπῶ καλλίτερα, εἰς τὴν πατρίδα σου. / καί ἡμεῖς ἐπάθαμεν τὸ ἐναντίον. πῶς γοῦν ἦτον εύλογον τοῦτο νὰ τὸ εἰπῆς ἐσὺ; διατί δέν κρίνεις τὰ πρά/γματα κατά την φύσιν της, καί καθώς εἶναι, ἀλλά τά / κρίνεις μόνον καθώς ἐσὺ τὰ λογιάζεις; δέν εἶναι πρέ/πον τοῦτο εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἐπαγγέλονται να διαφέρουσιν ἀπό τούς πολλούς κατά τήν παίδευσιν. Ἔπρεπε μάλιστα ὅταν ἦλθες αὐτοῦ, νὰ ἐκτραγωδήσῃς φιλα/λήθως καὶ εἰς τὸν πατέρα σου, καὶ εἰς ὅλους τούς φίλους, τὴν δυστηχίαν ὁποῦ μᾶς ἐσυνέβη, καὶ ἐσκορπι σθήκαμεν / ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὡσὰν τὰ φύλλα το Φθινόπωρον ἀπό τούς / ἀνέ-μους, ὄχι νὰ κατηγορᾶς ἐμένα καὶ ἄλλον. / Μᾶς εἶπες γοῦν ὅτι καὶ ἄν εἶπες. οὐδεμία φροντίς (ὄφασίν) / Ίπποκλείδη.
Ἤξευρε ὅμως ὅτι ἦλθα ἐδῶ εἰς τὴν Γού/βαν προχθές τὴν μεγάλην ἑβδομάδα. καὶ εἶχα / γνώμην νὰ ἔλθω καὶ ἕως αὐτοῦ εἰς τὸ μοναστήριον καθώς / ἐσυμφωνήσαμεν ὅταν ήμουν αὐτοῦ μὲ τοὺς ἁγίους / πατέρας, ᾿Αλλά δέν ἐδυνηθήκαμεν καί ἀπό ἄλλα πολλά / ἀλλά καί ἀπὸ τὸ ἀδιεξό δευτον τοῦ περιτειχίζοντος ἡμᾶς όρους, / στιβάδας χιόνος εἰσέτι καὶ νῦν ἔχοντος ὑπέρ τούς / πάλαι ποτέ μνημονευομένους. Ταῦτα μέν καὶ πάλιν /ὑγίαινε, καὶ εἰ βούλει, δῆλα καί αὐτὸς ἡμῖν τὰ κατά σε ποίει / διά γραμμά-των.
᾿Από την Γούβαν τῶν Βρανιανών /.
αχπγ΄ ἀπριλλίου ιστ΄
Ὁ ὑμέτερος εὐχέτης ᾿Αναστάσιος. /
Προθήκη. Τα βιβλία τοῦ μοναστηρίου, ἢ θέλω τα φέρη μοναχός μου εἰς / ὀλίγον καιρόν, ἢ θέλω τα πέμψει με πιστόν διακομιστήν. / Τόν σεβά-σμιον καί τίμιον γέροντα τον πατέρα σου, και πάντας / τοὺς ὁσιωτάτους πνευματικούς πατέρας τῆς αὐτόθι ἱερᾶς καί / σεβασμίας μονῆς, μετά πά-σης εὐλαβείας ἀσπάζομαι σὺν τῷ / Χριστός Ανέστη τῷ ἁγίῳ καί σωτη-ρίῳ φιλήματι.
Εἰς τὰς τιμίας χεῖρας τοῦ σπουδαιοτάτου κυρού Γεωργίου / τοῦ υἱοῦ τοῦ πνευματικοῦ παπά Χριστόδουλου τοῦ Μοι/ροκοβίτου ὑγιῶς δοθείη, εἰς τὸ Δούσικον ἢ ὅπου ἄν τύχη.».
Οἱ ἐπιστολές (18-11-1681) τοῦ Νικοδήμου Μαζαρράκη καί (16-4-1683) τοῦ ᾿Αναστασίου Γορδίου δίνουν πληροφορίες για τις σπουδές τῶν παι διῶν τοῦ παπᾶ – Χριστόδουλου. Μάλιστα ὁ Γεώργιος προχώρησε στις σπουδές καὶ τὸν ἀποκαλεῖ ὁ διδάσκαλός του «Δημοσθένη», δηλαδή όμοιο τοῦ ᾿Αθηναίου ῥήτορα. Στό τέλος όμως καυτηριάζει το μαθητή στην κυριο-λεξία καὶ τὸν ἀποκαλεῖ Ιπποκλείδη (Βλ. Liddell – Scott, τόμ 2, 535). “Ήδη ὁ παπα – Χριστόδουλος εἶναι «γέροντας» (μεγάλος στην ἡλικία) καί ἔχει πάει στο μοναστῆρι τοῦ Δουσίκου ὅπου βρίσκεται καί ὁ Γεώργιος, γιὰ τὸν ὁποῖον δέν ἔχουμε ἄλλες πληροφορίες, ἄν παρέμεινε στο μοναστήρι ὅπως τὰ ἀδέλφια του Ιγνάτιος καί Γρηγόριος. Το πιθανώτερο ὁ Γεώργιος ἔφυγε καί πρόκοψε ὡς λόγιος διδάσκαλος ἴσως στη σχολή Τρίκκης.
η΄) Ἰγνάτιος υἱός Χριστοδούλου Μεροκοβίτης
Όπως γράψαμε για τον πρώτο του υἱό ὁ παπά – Χριστόδουλος, ἔτσι καὶ τὸν Ἰγνάτιο φρόντισε να τον σπουδάσει. Τὸν ἔστειλε καί αὐτὸν καὶ σπουδάζει μαζί με το Γεώργιο στη σχολή Αγράφων στα Βραγκιανά κοντά στούς μεγάλους διδασκάλους Γιαννούλη καί Γόρδιο. Ἔτσι σὲ ἐπιστολή ποὺ ἀναφέραμε (βλ. σημ. 111) διαβάζουμε γιὰ τὸν Ἰγνάτιο: alpha (…) Ἰγνά τιος εἶναι πολλά ἀρχάριος, ὅμως ἔχομεν ἐλπίδας καὶ εἰς αὐτόν χρηστάς».
Μία ἄλλη ἐπιστολή τοῦ ᾿Αναστασίου Γόρδιου μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Ἰγνάτιος, ὅταν τὸν χειμώνα τοῦ 1683 εἶχε ἀποκλεισθῆ στὴν Ἱερά Μονή Καρύτζας ᾿Αγράφων, ἔκανε μαθήματα καὶ μὲ τὸ Θεοφάνης το μαθητή τοῦ Γιαννού-λη, ἀργότερα ἡγούμενον στη Μονή.
Ὁ Ἰγνάτιος ὡς φοιτητής στη σχολή ᾿Αγράφων ἀλληλογραφοῦσε μὲ τὸν ἱερομόναχο Γρηγόριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ᾿Αγίου Βησσαρίωνος Δουσίκου, πού ἦταν πνευματικός του (ἐπιστολή 15-3-1683). Εἶναι μᾶλλον ἐκεῖνος που ἔστρεψε τὸν Ἰγνάτιο στη μοναχική ζωή καί ἀργότερα τον βρίσκουμε μονα-χό στὴν ἀδελφότητα τῆς Ἱ. Μονῆς. Σε ἐπιστολή τοῦ ᾿Αναστασίου Γορδίου ἀπὸ τὰ Βρανιανά το 1687 πρός τὸν ἴδιο, τόν προσφωνεῖ Ἰγνάτιο ἱερομόνα-χο στην Τρίκκη.
Ἐπιστολή Ιη
᾿Αναστάσιος Γόρδιος ἀπό Βρανιανά 18-2-1682 – παπά – Χριστόδουλο Τρίκκαλα ἡ Δούσικον
Φ 22α – Φ222β, Β΄ μέρος κώδικα Βρυξελλών ΙΙ 2406
«Ὁσιώτατε ἐν ἱερομονάχοις καί πνευματικοῖς πατράσι κύριε Χριστό δουλε, εἴης μοι / ὑγιαίνων ἐν Χριστῷ, καὶ εὐτυχῶν ἐν τοῖς καταθυμίοις /.
Χθές τῇ 1zeta ^ 7 τοῦ νῦν τρέχοντος Φεβρουαρίου, εὑρίσκοντας κάποιους /χριστιανούς παπουτζίδες ἀπό τοῦ Σιάμου, ἔδωκά τοις ἕνα γράμμα να το φέρουσι τῆς ἀγιωσύνης σου εἰς τὰ Τρίκκαλα, σύντομον κατά πολλά καὶ ὀλιγοσύλλαβον, διά το κατεπείγον τῆς ὥρας.
Σήμερον ὅμως τῇ ιη’ ήξιώθην να λάβω τὰ παρὰ τῆς ἱερᾶς σου / χειρός / καὶ τὰ ἔλαβα, ἀλλά μέ τόσην χαράν λογιάζεις, καί εὐθυμίαν / πνευματι κήν; Εμάθαμεν, νὰ εἰπῶ διὰ ὀλίγων, τὰ κατ’ αὐτήν ὅσον ή/τον δυνατόν να φανερωθοῦσι διά γράμματος, καί ἐλυπήθημεν / διὰ τὴν ἀσθένειάν της οὐ μετρίως, ἀλλὰ καὶ ἐγώ ἔχω τώρα / δύο τρεῖς ἡμέρας ὁποῦ γροικούμαι κακά, καὶ ἡ εὐχή της / νὰ μοῦ βοηθήση. Το γράμμα γοῦν ὁποῦ ὁρίζει πῶς ἔλαβεν ἀπό λόγου μου, το γεγραμμένον τῇ ιε΄ τοῦ Δεκεμβρίου, ἐγώ / δέν ἐθάῤῥουν νὰ τὸ ἔλαβεν, ἐπειδή καί ἤλπιζα ἡμέραν παρά / ἡμέραν να λάβω ἀπόκρισιν, καὶ δὲν ἠξιώθηκα ἕως τώρα. /
Ἔγραψα τότε καὶ τοῦ παπᾶ κύρ – Νικολάου, ἀλλά δὲν μοῦ ἐφανέ/ρω σεν ἂν τὸ ἔλαβεν ἤ μή. Περί τοῦ ὁποίου ἄς ἔχω εἴδησιν / παρακαλώ. Ο Γεώργιος κατά το δυνατόν εὐδοκιμεῖ σὺν Θεῷ / ἀλλά ἐλπίζομεν καὶ περισσότερον. Ὁ Ἰγνάτιος εἶναι πολλά ἀρχάριος, / ὅμως ἔχομεν ἐλπίδας καὶ εἰς αὐτόν χρηστάς.
Ελάβαμεν παρὰ τῆς ἁγιωσύνης σου καί τέσσερα βιβλία τὸ ἕνα λεξικό γραικο/λατίνον, τὸ ὁποῖον το εἴχαμεν καὶ ἡμεῖς. Τα δύο φράγγικα, καί /δέν συμβάλλουσι τόσον εἰς ἡμᾶς.
Ἐκεῖνο τὸ μικρὸν ὁποῦ μᾶς ἔπεμψες ὕστερον, εἶναι λατίνον, καί γράφει τα περί καθαρτηρίου πυρός / πράγματος ἀνυποστάτου κατά την καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίαν, καὶ ἀκολουθίας ματαίους, ὅθεν ἔπεται εἶναι κἀκεῖνο μάταιον. ῎Αν ἤθελες / τύχοι κανένα ὁποῦ νὰ εἶναι ἐξήγησις εἰς καμία πραγματεία τοῦ / ᾿Αριστοτέλους, ἄς μᾶς τὸ ἔπεμπες, καὶ ἠθέλαμεν σοῦ ὁμολογήσει / χάριτας.
Ταῦτα μέν κατά το παρόν, καὶ πάλιν μὴν ὀκνεύης νὰ γρά/φης πρός ἡμᾶς συνεχῶς, διά να μανθάνωμεν τα κατά σε παρά σου. /
Τον πανοσιώτατον πνευματικόν κύριο Γρηγόριο, καὶ τὸν παπά κύρ Παρθένιον, καί / ὅλους τοὺς ἀδελφούς τῆς αὐτόθι Ἱερᾶς Μονῆς ἀσπαζόμεθα διά / σοῦ εὐλαβῶς.
᾿Από τα Βρανιανά αχπβ Φεβρουαρίου, τη΄ /
Ὑμέτερος ἐν Χριστῷ ἀδελφός ᾿Αναστάσιος Ἱερομόναχος.
Τῷ πανοσιωτάτῳ πνευματικῷ κυρίῳ κ. Χριστοδούλῳ καί ἐφημερίῳ τῆς ἐν Τρίκκη Μητροπόλεως, ὑγιῶς καὶ εὐτυχῶς ἐγχειρισθείη εἰς τὸ Δούσικον, / ἢ εἰς τὰ Τρίκκαλα.
προσθήκη.
Ὁ λογιώτατος ἡμῶν πατήρ καὶ / διδάσκαλος καί ὁ Χριστόφορος, ἀ-σπάζονται σου την σεμνοπρέπειαν εὐμενῶς δι’ ἐμοῦ».
Εκτός τῶν ἄλλων πληροφοριών στην παραπάνω ἐπιστολή, ὁ μεγάλος λόγιος ᾿Αναστάσιος Γόρδιος λαμβάνει βιβλία ἀπό τόν παπά – Χριστόδουλο Μεροκοβίτη. Ὁ παπά – Χριστόδουλος παρακολουθεῖ τή βιβλιογραφία τῆς ἐποχῆς, ἐπειδή στα Τρίκκαλα ή διακίνηση ἦταν εὐκολώτερη ἀπὸ τὰ ἀπό-μερα Βρανιανά. Εντύπωση κάνει το γεγονός ὅτι ἔχει στην κατοχή του Λατινικό λεξικό καί βιβλία τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἔχουν θεωρίες ὡς την «περί καθαρτηρίου πυρός» πού ὁ ᾿Αναστάσιος διασαφηνίζει «πράγμα-τος ἀνυποστάτου κατά την καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίαν (…)». Ο παπά – Χριστό-δουλος ἔχει βαθειά θεολογική κατάρτιση καὶ Ἑλληνική παιδεία για αὐτό καὶ ὁ ᾿Αναστάσιος τοῦ ζητά «καμία πραγματεία τοῦ ᾿Αριστοτέλους (…) καί ἠθέλαμεν σοῦ ὁμολογήσει χάριτας».
Ἐπιστολή 2η
Βρανιανά 15-4-1682 Ἰγνάτιος υἱός Χριστοδούλου – Γρηγόριον ἱερο-μόναχον – Δούσικον
Κώδ. ΙΙ 2406 Βρυξελλών, Β΄ μέρος, φ 2868 – φ 287β
«Πανοσιώτατε ἐν ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῖς πατρᾶσι καὶ μετά
Θ(εο)ῦ μου προστάτα κύριε κ. Γρηγόριε, γονυκλιτῶς καί / δουλικῶς ἀσπά-ζομαί σου την πάντιμον καὶ αἰδέσιμον / πολιάν σὺν τῷ Χριστῷ ᾿Ανέ-στη τῷ σωτηρίῳ ἀσπασμῷ. /
Αἱ γνώμαις, καί αἱ συμβουλαῖς τῶν γερόντων λέγει ὁ παλαιός / λόγος τιμιώτατε πάτερ καί εἶναι καὶ λέγονται καλλίτεραις, ἀλλά οἱ νέοι καί οἱ ἄγνωστοι τοῖς περισσότεραις φοραῖς ταῖς φεύγουν, καὶ ταῖς ἀποστρέφο νται, ὡσὰν τὰ ἄλογα τὰ ἄγρια τό / καπίστρι. διά τοῦτο γκρεμίζονται καὶ εἰς πολλά ἄτοπα. /
Αὐτὸ τὸ ἴδιον ἔπαθα καὶ ἐγώ ὁ ταλαίπωρος διά να / παρέμβω την πνευματικήν συμβουλήν τῆς πανοσιώτητός σου, καί / ὄχι μόνον ἐκεῖνο ὁποῦ ἐπιθυμοῦσα δέν ἀξιώθηκα νὰ τὸ ἀποκτήσω, ἀλλὰ εἰς κάποιον τρό πον ἔχασα καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ εἶχα πρό πάντων δὲ καὶ μετά πάντων την αὐτοπρόσωπον συνομιλίαν και τὰς ψυχωφελεῖς παραινέσεις τῆς πανο-σιότητός σου, καί τί λέγω τὴν αὐτοπρόσωπον; / ὁποῦ καὶ αὐτὴν τὴν διά γράμματος ἐστερήθηκα, καί οὔτε / ἐγώ παρ’ αὐτῆς πλέον ἔλαβον γράμμα, οὔτε αὐτή / παρ’ ἐμοῦ, τὸ ὁποῖον μοῦ φαίνεται νὰ εἶναι καὶ πλέον χειρότε ρον. Διὰ τὸ ὁποῖον τὴν παρακαλῶ νὰ μοῦ συμπαθήσῃ, διατί δὲν ἔγινεν ἀπό γνώμην μου, ἀλλά ἀπὸ ταίς διάφοραις περιστάσεις τοῦ φετεινοῦ χειμῶνος. “Ας / ἠξεύρει λοιπόν ὅτι ἐγώ ὄχι μόνον ἐδῶ, ἀλλά καί / εἰς τὸν ἄδην ἂν παγένω δὲν θέλω παύση ὁποῦ νὰ εὐχαριστῶ καὶ νὰ ἐνθυμοῦμαι τάς ἀπείρους εὐεργεσίας ὁποῦ / εἶδα ἀπ’ αὐτὴν, ἀλλὰ τὸν φετεινόν χειμώναν μοῦ ἐσυ/νέβηκαν πολλά, διατί ὁ διδάσκαλος μου ὁ κύρ ᾿Αναστάσιος ἐπῆ-γεν εἰς τὴν Τετάρνην, ὁμοίως, καί ὁ Χριστο/φόρος ἐστάθη εἰς τὸ Βελισδό-νι, καὶ ἐθαῤῥοῦσαν καί / αὐτοί καὶ ἐγώ εἰς ὀλίγον να γυρίσωμεν ὀπίσω να /διαβάσω τίποτες, ἀλλὰ μᾶς ἐπρόλαβεν ὁ χειμώνας / σκόρπιους, καὶ ὁ μὲν ᾿Αναστάσιος ἔμεινεν ἐκεῖ ἕως / τῶν Βαΐων. ὁ δὲ Χριστοφόρος ἦλθεν εἰς τὸ κελλί καὶ / ἀπαντύχενε να παγένω καί ἐγώ νὰ μὲ διαβάσῃ τίποτες καθώς εἴχαμεν λόγον, ἀλλά δέν ἐδυνήθηκα / να περάσω το βουνί, ἠθέλησα να ἔλθω ὀπίσω, ἀλλά / δέν ἦτον δυνατόν να εὔγη τινάς ἔξω καθώς τὸ ἠξεύρει καί μοναχή της. Διά τοῦτο παρακαλῶ ἄς μοῦ συμπαθήση. καρτερῶ νά ἀνοίξη το βουνί καί τότε θέλω ἔλθη / δι’ εὐχῶν της μὲ τὸν διδάσκαλόν μου. πρό παντα καί / μετά πάντων δε τον ποθεινότατόν μου, καί ὁμόψυχον Κύριον κ. Παρθένιον τὸν υἱόν της εὐλαβῶς ἀσπάζομαι σὺν τῷ / Χ(ρι στο)ς ᾿Ανέστη. προσέτι ἀς χαιρετήσει παρακαλώ διά τοῦ τιμίου της στόμα-τος τὸν ἅγιον καθηγούμενον, τον σκευο//φύλακα μετά πάσης τῆς πνευματι-κῆς ἀδελφότητος, ὁμοίως καί τόν πανοσιότατον πνευματικόν κύριον Χρι-στόδουλον ἀσπάζο/μαι δουλικώς, σύ δέ φίλτατέ μοι Γεώργιε ζώης ἐπι/μή-κησον. Ταῦτα κατά το παρόν.
Ἔρρωσο δέ μοι ἐν Κῳ πάτερ ποθεινότατε.
᾿Από τα Βρανιανά τῶν ᾿Αγράφων / αχπγο απριλλίου τε”. /
τιος. Ὁ σμικρότατος ἀλλά πιστός τῶν τῆς σῆς πανοσιότητος δοῦλος / Ιγνά
Εἰς τὰς παντίμους χεῖρας τοῦ πανοσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις / καὶ πνευματικοῖς πατράσι κυρίου Γρηγορίου, ὑγιῶς καὶ εὐλαβῶς / εἰς τὸ Δούσικον».
Προσθήκη: Ὑπόθεσις / τοῦ ἀνωτέρου / γράμματος/ εἰ δὲ σὺ δὲν το /ἐγνώρισες λέγω ἐγώ /τίνος εἶ. /
Το ἄνωθεν γράμμα ὑπάρχει μέν / εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰγνατίου, ἀλλά κατά το πράγμα εἶναι / τοῦ κύρ ᾿Αναστασίου κόπος, καὶ ὄχι τοῦ Ἰγνατίου. εἶναι δέ / ὑπόθεσις φανερή».
Ἡ προσθήκη εἶναι τοῦ συγγραφέως τοῦ κώδικα τῶν Βρυξελλών Νικο-λάου ἱερέως τοῦ Μεροκοβίτου και διευκρινίζει στον ἀναγνώστη ποιός εἶναι ὁ συντάκτης τῆς ἐπιστολῆς. Μία ἄλλη πληροφορία εἶναι ἡ διαμονή τοῦ ἀδελφοῦ του Γεωργίου στο Μοναστῆρι τοῦ Δουσίκου αὐτὴ τὴν ἐποχή. Ἴσως ἐπισκέφθηκε τον πατέρα τους Χριστόδουλο πού εἶναι καί αὐτός στο Μοναστῆρι τοῦ Δουσίκου.
θ΄) Γρηγόριος ἱερομόναχος, υἱός Χριστοδούλου Μεροκοβίτης
Εἶναι καὶ αὐτός υἱός τοῦ ἱερομονάχου Χριστοδούλου ἱερέως στα Τρί καλα. Εἶναι ὁ νεώτερος υἱός του και σπούδασε καί αὐτός στη σχολή ‘Αγράφων στα Βρανιανά κοντά στούς διδασκάλους Εὐγένιο Γιαννούλη και ᾿Αναστάσιο Γόρδιο. Τον βρίσκουμε ἱερομόναχο στην Ιερά Μονή Δουσί-κου Τρικκάλων ὅπου διακρίνεται ὡς λόγιος καί πνευματικός· συγκαταλέ-γεται στοὺς λόγιους πού ἀνταλλάσσουν βιβλία 114. Σε μία ἐπιστολή τοῦ ᾿Αναστασίου Γορδίου πρός τὸν Ἰωακείμ, ὁ διδάσκαλός του Γόρδιος τοῦ χαρίζει βιβλίο τοῦ ᾿Αριστοτέλη. Για να μελετά ᾿Αριστοτέλη ὁ Γρηγόριος πρέπει νὰ εἶχε ἀνώτερη μόρφωση, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ διδάσκαλός του εἶναι ὁ εἰδήμων πού γνωρίζει παντός ἄλλου το πνευματικό του ἐπίπεδο. “Αλλως τε ὡς ἱερομόναχος τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Δουσίκου εἶχε τὴν πρόσβαση στην πλούσια βιβλιοθήκη ὅπου μποροῦσε πιο πολύ νὰ ἐντουφήση.
Δε γνωρίζουμε περισσότερα για το Γρηγόριο, ἄν ἔμεινε ἕως τὸ τέλος στη Μονή μετανοίας του ἤ πῆγε ἀλλοῦ ἤ δίδαξε ὡς διδάσκαλος σε σχολείο τῆς ἐποχῆς του.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟΥ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟΝ (ΜΕΡΟΚΟΒΟΝ) – ΤΡΙΚΑΛΩΝ
(ἀπό πρό Χριστοῦ ὡς τό 1900 μ.Χ.)
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1996 (σελ . 102-142)