«Χαράς τα πάντα πεπλήρωται της Αναστάσεως την πείραν ειληφότα»

 

 Καθηγητής ΑΠΘ κ Ηρακλής Ρεράκης

«Χαράς τα πάντα πεπλήρωται της Αναστάσεως την πείραν ειληφότα»

Η Ανάσταση του Χριστού, κατά τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, είναι «μεταξύ των θαυμάτων του Κυρίου, το μεγαλύτερο θαύμα».

Είναι το επόμενο στάδιο της θείας Οικονομίας, μετά την εκούσια Σταύρωση, με την οποία ο Χριστός καταδέχτηκε να υποστεί τον πλέον ταπεινωτικό θάνατο υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας, ακολουθώντας πιστά το λυτρωτικό σχέδιο του Πατέρα Του και Θεού των όλων.

Ο θάνατος είχε μπει στη ζωή των ανθρώπων, ως συνέπεια της κακής χρήσεως της ελευθερίας των Πρωτοπλάστων, του εγωϊσμού, της ανυπακοής, της αποστασίας τους από τον Θεό και, τελικά, της υποδουλώσεώς τους στα αμαρτωλά δίκτυα του διαβόλου.

Ο Χριστός, όμως, ως άνθρωπος, ήταν αναμάρτητος και, κατά συνέπεια, ο θάνατος γι’ Αυτόν δεν ήταν φυσική συνέπεια της αμαρτωλότητας, όπως συνέβαινε στους ανθρώπους, αλλά εκούσια επιλογή Του, «ίνα σώσει τον άνθρωπο».

Καταδέχτηκε να ταπεινωθεί και να σταυρωθεί, διότι σκοπός της θείας Ενανθρωπήσεως και Κενώσεώς Του ήταν να θυσιαστεί χάριν της ανθρώπινης φύσεως, που είχε προσλάβει, έτσι ώστε, διά του εκουσίου θανάτου Του, να θανατώσει τον θάνατο που την εξουσίαζε.

 Ο διάβολος σχεδίαζε να συντρίψει τον Υιό του Θεού στον Σταυρό και στον Τάφο,  αλλά δεν γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να Τον κρατήσει στο βασίλειο του θανάτου, στο οποίο βασίλευε.

Ο Θεάνθρωπος, όμως, σε τρεις ημέρες αναστήθηκε, όπως ακριβώς είχε πει στους μαθητές του –και όχι μόνον- καθώς ήθελε να συντρίψει διαπαντός, την εξουσία και τον φόβο, που ασκούσε ο διάβολος στον άνθρωπο, με την απειλή του θανάτου, και να χαρίσει στο πλάσμα Του, διά της Αναστάσεώς Του, τη χαρά και τη νίκη της Αθανασίας που είχαν απολέσει οι Πρωτόπλαστοι με την πτώση τους.

Μόνον ο Θεάνθρωπος, με την αναμαρτησία του, μπορούσε να νικήσει και να ταπεινώσει τον διάβολο και να προσφέρει μια νέα ευκαιρία στον άνθρωπο, προκειμένου να μπορεί πλέον και αυτός να νικά τον θάνατο, μέσω της συμμετοχής του στη δύναμη και στη χάρη του Αναστημένου Σώματος του Χριστού, την Εκκλησία και να μεταβαίνει από  τον θάνατο στη ζωή.

Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς θεωρεί τη δυνατότητα της αφαίρεσης της αμαρτίας και του θανάτου από την ανθρώπινη ζωή, ως δώρο του Θεανθρώπου στον άνθρωπο και «ως θαυμάσιον προοίμιον εις την θείαν αιωνιότητα, σύμφωνα με τον παναληθινόν λόγον Του: “Ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον” (Ιω.6, 47)».

Έτσι, η αγάπη και το έλεός του Θεού συνδέονται, οντολογικά, με τη θυσία της Σταυρώσεως, καθώς, με αυτήν θυσιάστηκε ως «αμνός άμωμος», με τον πλέον ταπεινωτικό και μαρτυρικό σταυρικό θάνατο για να απαλλάξει τους ανθρώπους από ό, τι τους οδηγεί στον θάνατο.

Ο Χριστός, επομένως, πάνω στον Σταυρό παραδίδεται εκουσίως στο σχέδιο του Θεού και προσφέρεται να θανατωθεί, για να ανακαινίσει, να ζωοποιήσει και να απαθανατίσει την ανθρώπινη φύση, την οποία είχε προσλάβει κατά τη Σάρκωσή Του.

Μπορεί ο σταυρικός θάνατος να ήταν απόφαση των ανθρώπων, διότι οι άνθρωποι ενεργούν, δίχως να γνωρίζουν εκείνο, που μόνον ο Παντογνώστης γνωρίζει. Όμως και σε αυτήν την περίπτωση, εν αγνεία τους εκτέλεσαν το δικό Του σχέδιο και θέλημα, που ήταν ο θάνατος του θανάτου, διά της Αναστάσεως,  για να καταστεί έτσι η νίκη Του δωρεά και κληρονομιά, διαπαντός, προς το ανθρώπινο γένος.

Με την εικόνα του Θεανθρώπου, να πάσχει, ως άνθρωπος, για τον άνθρωπο, αλλά να παραμένει απαθής, ως Θεός, αρχίζει να ξεδιπλώνεται το Μυστήριο του Θανάτου και της Αναστάσεως.

Η ανθρώπινη φύση Του είναι εκείνη που έπαθε, καθώς η θεία φύση ούτε πάσχει ούτε θανατώνεται Δεν έπαυσε, όμως, να είναι ενωμένη, «αχωρίστως, ατρέπτως και αδιαιρέτως», με τη θεία και κατά τον θάνατό Του και κατά την μετάβασή Του στον Άδη.

Τι ακριβώς συνέβη με τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού; Είναι εύλογο το ερώτημα, καθώς όλα αυτά τα Μεγάλα γεγονότα που συνέβησαν στον Θεάνθρωπο αποτελούν, όντως, ένα «υπέρ λόγον και έννοιαν» ανερμήνευτο Μυστήριο όλα όσα συνέβησαν.

Η θεία φύση του Χριστού, κατά την αντίδοση των ιδιωμάτων, περιχωρεί στην ανθρώπινη φύση Του τη δυνατότητα του εκουσίου θανάτου αλλά και η ανθρώπινη φύση περιχωρεί στη θεία φύση, την κατ’ουσίαν θεϊκή δυνατότητα της αθανασίας και έτσι ο Θεάνθρωπος δεν μπορεί να κρατηθεί από τον διάβολο και τον θάνατο και ανασταίνεται, νικώντας, διαπαντός, για λογαριασμό του ανθρώπου, τον θάνατο.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο άνθρωπος Ιησούς και έπαθε και απέθανε, αλλά με τη διαφορά ότι πέθανε με την ανθρώπινη φύση Του ως θνητός, ενώ με τη θεία Του φύση παρέμεινε αθάνατος.

Κι εδώ, ακριβώς, βρίσκεται το Μυστήριο της θείας Μακροθυμίας Του, και το μέγεθος της Αγάπης Του. Αυτό το παράδοξο Μυστήριο βιώνουν οι πιστοί, όχι σαν μια ιστορική αναδρομή και θύμηση  των παθημάτων του Χριστού, αλλά ως μια εμπειρική και ιστορική πραγματικότητα, μέσα στον χώρο, τον χρόνο, στο παρόν της Εκκλησίας: «Τα Πάθη τα σεπτά η παρούσα ημέρα, ως φώτα σωστικά ανατέλλει τω κόσμω. Χριστός γάρ επείγεται του παθείν αγαθότητι…». 

Ο άνθρωπος οφείλει να μην ξεχνά ότι δεν ήταν στο σχέδιο του Θεού ο θάνατος, αλλά η αθανασία, ως δυνατότητα που έπρεπε να γίνει επαξίως αποδεκτή από τον ίδιο μέσω της αναμαρτησίας. Ο Θάνατος μπήκε, με δική του υπαιτιότητα στη ζωή του, ως συνέπεια της δικής του πτώσεως και ανυπακοής.

Ωστόσο, ο Θεός ευσπλαχνίστηκε τους ανθρώπους, καθώς τους έβλεπε να γίνονται θύματα και δούλοι του εχθρού του Θεού, του ανθρωποκτόνου διαβόλου. Έτσι, από αγάπη ήλθε στον κόσμο, ως Σωτήρας και Λυτρωτής, για να αναλάβει Εκείνος να κάνει για τον άνθρωπο, αυτό που δεν μπορούσε να κάνει μόνος του, δηλαδή, να ελευθερωθεί από τη δουλεία του διαβόλου.

Γι αυτό δέχεται, εκουσίως, να θανατωθεί, για να παγιδεύσει τον διάβολο, καθώς η Θεία Του Φύση δεν απέθανε πάνω στον Σταυρό, ούτε άφησε, λόγω της αδιαιρέτου ενώσεως των δύο φύσεων, την ανθρώπινη φύση, μόνη της να κατέβει στον Άδη. Έτσι, δέχτηκε τον θάνατο, προκειμένου να σπάσει τα δεσμά του Άδη, να νικήσει τον θάνατο, διά του θανάτου Του: «θανάτω θάνατον πατήσας» και να αναστηθεί. 

Αυτό που έλειπε από τον άνθρωπο -και γι αυτό πέθαινε- ήταν η άνωθεν ή κατά χάριν και κατά μετοχή αθανασία.

Συνεπώς, το δώρο που προσφέρει ο Χριστός διά του θανάτου και της Αναστάσεώς Του στον άνθρωπο ήταν η αθανασία, που αντιστοιχεί στον εκμηδενισμό του θανάτου.

Η Ανάσταση του Χριστού, επομένως, δεν εορτάζεται, απλώς, ως νίκη του Θεανθρώπου εναντίον του θανάτου, αλλά, ως διαρκής και κατά χάριν δωρεά  της αθανασίας στον άνθρωπο και ως νίκη όλων των πιστών που είναι μέλη στο Αναστάσιμο πλέον Σώμα του Θεανθρώπου.

Έτσι, αυτό που πρόσφερε ο Εσταυρωμένος και Αναστάς στην ανθρωπότητα δεν ήταν απλώς η άρση της κατάρας, από την οποία ήταν επιβαρυμένο το ανθρώπινο γένος, λόγω της πτώσεως ή η νίκη κατά του θανάτου, αλλά, πρωτίστως, η μετοχή στην αθανασία.

Ο Χριστός, συνεπώς, όπως γράφει ο μακαριστός π. Γ. Φλορόφσκυ, «μετέβαλε τον θάνατο σε θεραπεία, καθώς θεράπευσε τον θάνατο με θάνατο: “Θανάτω, θάνατον ώλεσεν”.

Έτσι, η Ανάσταση είναι αυτή, που απολύτρωσε τον άνθρωπο από την φθορά, καθότι, όπως ο θάνατος εγκεντρίσθηκε στη φύση μας διά της ανυπακοής και της αμαρτίας των Πρωτοπλάστων, έτσι και με την έγερση του Χριστού εγκεντρίζεται μέσα μας η αιώνια Ζωή που μας προσφέρει ο Θεάνθρωπος.

Με την Ανάσταση, επομένως, δεν ζωοποιούνται μόνον οι νεκροί αλλά και ο ίδιος ο θάνατος, που μετατράπηκε, από δαιμονικό όπλο καταστροφής της ανθρώπινης ύπαρξης από τον διάβολο, σε πηγή σωτηρίας της από τον Θεάνθρωπο.

Ο π. Γ. Φλορόφσκυ,  μάλιστα, σημειώνει ότι με τον σταυρικό θάνατο, δεν σώθηκαν απλώς οι άνθρωποι, αλλά έγιναν «κοινωνοί θείας φύσεως» και συγκληρονόμοι Χριστού. Επιπλέον, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει ότι «Ανάστασις εστίν η εις το αρχαίον της φύσεως ημών αποκατάστασις».

Με άλλα λόγια, με την Ανάσταση, ολοκληρώνεται η ριζική αποκατάσταση της εικόνας του ανθρώπου, κατά τρόπον, που ο άνθρωπος να προσανατολίζεται, πλέον, προς την κατά χάριν ομοίωσή του με το απόλυτο Κέντρο του παντός, που είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής Χριστός, «δι ού τα πάντα εγένετο (Ιω. 1, 1).

Εκείνος, που ήλθε στον κόσμο και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους, για να τους μεταμορφώσει σε θεανθρώπους, καθώς λέγει ο ίδιος: «Εγώ είπα, Θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες» (81ος Ψαλμός του Δαυίδ). Ο Θεάνθρωπος προσφέρει ακόμη την Ανάστασή Του, ως συμφιλίωση ανθρώπου και κτίσεως αλλά και ως συμφιλίωση όλων των ανθρώπων: «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιω. 17, 21).